Κάτω από αγέρωχα κυπαρίσσια.
Που τόσα θα έχουνε ιδεί απ’ τα ύψη τους και για άλλα τόσα θα έχουνε, σίγουρα, θρηνήσει. Ίσως εκείνες τις στιγμές που εμείς θαρρούσαμε πως είναι η ορμή του ζηλόφθονου αγέρα που τα ανάγκαζε να σταματήσουν για λίγο να υψώνονται περήφανα προς τον ουρανό και να σκύψουν, λυγίζοντας τη λιγνή κορμοστασιά τους, προς τη γη που τα τρέφει. Απ’ την ίδια που πλάστηκε κι ο άνθρωπος. Καθορίζοντας, διά παντός, τη μοίρα του. «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ», είπε.
Μοιάζουν μ’ αυτά του ποιητή, πράα και μαύρα, του Κωστή Παλαμά κυπαρίσσια. Εκεί, στους πρόποδες του ψηλού βουνού, η κοψιά του οποίου είναι πιο τραχιά σ’ εκείνη την πλευρά, θα έλεγα πιο αγριευτική. Τι να το τρόμαξε, άραγε; Και στο βάθος η θάλασσα. Να απλώνεται ατέλειωτη. Ατέλειωτη και άπιαστη, πιασμένη από καιρό…
Περιπλανήθηκα ανάμεσά τους κάνα μισάωρο. Μια ζεστή, ανοιξιάτικη μέρα που βάδιζε, συνεπέστατη, προς το δειλινό. «Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύει», θα έλεγε ο Καρυωτάκης.
Κοντοστάθηκα μπροστά απ’ τον καθένα για μερικά δευτερόλεπτα. Αρχικά, σε όσων η ηλικία μού τράβηξε την προσοχή. Νέοι άνθρωποι και παιδιά, πολλοί από αυτούς. Δεκατριών, δεκάξι, δεκαοκτώ, δεκαεννιά, είκοσι δύο, η Αθηνούλα μόλις στα 7 της… Κατόπιν, όπου το βλέμμα μου έπεφτε σ’ ένα ασυνήθιστο όνομα. «Νιμφοδώρα»! Μα στο τέλος, πως αγένεια θα ήταν, έτσι το αισθάνθηκα, να φύγω χωρίς κάποιους αποχωρήσαντες από καιρό να χαιρετίσω. Πόσοι θα ήταν άλλωστε, ούτε καν που πλησίαζαν τους 100, οι συναθροισθέντες σ’ εκείνο τον χώρο, στη σκιά του βουνού.
Θα με στοίχειωναν, είμαι σίγουρος, οι στίχοι εκείνοι, οι βαθιά αληθινοί και τόσο συγκλονιστικοί, του Λιπέρτη, που με συγκινούν:
Βούττημαν ἣλιου τζι ὑστερις, τέλεια πὢν νά σιγράσει
Τζ’αί πὢν ν’ ἀδκειάσουν τά στενά
πὢν ἒσ’ει πλάσμαν νά περνᾶ
Γιά νά σέ ξιφαράση,
Ἒλα τζ’αί ‘σοῦ στό μνῆμαν μου τζ’αί μές τόν μπότην ἂψε
Ἁϊταφίτικον τζ’ερίν
Κάπνισε, κόρη, νακκουρίν
Νομάτισ’ με τζ’αί κλάψε.
Για μερικά δευτερόλεπτα, λοιπόν, κοντοστάθηκα μπροστά από τον καθένα τους, ψηλαφώντας το ξεθωριασμένο όνομά τους με τα δάκτυλά μου – απαλά, μην διαταράξω, ξένος άνθρωπος, τη γαλήνη τους- ή σαν φευγαλέο χάδι περνώντας τα πάνω από τη φωτογραφία τους. Όσων είχαν.
Κίνησα να φύγω και την μαύρη καγκελόπορτα να διαβώ… Αυθόρμητα μου ’ρθε στα χείλη, σαν ένα τρισάγιο που δεν έγινε καιρό… Και ψέλλισα χαμηλόφωνα: «Αιωνία σας η μνήμη, αδελφοί ημών…».