Στις 10 Ιουνίου 323 π.Χ. πέθανε στη Βαβυλώνα ο μεγάλος στρατηλάτης, ο Μέγας Αλέξανδρος σε ηλικία μόλις 33 ετών. Γεννήθηκε στην Πέλλα (22/7/356 π.Χ.) με γονείς το βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας και την πριγκίπισσα Ολυμπιάδα της Ηπείρου. Ο Αλέξανδρος, συνέχισε το έργο του πατέρα του και του παππού του, Αμύντα Γ’, ικανών στρατηγών, πολιτικών και διπλωματών. Ο Αριστοτέλης (που είχε δάσκαλο τον Πλάτωνα και αυτός είχε δάσκαλο το Σωκράτη — τυχαίο;) ανέλαβε, κατόπιν εντολής του Φιλίππου, τη διδασκαλία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (343 π.Χ.) που έγινε ηγεμόνας της Πανελλήνιας Συμμαχίας κατά της Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας.

Ο Αλέξανδρος παραμένει μέχρι σήμερα ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς στην ιστορία. Σε περίοδο 13 ετών της βασιλείας του (336 – 323 π.Χ.) κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου (Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο κ.ά.), μια έκταση που υπολογίζεται σε 5.200.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και περιλάμβανε 26 σημερινές χώρες. Έφτασε αήττητος μέχρι την Ινδία.

Ο Αλέξανδρος, σε αντίθεση με τους σημερινούς στρατηγούς που δίνουν οδηγίες από τα μετόπισθεν, εκ του ασφαλούς, ορμούσε πάντα πρώτος στη μάχη εμψυχώνοντας τους Μακεδόνες του. Είχε κινδυνεύσει και είχε τραυματιστεί πολλές φορές αλλά πάντα ανάρρωνε γρήγορα. Στην επιστροφή προς την πατρίδα, στη Βαβυλώνα, τον ταλαιπωρούσε για 10 μέρες αρρώστια με ψηλό πυρετό (τύφος ή ελονοσία) που τον είχαν εξαντλήσει πάρα πολύ. Όλη η ένδοξη στρατιά του νεαρού Αλέξανδρου πέρασε συγκλονισμένη μπροστά από το κρεβάτι του αρχηγού τους αποχαιρετώντας τον. Δεν πίστευαν ότι ο ατρόμητος στρατηγός τους, που για χρόνια τους οδήγησε σε τόσες νίκες κειτόταν τώρα ετοιμοθάνατος. Προσπάθησε να απαντήσει στην ερώτηση «ποιός θα αναλάβει την αρχηγία τώρα;» το μόνο που πρόλαβε να πει ήταν «τω κρατίστω», δηλαδή «στον δυνατότερο» και ξεψύχησε. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το σώμα του καθαρίστηκε και τοποθετήθηκε σε ένα γυάλινο φέρετρο γεμάτο μέλι μέχρι να ετοιμαστεί η άμαξα, οπότε (321 π.Χ.) πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα για να ταφεί στη Μακεδονία.

Η πελώρια χρυσοστόλιστη άμαξα διακοσμημένη με πολύτιμα πετράδια, που χρειάστηκε δύο χρόνια να κατασκευαστεί, προχωρούσε αργά συρόμενη από 64 ζώα λάμποντας στον καλοκαιρινό ήλιο. Της πομπής προηγούνταν άλλοι που διόρθωναν το δρόμο ενώ το πολύτιμο περιεχόμενο συνόδευαν φρουροί και στρατιώτες. Το θέαμα ήταν φαντασμα-γορικό για την εποχή και απ’ όπου περνούσε ο κόσμος μαζευόταν να απολαύσει κάτι το μοναδικό. Η πομπή ξεκίνησε από τη Βαβυλώνα και κινήθηκε βόρεια, αρχικά κατά μήκος του ποταμού Ευφράτη, και μετά ανατολικά προς την αρχαία Περσική πόλη Ώπις και μετά κατά μήκος της ακτής στην Αλεξάνδρεια της Ισσού (σημερινό Iskenderun της Τουρκίας). Στο σημείο αυτό η πομπή ανακόπηκε (απήχθηκε) από ισχυρή στρατιωτική δύναμη που έστειλε ο Πτολεμαίος, που της άλλαξε πορεία και κινήθηκε νότια με κατεύθυνση τη Μέμφιδα.

Οι στρατηγοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Περδίκκας και Πτολεμαίος, διαφώνησαν για την κατεύθυνση της πομπής, ο μεν πρώτος επιδίωκε επαναπατρισμό της ενώ ο δεύτερος ο οποίος είχε αναλάβει τη διοίκηση της Αιγύπτου επιδίωκε μεταφορά στην Αίγυπτο ίσως γιατί ένας χρησμός έλεγε ότι η χώρα στην οποία θα έθαβαν τον Αλέξανδρο θα ήταν καλότυχη.

Ο Περδίκκας που βρισκόταν στην Βαβυλώνα, ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον του Πτολεμαίου επειδή ένιωσε προδομένος από την «απαγωγή», αλλά δεν έφτασε ποτέ αφού τον σκότωσαν στο δρόμο οι δωροδοκηθέντες δικοί του. Το σώμα του Αλέξανδρου τοποθετήθηκε πιθανόν σε ειδικό μαυσωλείο στην Αλεξάνδρεια, όπου εκεί τοποθετούνταν και οι νεκροί Πτολεμαίοι.

Πολλά άρθρα και πολλά βιβλία έχουν γραφτεί για τη ζωή και τα κατορθώματά του αλλά το μυστήριο του τάφου του παραμένει ακόμα άλυτο. Ανασκαφές που έγιναν στην Αλεξάνδρεια δεν είχαν αποτέλεσμα.

Το όνειρο κάθε αρχαιολόγου είναι να βρει τον τάφο ενός βασιλιά. Αναλογιστείτε τη ικανο-ποίηση και χαρά του Heinrich Schliemann όταν το 1876 βρήκε τον τάφο του Αγαμέμνονα, του Howard Carter όταν το 1922 ανακάλυψε τον τάφο του βασιλιά Τουταγχαμών, και του Μανώλη Ανδρόνικου όταν το 1977 βρήκε τον τάφο του Φίλιππου ΙΙ, πατέρα του Αλέξανδρου.

Πολλοί γνωστοί (William Shakespeare, Ναπολέων) και άγνωστοι διερωτήθηκαν πού βρίσκεται ο τάφος του Αλέξανδρου. Μόνο τον 20ον αιώνα έγιναν 150 επίσημες αρχαιολογικές ανασκαφές για το σκοπό αυτό. Η πιο πρόσφατη σχετική ανακοίνωση ήταν το 1995 όταν η αρχαιολόγος Λιάνα Σουβαλτζή και ο σύζυγός της ισχυρίστηκαν για δεύτερη φορά ότι βρήκαν τον τάφο στην όαση Σίουα, αλλά δεν έπεισαν.

Ο Αλέξανδρος και ο μύθος του παραμένουν ζωντανά 2500 χρόνια μετά. Αρκετές φυλές στα μέρη που πέρασε ο Αλέξανδρος περηφανεύονται ότι είναι απόγονοι στρατιωτών του Αλέξανδρου. Ο τάφος του αναζητείται μέχρι σήμερα και θα είναι μια από τις πιο συναρπαστικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις του αιώνα. Η ανθρωπότητα αναμένει με αγωνία.