Καθώς καθόμουν επί περίπου δύο ώρες στη δια ζώσης ανοικτή δημόσια διαβούλευση της περασμένης Τετάρτης για το Σχέδιο Θυμέλη, πέρασε από το μυαλό μου μια ιδέα. Σκέφτηκα μήπως είναι ώρα να κάνω στροφή στην καριέρα μου και ν’ αρχίσω να συμπληρώνω αιτήσεις και φόρμες για λογαριασμό θεατρικών φορέων. 

Γιατί όχι; Θα εξειδικευτώ, θα μελετήσω τα ψιλά και τα χοντρά γράμματα, τους όρους και τους περιορισμούς, τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις και θα προσφερθώ να απαλλάξω τους εμπλεκόμενους από όλο αυτό τον φόρτο και τη χαρτούρα, ώστε να μπορούν να αφιερωθούν απερίσπαστοι στην τέχνη τους. Αντικείμενο εργασίας υπάρχει και κατά τα φαινόμενα θα υπάρχει για καιρό. Ειδικά, για όσο καιρό το τοπίο τελεί ακόμη υπό διαμόρφωση και οι όροι αλλάζουν για να διατηρηθούν οι ισορροπίες. 

Για να είμαι ειλικρινής, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση πάντα κάποιοι θα είναι δυσαρεστημένοι από τα αποτελέσματα των επιχορηγήσεων, «θεατρική ειρήνη» δεν προβλέπεται να επέλθει ποτέ και κατά τα φαινόμενα οι διορθώσεις, αναθεωρήσεις και αναδιαμορφώσεις θα αποτελούν εσαεί τον κανόνα. Οι ανάγκες εξάλλου αλλάζουν, το θεατρικό τοπίο διαμορφώνεται, το ίδιο και οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις και οι τάσεις του κοινού. Είναι σίγουρα μια μπελαλίδικη δουλειά να φτιάχνεις αιτήσεις υπό αυτά τα δεδομένα, αλλά κανείς δεν είπε ότι είναι εύκολο. Αυτό που λέω είναι ότι υπάρχει –και θα υπάρχει- πολύ «ψωμί» στο πεδίο αυτό. 

Πέρα από τις προσωπικές φιλοδοξίες των εμπλεκόμενων, στο θεατρικό πεδίο υπάρχουν κοινά και συγκρουόμενα συμφέροντα και προβλέπεται ότι το ζητούμενο είναι η αναζήτηση συγκλίσεων με στόχο τη στήριξη του θεάτρου και των δημιουργών του και η βιωσιμότητα των φορέων και του χώρου. Πρόνοιες και όροι του Θυμέλη αλλάζουν, όχι όμως και η φιλοσοφία του Σχεδίου και ο ανταγωνιστικός του χαρακτήρας.

Αυτό που μοιάζει κάπως παράδοξο από πλευράς των παλιότερων, ιστορικών σχημάτων, αυτών που πλαισιώνουν την Ομοσπονδία Θεατρικών Φορεών, είναι ότι ομολογούν με τη στάση τους πως είναι τα πρώτα που δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό. Βεβαια, από την πλευρά τους θεωρούν αυτόν τον ανταγωνισμό αθέμιτο, επικαλούμενα τις ιδιαίτερες ανάγκες και έξοδα, αλλά και την εκπλήρωση των ρεπερτοριακών απαιτήσεων και του μακροχρόνιου οράματός τους για το θέατρο. Όποιο κι αν είναι αυτό.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, προσπαθώ να μπω στο μυαλό των εκπροσώπων τους και να κατανοήσω τους λόγους για τους οποίους μποϋκόταραν την κρίσιμη διαβούλευση. Το να ήταν απασχολημένοι μάλλον δεν στέκει ως αιτία. Ποια απασχόληση μπορεί να είναι πιο σημαντική από το οικονομικό μέλλον, τη βιωσιμότητά τους; Προφανώς, ήθελαν να στείλουν κάποιο μήνυμα.

