Κανονικά, το υπουργείο Οικονομικών θα έπρεπε να κάνει μήνυση στον εαυτό του για διαφυγόντα κέρδη, σημειώναμε πριν κάμποσο καιρό από αυτή εδώ τη στήλη, θέλοντας να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η ανάπτυξη κινηματογράφου και του οπτικοακουστικού τομέα δύναται να έχει, εκτός από τα ανεκτίμητα πνευματικά και κοινωνικά οφέλη και αντίστοιχα οικονομικά. Θέλαμε να τους τσιγκλήσουμε με κάποιον τρόπο, για να επισημάνουμε το αυτονόητο: ότι η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου και σοβαρού προγράμματος δύναται να φέρει και χρήμα, εφόσον αυτή είναι η γλώσσα που ομιλείται στα κέντρα λήψης αποφάσεων της μακάβριας νήσου.
 
Λέγαμε τότε για την ανάγκη προσέλκυσης ξένων παραγωγών και της εδραίωσης της Κύπρου στον χάρτη μιας παγκόσμιας, χρυσοφόρας και παντοδύναμης βιομηχανίας. Κι αυτοί φαίνεται ότι το εξέλαβαν εντελώς κυριολεκτικά. Από την όλη συλλογιστική, συγκράτησαν μόνο την προοπτική της ευεργετικής επίδρασης της ανάπτυξης της βιομηχανίας του κινηματογράφου στην ανάδειξη νέων τομέων οικονομικής δραστηριότητας. Δηλαδή, απλώς ακολούθησαν τα λεφτά.
Χωρίς να τρέφω αυταπάτες ότι τα γραφόμενά μου έχουν τη δύναμη να κινούν τις μυλόπετρες της κρατικής πολιτικής, η σκέψη και μόνο ότι ενδέχεται να συνέβαλα κι εγώ έστω και στο ελάχιστο σ’ αυτή την τεράστια παρεξήγηση, με γεμίζει ενοχές. Και αναφέρομαι φυσικά στην εφαρμογή του Σχεδίου Προώθησης της Οπτικοακουστικής Βιομηχανίας στη βάση τεχνοκρατικών και οικονομικοτεχνικών παραμέτρων. Και με τους πραγματικά εμπλεκόμενους επαγγελματίες που τόσα χρόνια έβαζαν πλάτη για να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι και να διατηρήσουν τον τομέα του κινηματογράφου ζωντανό με πενταροδεκάρες, να μένουν ουσιαστικά στην απ’ έξω. Τουλάχιστον έξω από τη συζήτηση για ένα πλάνο που θα ωφελήσει άμεσα και το κυπριακό σινεμά κι όχι ένα πλάνο που θα καθιστούσε την Κύπρο πόλο έλξης για δεύτερης διαλογής εμπορικοστρεφείς παραγωγές και ελντοράντο αρπαχτής για ξεπουπουλιασμένους σταρ.   
Mea culpa, λοιπόν. Κατακεραυνώστε με. Ίσως φταίω κι εγώ που το κράτος αποφάσισε να προχωρήσει στα τυφλά μ’ ένα σχέδιο που μόνο από την ανταπόκριση που έχει μέχρι τώρα μοιάζει να μην αφορά μια ολιστική προσέγγιση, αλλά μια ισοπεδωτική και εντυπωσιοθηρική. Χωρίς να λέω ότι απαραίτητα τα χρήματα αυτά που επενδύονται θα χαθούν και ότι δεν θα επιστρέψουν ακόμη και στο πολλαπλάσιο. Είμαι έτοιμος να δεχτώ ακόμη κι εκείνη την υπεραισιόδοξη βλέψη ότι για κάθε ευρώ που ξοδεύεται για ανάπτυξη του τομέα, προκύπτει υπεραξία επτά ευρώ. Με απλά μαθηματικά, δηλαδή, αν λ.χ. για την ταινία του Δημήτρη Λογοθέτη «Jiu Jitsu» επενδυθούν οκτώ εκατομμύρια ευρώ, σε βάθος χρόνου θα επιστρέψουν έως και 56 εκατομμύρια. Μακάρι. Και σε καλή μας μεριά.
 
Το ζήτημα όμως δεν είναι εκεί. Είναι αφενός στην ποιότητα των παραγωγών και τη φήμη που θα δημιουργήσουν στο απολύτως ανταγωνιστικό παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα και αφετέρου στην συμβολή ως προς την ώθηση των εγχώριων παραγωγών. Να το πω πιο απλά: χτυπάει άσχημα η επένδυση του κράτους σε μια (1) και μόνο ξένη παραγωγή αμφισβητούμενης αξίας να είναι υπερπενταπλάσια από τον ετήσιο προϋπολογισμό της Συμβουλευτικής Επιτροπής Κινηματογράφου για τη χρηματοδότηση (όλων) των κυπριακών κινηματογραφικών παραγωγών και συμπαραγωγών.
 
Αυτά τα δύο δοχεία υποτίθεται ότι έπρεπε να είναι συγκοινωνούντα. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα. Με προοπτική ενίσχυσης του κυπριακού σινεμά όχι μόνο μέσω της εργοδότησης των ντόπιων επαγγελματιών που θα κουβαλάνε τους καφέδες στα συνεργεία των μεγάλων διεθνών πρότζεκτ, αλλά και μέσω της παράλληλης στήριξης εγχώριων πρότζεκτ. Οι Κύπριοι κινηματογραφιστές έχουν τα τελευταία χρόνια δει να τους τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια, ειδικά την εποχή της κρίσης και πολεμάνε με μίνιμουμ μπάτζετ σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα παραδίδοντας αξιόλογες ταινίες που γνώρισαν και σημαντικές διακρίσεις. Φανταστείτε να απολάμβαναν κιόλας και ανάλογη γενναιοδωρία μ’ αυτή που απολαμβάνουν οι b movie δράσης που προσέλκυσε μέχρι τώρα το περιλάλητο Σχέδιο.
 
Φιλgood, τεύχος 251