Ενώ σε όλη την προεκλογική το Κυπριακό δεν είχε στις συζητήσεις τη θέση που θα έπρεπε να έχει, τις τελευταίες μέρες έγινε το κορυφαίο ζήτημα. Δεν είχε τη θέση, ίσως και δικαιολογημένα. Από τη μια, διότι δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη να συντηρεί το ενδιαφέρον και από την άλλη, δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα σε ζητήματα οικονομίας, που απασχολούν την κοινωνία λόγω κρίσης, και σε ζητήματα διαφθοράς, που επίσης απασχολούν την κοινωνία, αλλά εξυπηρετούσαν και στην πολεμική εναντίον όσων ταυτίζονται με την κυβέρνηση Αναστασιάδη.

Μετά τον πρώτο γύρο της περασμένης Κυριακής, αναδείχθηκε και το Κυπριακό. Αλλά και πάλι με μια προσέγγιση που εξυπηρετεί την προεκλογική και όχι το ίδιο το πρόβλημα και τη διαχείρισή του. Το ανέδειξαν πρώτα τα στελέχη του ΔΗΣΥ, που αναζητούσαν δικαιολογία για να στηρίξουν Ανδρέα Μαυρογιάννη και να εκδικηθούν τον Νίκο Χριστοδουλίδη, και έφτυναν πάνω τους, που λέει ο λόγος. Διότι, προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον Χριστοδουλίδη ως «απορριπτικό», χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν πώς τον είχαν επί χρόνια κορυφαίο στέλεχος, δίπλα από τον δικό τους Πρόεδρο, και πώς γίνεται να ακολουθούσε δική του προσωπική πολιτική στο Κυπριακό και όχι πολιτική του Προέδρου.

Όταν, μάλιστα, ο κορυφαίος του χορού, Γιαννάκης Κασουλίδης, εξηγώντας γιατί θα ψηφίσει Μαυρογιάννη, έλεγε ότι δεν συμφωνεί «με όσους λένε ότι οι ενδιαφερόμενοι (του διεθνούς παράγοντα) θα τραβήξουν πίσω επειδή είναι υποψήφιος του ΑΚΕΛ. Ο Πρόεδρος χειρίζεται το Κυπριακό». Στη δική τους δεκαετή διακυβέρνηση ποιος το χειριζόταν αν όχι ο Πρόεδρος; Ο διευθυντής του γραφείου του; Ο κυβερνητικός Εκπρόσωπος; Ο υπουργός Εξωτερικών;

Αυτό, όμως, που έφερε ξανά στο προσκήνιο το Κυπριακό ήταν οι δηλώσεις των συναγερμικών στελεχών (με κορυφαίο τον κ. Κασουλίδη) ότι θα κάνουν την υπέρβαση και θα ψηφίσουν Μαυρογιάννη (υπέρβαση επειδή θα ψηφίσουν μαζί με το ΑΚΕΛ), επειδή ήρθε η ώρα να λύσουν το Κυπριακό. Φυσικά, υπήρξαν απαντήσεις από άλλα δικά τους στελέχη που υποδείκνυαν ότι αυτό είναι αστείο διότι δεν υπάρχει τίποτα στο Κυπριακό, καμιά κίνηση, που να δικαιολογεί αυτή την… υπέρβαση.

Πήρε και ο Μαυρογιάννης τις πάσες που του έκαναν και μίλησε για αυτούς που στηρίζουν τον Νίκο Χριστοδουλίδη, στους οποίους, όπως είπε, περιλαμβάνονται ομοσπονδιακοί με το σωστό περιεχόμενο και κάποιοι αντι-ομοσπονδιακοί. Επανήλθαμε, λοιπόν, έστω και από σπόντα στη ΔΔΟ. Αλλά, το ανόητο του πράγματος είναι ότι εξακολουθούν (και όχι ειδικά ο κ. Μαυρογιάννης, χτες ακόμα αρθρογραφούσαν επί τούτου οι φωστήρες της ΔΔΟ) να παρουσιάζουν το Κυπριακό ως πρόβλημα που δημιουργούν κάποιοι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί. Η Άγκυρα, η στρατηγική της να αρπάξει ή να ελέγχει όλη την Κύπρο, ο Τατάρ, οι έποικοι, η ισλαμοποίηση δεν τους απασχολούν, ίσως και να μην θεωρούν ότι είναι πρόβλημα.

