Πρόσφυγες. Εάν ρωτήσεις σήμερα τι σημαίνει η λέξη, θα σου πουν για τη Συρία, το Ιράκ, ίσως να καμιά αφρικανική χώρα. Εάν πάλι αποτολμήσεις να τους μιλήσεις για τους πρόσφυγες της Κύπρου, στην καλύτερη των περιπτώσεων να σε κοιτάξουν με απορία, ή να σου ρίξουν κανένα «γιατί έχει Κύπριους πρόσφυγες;», ενώ υπάρχει και ο κίνδυνος να σε χαρακτηρίσουν και ακραίο εάν πεις ότι η καταγωγή σου είναι από κάποιο κατεχόμενο τμήμα του νησιού και θα αρχίσουν τα γνωστά ότι όλοι υπέφεραν μπλα-μπλα-μπλα.

Κι όμως, υπάρχουν και οι Κύπριοι πρόσφυγες, έστω κι αν κανένας σήμερα (στο πλαίσιο του εξευρωπαϊσμού μας) δεν θέλει να τους αναφέρει. Η ανθρώπινη θέληση για επιβίωση και ανάπτυξη μπορεί να άλλαξε την όψη ολόκληρων πόλεων, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να νοείτε πρόσφυγας. Η διεύθυνση μπορεί να άλλαξε από «προσφυγικός συνοικισμός, αριθμός 101» και να μπήκε οδός ή λεωφόρος, αλλά δεν άλλαξε το σπίτι, δεν έσβησε η ιστορία του συνοικισμού ή της αυτοστέγασης.

Μικρά χωριά μετατράπηκαν σε μικρές πόλεις γιατί από τη μια μέρα στην άλλη κτίστηκαν οικισμοί, συνοικισμοί και αυτοστεγάσης για να φτιάξουν ξανά τη ζωή τους όλες εκείνες οι χιλιάδες ανθρώπων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Δεν έφυγαν με τη θέλησή τους, δεν έφυγαν γιατί βρήκαν αλλού δουλειά. Αναγκάστηκαν να φύγουν, εκδιώχθησαν δια της βίας. Και όσοι δεν πρόλαβαν, είτε σκοτώθηκαν είτε αγνοούνται.

Να πάνε όμως ένα γύρο στους συνοικισμούς και στις αυτοστεγάσεις και θα βρουν ζώντες για να τους εξιστορίσουν πως ζούσαν προ του 1974 και τι βίωσαν μέχρι να είναι εκεί που βρίσκονται σήμερα. Ας ξεκινήσουν από ένα από ερώτημα… «από που είσαι;», και τότε θα ακούσουν για πόλεις γνωστές αλλά και για δεκάδες χωριά που τους είναι άγνωστα. Κανένας δεν θα σου πει ότι είναι απ’ εκεί στον τόπο που τον συνάντησες. Εκεί βρίσκεται και το σπίτι του, αυτό που έκτισε μετά είναι κάτι το προσωρινό, δεν είναι το σπίτι του, όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται.

Κανένας πρόσφυγας που έζησε τραγικά γεγονότα δεν θα θεωρήσει τον τόπο όπου βρέθηκε και διαμένει ως τον τόπο καταγωγής και το σπίτι του δεν είναι αυτό που σήμερα διαμένει αλλά αυτό που εγκατέλειψε. Κανένας που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του με βίαιο τρόπο δεν σταματά να θεωρεί εκείνον ως τον τόπο του.

Μπορεί να μην μπήκαμε σε βάρκες για να γλυτώσουμε, μπορεί να μην μας έπαιξαν, ξανά και ξανά οι ειδήσεις και να μην έγιναν μεγάλες διαδηλώσεις για χάρη μας, κι όμως δεν σηκωθήκαμε και φύγαμε γιατί αποφάσισε ο πατέρας και η μητέρα να αφήσουν τη Λύση, την Κοντέα, το Πραστειό, την Βατυλή, τα Λιμνιά, τον Άγιο Σέργη, το Λευκόνοικο για να βρεθούν μαζικά όλοι αυτοί στη Δρομολαξιά (ένα χωριό 500 κατοίκων) για την αναπτύξουν. Θα μπορούσε να γίνει κι αυτό εάν εκεί κοντά είχε πετρελαιοπηγές ή κοιτάσματα χρυσού. Αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε. Χωράφια και άγονες εκτάσεις είχε και εκεί άρχισαν να ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους, κάποιοι αφεντάδες στα μέρη τους τώρα εργάτες για το μεροκάματο.

Θυμάμαι τον φίλο τον Λευτέρη να προσπαθεί από το βήμα του ευρωκονοινοβουλίου να μιλά τους πρόσφυγες της Κύπρου και κάποιοι να το κοιτάζουν παράξενα. Αλλά ο Λευτέρης αναφερόταν στη δική του ιστορία, καθώς είναι κι αυτός ένα παιδί της προσφυγιάς που αναγκάστηκε να μεγαλώσει σε ένα άλλο μέρος απ’ εκείνο που γεννήθηκε. Το ότι μεγάλωσε, έγινε πολιτικός, έγινε ό,τι έγινε, αυτό δεν του επιβάλλει σιωπή.

Το ότι η δική μου γενιά σήμερα, 51 χρόνια από εκείνο τον 15αύγουστο, έχει προχωρήσει και έχει δημιουργήσει ουκ ολίγα (έκαστος στον δικό του τομέα) αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ τα όσα έζησε εκείνη την περίοδο. Δεν θα σταματήσει ποτέ να θυμάται που ήταν στις 15 Αυγούστου του 1974. Δεν θα πάψει ποτέ να δηλώνει ως τόπο καταγωγής μια πόλη και μια κοινότητα στην άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος. Θα επιμένει να είναι πρόσφυγας από ένα κατεχόμενο μέρος.