Αλλά ποιο είναι αυτό; Ότι αποτελούν ξεχωριστή περίπτωση και δεν μπαίνουν στο ίδιο καζάνι με τους άλλους; Ότι δεν θέλουν ούτε να τους βλέπουν; Ότι δεν εμπιστεύονται το Υφυπουργείο ό,τι και να προτείνει; Ότι δεν αναγνωρίζουν κανένα σχέδιο επιχορηγήσεων; Ότι δεν πιστεύουν πως οι απόψεις τους υπάρχει πιθανότητα να ληφθούν υπόψη; Ότι δεν θέλουν να θεωρηθούν «συνένοχοι» στη διαμόρφωση ενός σχεδίου που εκ προοιμίου κρίνουν ως προβληματικό;

Η άλλη εξήγηση είναι ότι έχουν πάρει τις διαβεβαιώσεις που ήθελαν και δεν βρήκαν λόγο να παραστούν. Αυτό όμως μοιάζει με φανταστικό σενάριο. 

Όπως και να έχει, δεν είμαι σίγουρος ότι έχουν να κερδίσουν κάτι λάμποντας διά της απουσίας τους. Ιστορικά, ηθικά και θεσμικά τους πέφτει λόγος στη διαμόρφωση του σχεδίου, έχουν πρωταρχικό ρόλο να διαδραματίσουν στις ζυμώσεις. Ειδικά αν θεωρούν ότι δικαιωματικά τους ανήκει η μερίδα του λέοντος. Δεν «περισσεύουν» και δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί το μέλλον του κυπριακού θεάτρου χωρίς τους θιάσους αυτούς.

Αν παράλληλα αισθάνονται ότι είναι αρνητικό το κλίμα γι’ αυτούς μέσα στο υπόλοιπο πλαίσιο του ελεύθερου θεάτρου στην Κύπρο, είναι αυτοί που πρέπει να προσπαθήσουν να το αντιστρέψουν και να επαναδιεκδικήσουν τη θέση τους στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Με πείσματα και πολώσεις δουλειά δεν γίνεται. Στα δικά μου μάτια, το θεατρικό τοπίο δεν σηκώνει διαμελισμούς, δεν χωράει φατρίες. Το φλάμπουρο της αντιπαράθεσης, στο τέλος της ημέρας, είναι τους ίδιους που ζημιώνει. 

Από την άλλη, στο Υφυπουργείο, μπορεί να μη γυρίζει εύκολα η γλώσσα τους να παραδεχτούν ανοιχτά ότι έσφαλλαν στη διαχείριση των επιχορηγήσεων, αλλά με τις πράξεις τους το δείχνουν. Αυτό που μάλλον δυσκολεύονται να καταλάβουν είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί σαν ιμπρεσάριος κι ότι ο ρόλος του Υφυπουργείου είναι ακριβώς να χαράσσει πολιτικές και να βρίσκει λύσεις. Τα κυπριακά δεδομένα είναι συγκεκριμένα και δεν μπορούν να συγκριθούν με άλλων περιβαλλόντων.

Δεν κάνουν χάρη, ούτε προσφέρουν ελεημοσύνη στους δημιουργούς, αλλά δίνουν την ευκαιρία στην κυπριακή κοινωνία, στους φορολογούμενους πολίτες, να έρθουν σε επαφή με την πολιτιστική δημιουργία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, τι να κάνουμε; Είναι εξάλλου και μια επένδυση συμφέρουσα, με τεράστια προοπτική απόδοσης, από την οποία επωφελείται και το ίδιο το κράτος. 

Είναι όντως μια μεταβατική φάση αυτή που διάγουμε και υπάρχει επίγνωση γι’ αυτό από πλευράς της Πολιτείας. Όπως υπάρχει επίγνωση του γεγονότος ότι πρώτα από όλα χρειάζεται αύξηση του κονδυλίου για τις θεατρικές επιχορηγήσεις, όσο και για τον Πολιτισμό γενικότερα. Τουλάχιστον αυτή η κρίση να αποτελέσει ένα μάθημα και έναν παράγοντα πίεσης προς τα ανώτατα δώματα για να επιτευχθεί αυτή η αύξηση, γεγονός που θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα. 

Ελεύθερα, 17.3.2024