Όμως, ακόμα κι αν θεωρούσαν ότι στηρίζουν τον Χριστοδουλίδη οι αντι-ομοσπονδιακοί (ποιοι είναι αυτοί, η ΕΔΕΚ και η Ελένη Θεοχάρους;), δεν θα έπρεπε να τους προβληματίσει το ότι την περασμένη Κυριακή τον ψήφισαν 127.309 πολίτες; Δεν θα έπρεπε να τους σεβαστούν; Έχει σημασία, πάντως, η φράση που χρησιμοποίησε ο κ. Μαυρογιάννης, και αφορά βεβαίως τόσο το ΑΚΕΛ όσο και το ΔΗΣΥ. Ότι περιλαμβάνονται στους υποστηρικτές του Χριστοδουλίδη «ομοσπονδιακοί με το σωστό περιεχόμενο». Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι υπόλοιποι ομοσπονδιακοί (άσχετα αν τον όρο τον καθιέρωσε ο Τάσσος) δεν πρέπει και δεν επιδιώκουν το σωστό περιεχόμενο; Ότι, ακόμα χειρότερα, είναι μίασμα να αποζητάς «σωστό περιεχόμενο» κάτω από έναν τίτλο, που αφορά το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας; Κάτω από έναν τίτλο που δεν έχει περιεχόμενο και ο ισχυρός, δηλαδή η Τουρκία, βάζει όποιο περιεχόμενο θέλει (εμείς δεν βάλαμε κανένα περιεχόμενο) και καλούμαστε εμείς, τα θύματα της κατοχής, να το υιοθετήσουμε.

Μήπως πρέπει να θυμόμαστε τι εισπράξαμε από τους ομοσπονδιακούς Ταλάτ και Ακιντζί για να έχουμε και λίγη αυτοσυγκράτηση όταν βγάζουμε τα μάτια μας; «Από τη στιγμή που η ε/κ πλευρά δεν δέχεται να δημιουργήσουμε μια συνομοσπονδία, για να διατηρήσουμε την εποικοδομητική ασάφεια, χρησιμοποιούμε τον όρο διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα». Αυτό έλεγε ο Ταλάτ, όταν διαπραγματευόταν με τον Δημήτρη Χριστόφια, στην εφημερίδα «Καθημερινή», τον Μάιο του 2009.

Μετά ήρθε ο Ακιντζί και ύστερα από δυόμιση χρόνια συνομιλίες, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναγκάστηκε να του διαμηνύει δημοσίως: «Να μου βρει ένα παράδειγμα ομοσπονδίας όπου γίνονται αποδεκτά τα όσα αξιώνει για την κοινότητα του. Και αν υπάρχει έστω και ένα κράτος, ομόσπονδο κράτος που να προνοεί ανάλογες αξιώσεις, είμαι έτοιμος να αποδεχθώ την όποια λύση» (24/4/2017).

Με αυτά τα δεδομένα υπάρχει ακόμα αμφιβολία ότι χρειαζόμαστε πολιτικούς και πολιτική, που τουλάχιστον θα προσπαθήσουν να μας βγάλουν από αυτές τις «εποικοδομητικές ασάφειες»; Να καθαρίσουν το τοπίο και να αξιοποιήσουν τη θέση μας στην Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο, για να μας απαλλάξουν από την τουρκική κατοχή και όχι για να μας πείσουν να την αποδεχτούμε;