Είχε, ως φαίνεται, επιλέξει την ημέρα της εκδημίας του, τη φετινή 1η Αυγούστου, ο Αυγουστής Ευσταθίου, για να συνηχεί με το κατά κόσμον όνομα του Ματρόζου της εποποιίας του 1955-1959 και της νεότερης ελληνικής επανάστασης της Κύπρου προς αποτίναξη του αγγλικού αποικιακού ζυγού. Ένας ακόμα ζωντανός θρύλος της ΕΟΚΑ και ο τελευταίος εναπομείνας των ατρόμητων ανταρτών του υπαρχηγού της, που πήρε τον δρόμο της αθανασίας, εκπληρώνοντας τον επίγειο πόθο του. Ανεβαίνοντας από τα λημέρια της ανδρείας και του χρέους προς την πατρίδα μέχρι τα υψίπεδα των Γενναίων προμάχων της και έως το Πάνθεο των Ηρώων, για να είναι παντοτινά κοντά στον αγαπημένο του «Μάστρο», τον Καπετάν-Ζήδρο και Σταυραετό του Μαχαιρά. Αυτόν που από το κρησφύγετο του καθαγιασμένου του θυσιαστηρίου τον ορμήνεψε να ζήσει, ώστε να μεταδίδει το μήνυμα της αρετής και το δίδαγμα της τόλμης που θέλει η ελευθερία. 

Και ο τιμημένος συναγωνιστής του επικού ήρωα, που είχε το προνόμιο να γίνει ο αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρικού του θανάτου, βιώνοντας τη μεταρσίωση της φλεγόμενης ψυχής για τα ιδεώδη της φυλής και του έθνους πάνω από το απανθρακωμένου σώμα του άφθαρτου μεγαλείου του, δεν έπαυσε έκτοτε να διαλαλεί την Ομηρική προσταγή του: «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης». Με την έμπρακτη υπόμνηση σε κάθε δυνάστη της γης του τις  παρακαταθήκες του Εθνομάρτυρα Κυπριανού, που συνέχισε από μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου να τον ενσαρκώνει ακοίμητος μαχητής στις επάλξεις των Κυπριακών Θερμοπυλών. 

Αυτό το νόημα και αυτή την περίτρανη αποστολή έχει η ομώνυμη αυτοβιογραφία του αείμνηστου Αυγουστή Ευσταθίου, που συνιστά ταυτόχρονα διθυραμβική μνημείωση και αναθηματική αγιογραφία του διδάχου του Γρηγόρη Αυξεντίου «στη μεγάλη Σχολή του Αγώνα». Αξιοθαύμαστη, ωστόσο, και η δική του ανηφορική οδοιπορία, όπως με αυθεντικότητα ζωηρής αναπαράστασης και απροκάλυπτης διαφάνειας την αφηγείται στις 250 σελίδες του βιβλίου του, του οποίου τα κομβικά σημεία αναφοράς αποτυπώνει η εισαγωγή του Πέτρου Παπαπολυβίου.

Γεννημένος το 1934 στην Πόλη της Χρυσοχούς, παιδί μιας πολύτεκνης πάμπτωχης οικογένειας, μένει ορφανός από μικρός λόγω της πρόωρης απώλειας του Έλληνα, καθώς ο ίδιος τονίζει, Μικρασιάτη πατέρα του. Τη μνήμη του χαράζουν ανεξίτηλα γεγονότα, που καθορίζουν αποφασιστικά το ακατάβλητο σθένος της αγωνιστικότητάς του. Η διεξαγωγή παγκύπριου εράνου για τη μάνα Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου σε καφενείο της Πόλης έδωσε το πολυμπαλωμένο σακάκι του. Η μετεγκατάσταση στο γειτονικό Προδρόμι της χήρας μητέρας του και ο χωρισμός από τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Η προσωρινή υιοθέτησή του από τον δάσκαλό του Ανδρέα Παυλίδη, τον γνωστό λογοτέχνη Άντη Περνάρη, που τον ανάγκασε με τις σκόπιμες ιδιοτροπίες του να τον στείλει πίσω στη μητρική αγκαλιά και κοντά στην αγαπημένη του θάλασσα. Όσο όμως κι αν ήθελε να συντρέχει την εργάτρια μητέρα του στα χωράφια, αποφοιτώντας από το Δημοτικό, η φτώχια τον φέρνει στη Λευκωσία νεαρό βιοπαλαιστή, για να δοκιμάσει δουλεύοντας σε διάφορους μαστόρους απάνθρωπες συμπεριφορές σαδιστικής εκμετάλλευσης, μέχρι που κατορθώνει να δημιουργήσει τη δική του επικερδή επιχείρηση σαντουιτσίδικων. Έκδηλος όμως ο ριψοκίνδυνος χαρακτήρας του, ενοικιάζοντας μοτοσικλέτες για «κόντρα». 

Η 21η Δεκεμβρίου του 1954 σηματοδοτεί το έναυσμα της εθνεγερτήριας δράσης του, ενώ βρισκόταν με το τρίτροχο ποδήλατό του κάνοντας σάντουιτς έξω από το «Μαγικό Παλάτι». Συμμετέχοντας σε διαδήλωση διαμαρτυρίας εξ αιτίας της απόρριψης από τα Ηνωμένα Έθνη του αιτήματος για Αυτοδιάθεση-Ένωση, συγκρούεται με την αστυνομία και οδηγείται σε δίκη και δίμηνη φυλάκιση. Με την έναρξη του Αγώνα, δεν αργεί να μυηθεί στην ΕΟΚΑ και από τις ομάδες κρούσης και τη ρίψη χειροβομβίδων εντάσσεται στο Εκτελεστικό με οδηγίες, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση προδοτών. 

Βγαίνοντας αντάρτης στο βουνό στην περιοχή Πιτσιλιάς, θα γνωρίσει στις 13 Δεκεμβρίου του 1955 τον Γρηγόρη Αυξεντίου, για να ζήσει μαζί με τους συμπολεμιστές του τις αντίξοες συνθήκες των λημεριών και τα περιπετειώδη δρώμενα του ανταρτοπολέμου, τις αγωνιώδεις στιγμές στο μοναστήρι και μετά το ολοκαύτωμα του Μαχαιρά, τις συλλήψεις και τις ανακρίσεις, προκαλώντας τον κατακτητή με το αγέρωχο χαμόγελο, τις φυλακίσεις και τις απόπειρες απόδρασης. Αλλά και στο προανάκρουσμα της Τουρκανταρσίας ο Αυγουστής Ευσταθίου από τη θέση του αστυνομικού θα δώσει το πρωταγωνιστικό του «παρών» τοις Εκείνου ρήμασι πειθόμενος.