Τα «Ελεύθερα», τιμώντας τη μνήμη του λογοτέχνη και μελετητή, Λεύκιου Ζαφειρίου, φέρνουν στο φως αδημοσίευτο κομμάτι της συνέντευξης που είχε παραχωρήσει πριν από τρία χρόνια στον «Φιλελεύθερο», καθώς και φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό του αρχείο, το οποίο πρώτη φορά κοινοποιείται.

 

Τον Λεύκιο τον γνώριζα από τότε που ήμουν παιδί – για πολλά χρόνια έμενε στο κάτω διαμέρισμα της πολυκατοικίας όπου είναι το πατρικό μου σπίτι· «δίπλα που το γεφύριν του Πιθκιά», όπως έλεγε. Θυμάμαι τη μεγάλη του βιβλιοθήκη στο (υποτυπώδες) σαλόνι απ’ όπου διαπερνούσες μέσα από στοίβες χειρόγραφα και συγγράμματα που βρίσκονταν στο παρκέ μέχρι να καθίσεις, τα βιβλία που μου έκανε δώρο, τη βοήθειά του στα μαθήματά μου όποτε επέστρεφα από το δημοτικό σχολείο και κατέβαινα για λίγο στο διαμέρισμά του για να διαβάσω τη «Γλώσσα μου» όσο οι γονείς μου ήταν ακόμη στις δουλειές τους· τους «Συμμορίτες» του τους είχα διαβάσει ήδη σε ηλικία δώδεκα ετών, αλλά, από μία ενστικτώδη διακριτικότητα, δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ για την αλήθεια της τραγικότητάς τους – γι’ αυτήν θα μιλούσαμε τριάντα χρόνια μετά, πρώτη φορά, με αφορμή την πιο προσωπική του (όπως έλεγε ο ίδιος) συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στον «Φιλελεύθερο», τον Ιούνιο του 2019. Αυτά, ωστόσο, δεν θα κοινοποιούνταν δημόσια, τα κρατήσαμε off the record· αν και η παιδική του ηλικία ήταν εκείνη που τον διαμόρφωσε απολύτως και σαρωτικά. Από εκείνη την μοναδική μας συνέντευξή μας με τον Λεύκιο, δημοσιεύουμε σήμερα, μία βδομάδα μετά το θάνατό του, όσα δεν είχαν δημοσιευτεί τότε από την κουβέντα μας (λόγω των στενών πλαισίων έκτασης μιας συνέντευξης), καθώς και μέρος των φωτογραφιών που μου είχε παραχωρήσει, ως δώρο, με πολλή αγάπη και εμπιστοσύνη, τις οποίες κρατήσαμε για να δημοσιοποιήσουμε, όπως είχαμε πει, πρώτη φορά, ως κομμάτι του αρχείου του, «κάποια στιγμή στο μέλλον, στην επόμενή μας κουβέντα…».  

«…η ομορφιά βρίσκεται και στο σκοτάδι

αναζητώντας διέξοδο»,

Απομαγνητοφώνηση», σελ. 22).

Σας ήταν πάντα εύκολο το να αναγνωρίσετε την ομορφιά απ’ το σκοτάδι;

Συνυπάρχουν η ομορφιά με το σκοτάδι. Ωστόσο, υπάρχουν και μεταλλαγές – πολλές φορές, το πρόσωπο γίνεται προσωπείο. 

 

  

Τι είναι η ομορφιά, κύριε Ζαφειρίου;
Ομορφιά είναι το μυρμήγκι που σκαρφαλώνει στον κορμό ενός δέντρου. Ομορφιά είναι τα πούλια που κελαηδούν τα πρωινά στην πίσω αυλή, εδώ, σ’ αυτό το διαμέρισμα που μένω. Ομορφιά είναι το βλέμμα μιας γυναίκας. Που μπορεί να είναι και θλιμμένο. Είναι το χαμόγελο ενός παιδιού, και πολλά άλλα.

Ακόμη και στο θλιμμένο βλέμμα υπάρχει ομορφιά;
Κυρίως σ’ αυτό! Δεν είναι λίγοι οι πίνακες ζωγράφων -όχι τυχαίων- που το επιβεβαιώνουν. Ας μην απελπιζόμαστε με όλη αυτή τη διαφθορά στον τόπο μας που, δυστυχώς, έχει διαπεράσει τον κοινωνικό ιστό. Ας μάθουμε π.χ. τους νέους να βλέπουν θετικά, χωρίς μίσος, τους ξένους-μετανάστες στη μικρή πατρίδα μας.

«Φεύγω

και χάνομαι στους δαιδαλώδεις δρόμους

της ζωής,

σκοντάφτω πάνω

στις πέτρινες καρδιές

των ανθρώπων

κι ύστερα σε σένα

πάλι ξαναγυρνώ

ω, ποίηση».

