Αξημέρωτα άφηνε το σπίτι, με το τάπερ και το θερμός γεμάτο καφέ που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του. Πήγαινε στα κεντρικά «με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά», διέσχιζε τις άδειες λεωφόρους της Αθήνας μέχρι να φτάσει στις αποθήκες-ψυγεία όπου φορτωνόταν η νταλίκα του με πορτοκάλια, φρούτα και ζαρζαβατικά. Μέχρι να μπει στην εθνική οδό, άρχιζε ήδη να χαράζει.
Όλα αυτά τα χρόνια στο τιμόνι είδε όλες τις εκφάνσεις της ανατολής και της δύσης του ήλιου. Πότε να ξεπροβάλλει πίσω από σύννεφα, πότε από βουνά, δρυμούς ή τη θάλασσα. Επιστρέφοντας το βράδυ, πόσο του άρεσε το σούρουπο την ώρα που έβλεπε τα χωριουδάκια και τις πόλεις να φωτίζονται και τα φώτα τους να τρεμοσβήνουν σαν πυγολαμπίδες. Τα καλοκαίρια από την άλλη ένας ήλιος εκτυφλωτικός και αμείλικτος έσβηνε πόλεις και βουνά, εξουδετερώνοντάς τα μέσα από το κάθετο φως που καταργεί τα σχήματα και όλα χάνονται σε μια θολούρα.
Το φθινόπωρο κάτω από τον καθάριο ουρανό που αφήνει να φανούν ατόφια τα χρώματα και τα πάντα παίρνουν τις κανονικές τους φόρμες, τα τοπία και οι διαδρομές στα βόρεια της χώρας μεταλλάσσονταν σε μια πανδαισία κόκκινων και καφέ φύλλων. Τον χειμώνα έκανε τις ίδιες διαδρομές με τα δέντρα γυμνά, μέσα στην ομίχλη και τη βροχή. Ο δρόμος πάγωνε και κάποιες φορές έπρεπε να διανυκτερεύσει κάπου στην εθνική ως το επόμενο πρωί.
Έπινε ζεστό καφέ, έβαζε το ραδιόφωνο, ακούγοντας τις πρωινές εκπομπές με ειδήσεις, πολιτικές και άλλες συζητήσεις, με ενδιάμεσα τραγούδια και διαφημίσεις, αλλάζοντας κανάλια και ανάβοντας αμέτρητα τσιγάρα. Δεν είχε ακόμη εφευρεθεί το κινητό τηλέφωνο κι έτσι ταξίδευε με τις δικές του σκέψεις και αναμνήσεις. Έκανε λογαριασμούς πώς θα βγάλουν τον μήνα φυλάγοντας και κάποια χρήματα για τις σπουδές των παιδιών.
Κι ύστερα ερχόταν όπως πάντα η άνοιξη. Άνοιγε και μεγάλωνε η μέρα και μαζί η ψυχή του. Διαδρομές ανάμεσα σε ολάνθιστα λιβάδια και ροζ βερικοκιές και αχλαδιές. Τα καλοκαίρια έπαιρνε κάποιες φορές και τον μεγάλο του γιο, τον έφηβο τότε Νικόλα, έτσι για να κάνουν παρέα, να δει κι αυτός άλλους τόπους και πόσο μεγάλη είναι η Ελλάδα. Διανυκτέρευαν μάλιστα κάποιες φορές στη νταλίκα ώστε να επισκεφτούν τη Σαλονίκη, την Ξάνθη ή την Ορεστιάδα. Έφταναν σε Βαλκανικές χώρες, φόρτωμα-ξεφόρτωμα, ξανά πίσω έπειτα από ώρες κουβέντας και οδηγήματος.
