Δικαίωμα ψήφου στην Κύπρο έχουν γύρω στις 700.000 πολίτες που έκλεισαν τα 18. Από αυτούς οι 170.000 δεν έχουν γραφτεί στους εκλογικούς καταλόγους. Άλλοι 155.000 (στις προηγούμενες προεδρικές του 2018) απέχουν από τη ψηφοφορία. Θα είναι περισσότεροι στις σημερινές εκλογές, λένε οι ειδικοί. Δηλαδή, γύρω στις 325.000 πολίτες, σχεδόν οι μισοί, σιωπούν και αφήνουν τους υπόλοιπους να αποφασίζουν και για τους ίδιους.

Αυτό το φαινόμενο, παρόλο που δεν είναι μόνο κυπριακό, θα έπρεπε να απασχολήσει το κράτος και τα κόμματα. Κάθε φορά που εμφανίζεται το ποσοστό της αποχής σε εκλογές, γίνεται αρκετός διάλογος, όλοι εκφράζουν την ανησυχία τους, αλλά μετά σιωπούν μέχρι τις επόμενες εκλογές. Οι εκστρατείες που γίνονται παραμονές εκλογών, με εκκλήσεις για εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους, αποδεικνύονται ανώφελες.

Είναι δυνατό τόσες χιλιάδες άνθρωποι να αδιαφορούν για το ποιος θα τους κυβερνήσει; Τι είναι αυτό που τους απομακρύνει; Δεν μελετήθηκε ποτέ, διότι αυτή η απομάκρυνση των πολιτών δεν ανατρέπει τα κομματικά ποσοστά, ούτε τις βουλευτικές έδρες, ούτε την εκλογή Προέδρου. Ακόμα και το 10% των πολιτών να συμμετέχει οι εκλογές θα έχουν αποτέλεσμα.

Όμως, αυτές ειδικά οι εκλογές στέλνουν πολλά μηνύματα και επιβάλλουν στην πολιτική ηγεσία να ασχοληθεί στα σοβαρά με το φαινόμενο. Διότι, αυτή τη φορά, ο λαός έστειλε πολύ πιο ηχηρό μήνυμα απαξίωσης. Κι αυτό ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Φάνηκε ήδη όλους τους προηγούμενους μήνες ότι πολύ μεγάλο μέρος της λαϊκής βάσης αναζήτησε υποψήφιους έξω από το κομματικό κατεστημένο. Χωρίς εξαρτήσεις που τους ταυτίζουν με την αρνητική εικόνα που έχουν για τις κομματικές ηγεσίες. Κι αυτό δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι η κοινή γνώμη ταυτίζει τα κόμματα με τη διαφθορά και τη διαπλοκή.

Αυτό είναι που πρέπει πρώτιστα να διαχειριστούν και να αλλάξουν οι κομματικές ηγεσίες. Αν δεν είναι ήδη αργά. Διότι, η απαξίωση δεν είναι σημερινό φαινόμενο, βρίσκεται σε εξέλιξη πάρα πολλά χρόνια και σήμερα δείχνει να κορυφώνεται. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων χρόνων και οι συνέπειες που είχαν οι πολίτες στην ποιότητα της ζωής τους επιδείνωσαν την εχθρότητα προς τις κομματικές ηγεσίες. Παρότι σε μεγάλο βαθμό οι κρίσεις ήταν εισαγόμενες, οι συνέπειες αποδίδονται από την κοινωνία των πολιτών στη διαχείριση που έκαναν οι πολιτικοί και τα κόμματα. Αισθάνονται ότι άφησαν αφύλακτη την καθημερινότητα τους. Από την άλλη, η ταύτιση των κομμάτων με τη διαφθορά είναι απόλυτη στα μάτια των πολιτών. Σε τέτοιο βαθμό που θεωρούν τους πάντες, ή σχεδόν τους πάντες, διεφθαρμένους και διαπλεκόμενους.

Αυτή η δυσπιστία προς το πολιτικό κατεστημένο έχει συνέπειες για τα κόμματα: Η συνεχής μείωση της εκλογικής τους βάσης κατά δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρους. Ο μισός πληθυσμός με δικαίωμα ψήφου να μην ψηφίζει. Οι όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι να μην ακολουθούν τους κομματικούς μηχανισμούς στη μάχη των συσπειρώσεων και να ψηφίζουν με ατομικά κριτήρια.

Φυσικά, στη συντηρητική μας κοινωνία, τα κόμματα παραμένουν ισχυρά, παρά τις απώλειες, και σήμερα θα αποδειχθεί η ισχύς τους αναλόγως των ψηφοφόρων που θα καταφέρουν να επαναπατρίσουν. Αλλά, το μήνυμα των πολιτών εκφράστηκε ήδη (ασχέτως αποτελέσματος, επαναλαμβάνω) με την πίστωση που έδωσαν στον Νίκο Χριστοδουλίδη. Δεν είναι άσχετη με όσα αναφέρω πιο πάνω η αποδοχή της υποψηφιότητας του από μεγάλη μάζα ψηφοφόρων, πολύ πριν υποστηριχθεί από κόμματα. Αν αυτή η αποδοχή εκφραστεί στην κάλπη θα είναι η πρώτη φορά που θα εκλεγεί Πρόεδρος χωρίς να στηρίζεται από ένα εκ των δυο μεγάλων κομμάτων. Ασχέτως αν εξ ανάγκης υποστηριχθεί τη δεύτερη Κυριακή.

Η κυπριακή κοινωνία δεν απορρίπτει τα κόμματα ως μιάσματα. Αλλά, τους στέλνει μήνυμα αμφισβήτησης. Ο Χριστοδουλίδης έπιασε το μήνυμα και κινήθηκε αναλόγως. Ότι οι πολίτες θέλουν κάποιον μη εξαρτημένο από τα κόμματα, αλλά όχι ουρανοκατέβατο να τα διαλύσει όλα. Να τους μιλά με απλότητα, να μην ανεβάζει τους τόνους, να μην υποτιμά τη νοημοσύνη τους, να μην αναπαράγει ξεπερασμένες κομματικές μεθόδους, να μην απειλεί αυτό που συνήθισαν αλλά και να ανταποκρίνεται σε μια ανάγκη αλλαγής χωρίς εκ βάθρων ανατροπές, πους φοβίζουν. 

Ίσως αυτό αναγκάσει τις ηγεσίες των κομμάτων να αντιληφθούν ότι μόνο ζημιογόνα (για τις ίδιες και για την κοινωνία) είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα. Για να θέσουν σε προτεραιότητα τη συμπόρευση τους με την κοινωνία. Σε όλα τα ζητήματα. Από την οικονομία και τη διαφθορά μέχρι το Κυπριακό.