Η φαεινή ιδέα να εκδοθεί το βιβλίο Στες πέτρες, που πλήρωσε το υφυπουργείο Πολιτισμού και πήγε στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, είναι γραμμένο «στα ελληνοκυπριακά τζαι στα τουρκοκυπριακά τζαι όι στην κοινή ελληνική ή τουρκική» (έτσι τα γράφουν στο βιβλίο!). Κι αυτό, όπως εξηγούν, «έγινε για να γυρίσει η συζήτηση πίσω στη γλώσσα των κοινοτήτων».
Είναι κι αυτό μια μεγάλη απάτη, όμως. Αυτό το «να γυρίσει η συζήτηση» είναι μια φτηνή δικαιολογία για να πολιτικοποιήσουν την τέχνη, και να προπαγανδίσουν αυτό που πραγματικά ήθελαν να εκφράσουν, την πολιτική του εθνομηδενισμού και της νεοκυπριακής συνείδησης. Ή, μάλλον, της νεοκυπριακής ασυναρτησίας. Διότι τα τελευταία χρόνια η κατάχρηση της κυπριακής διαλέκτου, ιδίως στον γραπτό λόγο, είναι πολιτική πράξη. Δεν θα μπορούσα να τα εξηγήσω καλύτερα από όσα εξήγησεσε ανύποπτο χρόνο, πριν ξεσπάσει ο σάλος με τες πέτρες, ένας φίλος εκπαιδευτικός, ο Μαρίνος Κωνσταντίνου. Είναι ακριβέστατος και βάζει τα πράματα στη θέση τους αριστοτεχνικά. Δημοσιεύω εδώ το κείμενό του και το προσυπογράφω:
Η κυπριακή διάλεκτος δεν είναι ιδίωμα ξένο προς την ελληνική γλώσσα, αλλά αναπόσπαστο μέλος της ελληνόγλωσσης παράδοσης, με ρίζες στην Αρχαία και Μεσαιωνική Ελληνική. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα φαινόμενο που προβληματίζει: η επιλεκτική, σχεδόν επιδεικτική χρήση της κυπριακής διαλέκτου στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα από πρόσωπα που επιθυμούν να παρουσιαστούν ως «ριζοσπαστικά», «προοδευτικά» ή «εναλλακτικά».
Η χρήση της διαλέκτου δεν προκύπτει από γλωσσική αφομοίωση ή αυθεντική εκφραστική ανάγκη, αλλά ως συνειδητό σήμα πολιτικής διαφοροποίησης, ακόμη και αποστασιοποίησης από την ελληνική πολιτισμική ταυτότητα. Η κυπριακή, σ’ αυτό το πλαίσιο, μετατρέπεται όχι σε έκφραση τοπικότητας εντός του Ελληνισμού, αλλά σε σύμβολο αποκοπής. Χρησιμοποιείται, συχνά με δυσανάλογο στόμφο ή σε ακατάλληλα συμφραζόμενα (όπως επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα), για να υπονοήσει την «κυπριακή ιδιαιτερότητα» ως κάτι αντίθετο και ανεξάρτητο από τον ελληνικό κορμό. Συχνά συνοδεύεται από μια υποτιθέμενη «απελευθερωτική» ατζέντα που απορρίπτει το εθνικό αφήγημα ως «παρωχημένο», τον ελληνισμό ως «κατασκευή» και κάθε πολιτισμική συνέχεια ως δήθεν «καταπίεση».
Το πρόβλημα εδώ δεν είναι η διάλεκτος – είναι η εργαλειοποίησή της. Όταν η γλώσσα παύει να είναι φορέας πολιτισμού και γίνεται όπλο ταυτότητας ή πρόκλησης, τότε η συζήτηση μετατοπίζεται από το γλωσσικό στο ιδεολογικό. Και όταν αυτό γίνεται με επιδεικτική πρόθεση ένταξης σε μια «woke» ταυτότητα, η οποία επιλέγει ό,τι τοπικό υπάρχει μόνο για να αποδομήσει ό,τι ενιαίο υπήρχε, τότε δικαιολογημένα προκαλεί αντίδραση.
Η κυπριακή διάλεκτος είναι πολύτιμη ως λαϊκή έκφραση του Ελληνισμού στην Κύπρο. Δεν χρειάζεται να επιφορτιστεί με ρόλο πολιτικού εργαλείου ή πολιτισμικού ανταγωνιστή. Μπορεί να επιβιώσει και να τιμηθεί χωρίς να χρησιμοποιείται ως σύμβολο ιδεολογικής υπεροχής ή ρήξης.
Όσοι τιμούν την κυπριακή, οφείλουν να τη μεταχειρίζονται με ειλικρίνεια, όχι με προσποίηση. Γιατί αλλιώς, δεν υπερασπίζονται τη γλώσσα — υπερασπίζονται έναν ρόλο.
Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΩΔΟΥΣ
Ένας άλλος φίλος, ακαδημαϊκός, ο Κώστας Γουλιάμος, έγραψε επίσης ένα εξαιρετικό κείμενο, που εξηγεί με μοναδική επιστημονική μαεστρία πως το φαινόμενο δεν είναι τυχαίο αλλά μέρος του σχεδίου της νέας τάξης πραγμάτων. Τουλάχιστον, τον Κώστα, ενεργό στέλεχος του ΚΚΕ και υποψήφιο βουλευτή του, ας μην τολμήσουν να τον πουν κι αυτόν «ακροδεξιό» και «εθνικιστή», όπως βαφτίζουν όποιον διαφωνεί μαζί τους. Ιδού:
Η γλώσσα του κυρίαρχου/ηγεμονικού λόγου έχει εισβάλει στο φαντασιακό μας. Λέξεις και όροι -λογουχάρη εισβολή, κατοχή, εποικισμός και τόσες άλλες- λειτουργούν απειλητικά καθώς δημιουργούν συναισθήματα αποστροφής και αβεβαιότητας. Πρέπει επομένως να αφαιρεθούν, να εξοστρακισθούν συστημικά και συστηματικά από το λεξιλόγιό μας.
Τέλος πάντων, με την ανοχή και χρηματοδότηση από θεσμικά όργανα του κράτους (εν προκειμένω, υφυπουργείο Πολιτισμού), επικυρώνεται ο εξοστρακισμός, διαγράφεται ή/και στρεβλώνεται η ιστορία. Έτσι εξηγείται (μεταξύ άλλων) η μετατροπή της εισβολής σε “πολεμική σύγκρουση” στο βιβλίο που χορήγησε το υφυπουργείο Πολιτισμού της Κύπρου. Ταυτόχρονα στο πόνημα διαβάζουμε περί ύπαρξης και λειτουργίας “των θκυο κρατικών μηχανισμών ξεχωριστά”.
Φαίνεται επομένως εκ των πραγμάτων πως έχουμε για τα καλά αποδεχθεί ανά περίοδο και κατά περίπτωση το απεχθές πρόσωπο του θύτη/δυνάστη -εισβολέα, αποικιοκράτη, ιμπεριαλι(η)στή- νομιμοποιώντας το μεθοδευμένα ηγεμονικό του αφήγημα. Με άλλα λόγια, φυσικοποιούμε ή, άλλως, κανονικοποιούμε το τερατώδες. Το τραγελαφικό ή/και πολιτικά οξύμωρο είναι πως μέσα από ένα φονταμενταλισμό πολιτικής ορθότητας, αποδίδουμε “προοδευτικό” περιεχόμενο και νόημα στο ειδεχθές σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Γενικά, όλο αυτό το σύστημα σχημάτων αντίληψης, σκέψης και δράσης -το habitus στη θεωρία του Bourdieu- αποτελεί τη γενεσιουργό αρχή μιας αλλοτριωμένης-πραγμοποιημένης στάσης και συμπεριφοράς. Έτσι η κανονικοποίηση του τερατώδους αποκτά ιδιότητα “κοινής λογικής”. Εν συνεχεία, η “κοινή λογική” εξαπλώνεται στην κοινωνία, αποκτώντας ιδιότητα θεσμικής θέσης. Εξού και επιβραβεύονται ή/και επιχορηγούνται έργα “κοινής λογικής”. Και μάλιστα την ώρα και την περίοδο που η EE εντάσσει την Τουρκία στην άμυνά της, παραβλέποντας την κατοχή και τις διχοτομικές της αξιώσεις στην Κύπρο. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω κανονικοποίηση του τερατώδους είναι μέρος “του σχεδίου της νέας τάξης πραγμάτων, είναι εν μέρει ένα γλωσσικό σχέδιο”, κατά τον N. Fairclough.
Αιώνες πριν από τον Άγγλο γλωσσολόγο, ο Θουκυδίδης στην “Ιστορία” (Βιβλίο Γ`) σημείωνε: «Και νόμισαν πως είχαν το δικαίωμα ν’ αλλάξουν και τη συνηθισμένη ανταπόκριση των λέξεων προς τα πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους».
Τελικά, η αποενοχοποίηση του κατακτητή, του εισβολέα, του αποικιοκράτη και του ιμπεριαλι(η)στή περνά μέσα από την κακοποίηση της γλώσσας και των λέξεων. Αλήθεια, ποιος ξεχνά το κεφάλαιο “περι κακοποίησης των λέξεων” και πρακτικές “ηθελημένης συσκότισης” του Τζον Λοκ στο μνημειώδες Δοκίμιο του για την ανθρώπινη νόηση;
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Πώς θα πούμε άραγε στα κυπριακά το: Προς τουρκοκρατούμενη περιοχή. Δύσκολο. Ας το καταργήσουμε. Να λέμε: Ροθέσια των θκυο πλευρών.