Ποιήματα Β’», σελ. 71)

 

Συναντήσατε πολλές τέτοιες «πέτρινες» καρδιές στη ζωή σας;
Συνάντησα τέτοιους ανθρώπους, σκληρούς και άγαρμπους. Δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων…

Εσείς, πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με την ποίηση;
Τις πρώτες ποιητικές προσπάθειες τις έγραψα όταν ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο, στη Λάρνακα, και δημοσιεύτηκαν, κυρίως, σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 1968, μετά τη στρατιωτική μου θητεία, πήγα στην Αθήνα για να σπουδάσω. Την περίοδο αυτή γνώρισα τους ποιητές Λευτέρη Πούλιο και  Γιώργο Μαρκόπουλο -άνθρωποι πολύ σημαντικοί στην μετέπειτα ζωή μου, μέχρι και σήμερα-, και τον Δημήτρη Παπαχρήστο. Αργότερα, τον Αλέξη Ζήρα και τον Κωστή Λιόντη. Τα πρώτα μου ποιήματα εκδόθηκαν στον «Κούρο», του Λεωνίδα Χριστάκη, το 1975, στην Αθήνα, με ένα σημείωμα του Σάββα Παύλου. Η δεύτερή μου ποιητική συλλογή, «Σχεδόν μηδίζοντες», κυκλοφόρησε το 1977, από τα «Τετράδια του Ρήγα», του Μεσεβρινού (σ.σ. Αντώνη Μυστακίδη) – ποιήματα που είχαν γραφτεί όσο ζούσα στην Αθήνα αλλά και στη Λευκωσία, μετά την τραγωδία με το χουντικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, με πολλές αναφορές στην Κύπρο. Ακολούθησαν οι ποιητικές μου συλλογές «Απομαγνητοφώνηση» (1978), «Ο μιγάδας άγγελος» (1980) και «Η θλίψη του απογεύματος» (2007). Τα τελευταία χρόνια έχω γράψει πολύ λίγα, συνολικά τρία ποιήματα, δημοσιευμένα στο περιοδικό «Νέα Ευθύνη». Και τα οποία, προσωπικά, μου αρέσουν για συγκεκριμένους λόγους. Τα δύο είναι για τον Διονύσιο Σολωμό, και αφιερωμένα στον Στυλιανό Αλεξίου και στον Χρήστο Παπουτσάκη, στους οποίους οφείλω το γεγονός ότι τα έγραψα. Το τρίτο, με τον τίτλο «Ο Σολωμός Σολωμού στη μνήμη μιας γυναίκας», αν και αντλεί άμεσα από την ποίηση του Σολωμού και του Κάλβου, αναπλάθει την αφήγηση της κυρίας Όλγας για τη δολοφονία του Σολωμού Σολωμού, τον Αύγουστο του 1996. Την γνώρισα στους Αγίους Σαράντα. Υπάρχει ακόμη ένα ποίημα, για τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Ξέρετε, είμαι ολιγογράφος σ’ αυτό τον τομέα…Μία εσωτερική αναζήτηση θα έλεγα πως με οδήγησε σε μία εσωτερική ποιητική καταγραφή στο παρελθόν.

Σας αρέσει που σας αποκαλούν ακόμη κάποιοι, τότε μαθητές σας, «δάσκαλο»;
Αυτά είναι σχέσεις ανθρώπινες. Χαίρομαι, όμως, που δημιούργησα τέτοιες σχέσεις. Χαίρομαι που μου λένε «Κύριε Λεύκιε, είμαι εγώ που τότε….». Μερικοί, σε λίγα χρόνια, θα είναι παππούδες (χαμογελάει). 

 

Πώς είναι, αλήθεια, η αίσθηση τού να βρίσκετε ένα ποίημα του Ανδρέα Κάλβου, 150 σχεδόν χρόνια μετά το θάνατό του, να το δημοσιεύετε, ακριβώς όπως είχε τυπωθεί τότε – κάτι μάλιστα για το οποίο βραβευτήκατε από την Ακαδημία Αθηνών, το 2006;
Είχα, από την αρχή, επίγνωση ότι είναι κάτι σημαντικό το έργο μου «Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου» – για τις Καλβικές σπουδές, για την ποίηση του Ανδρέα Κάλβου γενικότερα, αφού υπάρχουν σ’ αυτό σημαντικές επιστολές από την αλληλογραφία του ποιητή, αναλυτική η εργογραφία του, καταγραφή των σωζόμενων χειρογράφων του κ.λπ. Υπάρχει, επίσης, σ’ αυτό καταγεγραμμένο και όλο το ιστορικό της ανεύρεσης του σπάνιου αυτού ποιήματος…

Ελεύθερα, 27.2.2022.