Ήταν οι μόνες μέρες τον χρόνο που βρίσκονταν και κάθονταν πλάι-πλάι αφού αυτός έλειπε συνεχώς στο τιμόνι για το μεροκάματο. Εκείνο το ζεστό καλοκαίρι ενώ επέστρεφαν από Θεσσαλονίκη και η άσφαλτος έκαιγε, έσκασε ένα λάστιχο οπότε και σταμάτησαν για να τοποθετήσει ο πατέρας τα σήματα ασφαλείας, όταν ένας μεθυσμένος οδηγός τον εκτίναξε στην άσφαλτο, μπροστά στα μάτια του παιδιού του, όπου βρήκε ακαριαίο θάνατο.
Ο γιος του δεν σπούδασε ψυχολογία όπως επιθυμούσε ο ίδιος και ο πατέρας του αλλά μπήκε κι αυτός από νωρίς στη βιοπάλη, για να βοηθήσει την οικογένειά του. Ακολούθησε μοιραία το επάγγελμα του πατέρα του, ίσως για ν’ απαλλαγεί από τους φόβους του και να ξορκίσει τον εφιάλτη που είχε ζήσει. Με το κινητό του τηλέφωνο έβαζε τις μουσικές που του άρεσαν, επικοινωνούσε με τη μητέρα και τα αδέλφια του ενώ ταξίδευε και δεν ήταν πια μόνος, όπως ο πατέρας του, τότε που έκανε τα αντίστοιχα δρομολόγια.
Σταματούσε στην πορεία σ’ ένα βενζινάδικο να ξεμουδιάσει, να ξεκουραστεί και να καλαμπουρίσει για λίγο με άλλους συναδέλφους παρέα με ένα ελληνικό καφέ. Οι διαδρομές του, Ήπειρο και Βαλκάνια σαν ταινίες road movies, ή και αυτές του Αγγελόπουλου με τοπία στην ομίχλη, παρακμιακά νυχτερινά κέντρα, όπου τραγουδούν νεαρά κορίτσια ή μεσήλικες γυναίκες, ντυμένες με αποκαλυπτικά φουστάνια με στρασάκια και ξανθά μαλλιά που ενίοτε πουλούν το κορμί τους στους περαστικούς νταλικέρηδες.
Τον έθλιβε αυτό το σκηνικό. Με τον γάμο του και τη γέννηση της δεύτερης του κόρης άφησε το φορτηγό για να βολευτεί στο τιμόνι ενός ταξί. Από τη μοναξιά των εθνικών οδών και των αυτοκινητοδρόμων βρέθηκε να κάνει κούρσες και νυχτερινές βάρδιες στη μητρόπολη του Νότου, ακούγοντας χιλιάδες μικρές και μεγάλες ιστορίες από τους επιβάτες του, βιαστικούς επιχειρηματίες, αργόσχολες κυρίες που πηγαίνουν για ψώνια, ξένους τουρίστες, Κύπριους που έρχονται στην Αθήνα για να πάνε μπουζούκια, ερωτευμένα ζευγάρια ή άλλα ηλικιωμένα που δεν σταματούν να γκρινιάζουν και να τσακώνονται μεταξύ τους. Τις νύχτες παραλαμβάνει κόσμο από θέατρα, ακούει τις κριτικές των παραστάσεων, παίρνει και μαζεύει κόσμο σε ταβέρνες και νυχτερινά κέντρα, πατώντας γκάζι στη Συγγρού και στη λεωφόρο Ποσειδώνος.
Όλη η Αθήνα παρελαύνει από το ταξί του, με τις χαρές, τις λύπες της και τις εξομολογήσεις της. Πλέον εκτός από το επάγγελμα του οδηγού, εκτελεί και το λειτούργημα του ψυχαναλυτή, ακούει και συμβουλεύει τους επιβάτες, κάποιοι από τους οποίους φτάνουν ξαλαφρωμένοι στον προορισμό τους, αφήνοντάς του μάλιστα ένα καλό φιλοδώρημα για να τον ευχαριστήσουν.
Φωτογραφία: Έργο Andy Warhol
dena.toumazi@gmail.com