Μέχρι σήμερα η συζήτηση για τους ανταποδοτικούς δασμούς που επέβαλε ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν κυρίως οικονομικής φύσεως, με την πλειονότητα των κορυφαίων οικονομολόγων να αμφιβάλλουν για το εάν θα ωφελήσουν τις ΗΠΑ τελικά και πολλούς εξ αυτών να προβλέπουν ότι θα τις βλάψουν. 

Από την αύξηση του κόστους για καταναλωτές και επιχειρήσεις, τους κινδύνους για την ανάπτυξη και την απασχόληση, όπως και για τις επενδύσεις, τον πληθωρισμό, τα ελλείμματα και ένα σωρό άλλα, η οικονομική συζήτηση κυριαρχούσε παντού. 

Μετά ήρθε μια νομική σφήνα με εφετείο στις ΗΠΑ να κρίνει, τις προάλλες, κατά πλειοψηφία (7-4) σωστή την απόφαση άλλου δικαστηρίου τον Μάη με την οποία οι πλείστοι από τους δασμούς κρίθηκαν παράνομοι και με τον Τραμπ να προσφεύγει – πιθανότατα – τώρα στο Ανώτατο Δικαστήριο. 

Η πολιτική συζήτηση, μετά το πρώτο σοκ, ανά το παγκόσμιο, περιορίστηκε σε κινήσεις κατευνασμού του Προέδρου της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, παρά σε κινήσεις οι οποίες θα προκαλούσαν την Ουάσινγκτον.

Μέχρι χθες. Γιατί αυτό που καταγράφηκε χθες στην Κίνα, αν και δεν αλλάζει ακόμα τις ισορροπίες θεαματικά, προκαλεί ήδη ανησυχίες στην απέναντι μεριά του Ειρηνικού, ειδικά δε τις ΗΠΑ. 

Οι ηγέτες της Ινδίας και της Κίνας, Μόντι και Σι Τζινπίνγκ συναντήθηκαν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της Οργάνωσης Συνεργασίας της Σαγκάης, στην κινεζική πόλη Τιαντζίν και ανακοίνωσαν μια σειρά από μέτρα για την αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων, την έναρξη απευθείας πτήσεων, χερσαίου εμπορίου και διάφορα άλλα. 

Οι σχέσεις των δύο χωρών παρουσιάζουν ίσως τις πιο εντυπωσιακές διακυμάνσεις παγκοσμίως, με περιόδους ακόμα και συγκρούσεων λόγω της γνωστής διαφοράς τους γύρω από τη LAC, τη Γραμμή Πραγματικού Ελέγχου ή πιο απλά τη de facto μεθώριο τους σε δύο μεγάλα τμήματα της επικράτειάς τους. Το εντυπωσιακό είναι πως ανάμεσα στις εντάσεις και τις συγκρούσεις, συνάπτουν διαχρονικά συμφωνίες οικονομικής φύσεως οι οποίες προστατεύουν το αστρονομικό εμπορικό ισοζύγιο ανάμεσα στις δύο πιο πολυπληθείς χώρες του πλανήτη – με την Ινδία να προηγείται πληθυσμιακά από το 2023 και μετά. 

Ήταν η πρώτη επίσκεψη Μόντι στην Κίνα μετά από επτά χρόνια και παρόλο που δεν είναι κοσμογονικό αυτό που προέκυψε εκεί, εάν ήταν τόσο εύκολο άλλωστε να γεφυρωθούν οι διαφορές τους δεν θα παρέμεναν τέτοιες από τον πόλεμο το 1962 στην πλειονότητά τους – τόσο αυτά που συμφωνήθηκαν, όσο και το πού και το πότε έγινε αυτό έχει τεράστια σημασία. Ειδικά το γεγονός ότι επέλεξαν να παρουσιάσουν αυτό το πολύ σημαντικό βήμα στην αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων στη σύνοδο κορυφής ενός οργανισμού στον οποίο μετέχουν η Ρωσία, ο αιώνιος αντίπαλος της Ινδίας το Πακιστάν, το Ιράν, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν και η Λευκορωσία η οποία βέβαια είναι μια χώρα υποτελής πλέον στη Μόσχα, όπως ήταν το σχέδιο του ρωσικού καθεστώτος και για την Ουκρανία.

Το βασικό μήνυμα Ινδίας και Κίνας προς τις ΗΠΑ ήταν ξεκάθαρο: υπάρχουν όχι μόνο εναλλακτικές επιλογές – όπως λ.χ. η στροφή της κινεζικής αυτοκινητοβιομηχανίας προς την Ευρώπη – αλλά και νεοφυείς συμμαχίες ως απάντηση στους δασμούς και την πολιτική Τραμπ ευρύτερα. Και οι δύο άλλωστε χώρες βλέπουν ότι ακόμα και σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα, στρέφονται αλλού.

Πόσω δε μάλλον χώρες οι οποίες βρίσκονται ήδη σε άλλα στρατόπεδα.

Ο φόβος στις ΗΠΑ είναι πως αυτό αλλά και πολλά άλλα «επεισόδια» μεταξύ της Ουάσινγκτον και των υπόλοιπων μεγάλων οικονομιών του πλανήτη, πέρα από τα αντίποινα που προκαλούν, θα οδηγήσουν σε οικονομική απομόνωση τις ΗΠΑ αλλά και, το χειρότερο, σε αποσύνδεσή τους από τις αλυσίδες εφοδιασμού παγκοσμίως, με τις συνέπειες να είναι τεράστιες – όπως λέει αυτή η μεγαλύτερη των «σχολών».

Είναι γεγονός ότι υπάρχει μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στο Πεκίνο και το Νέο Δελχί. Πέρα από τις εδαφικές διαφορές και τις σχέσεις της Κίνας με το Πακιστάν, πέρσι καταγράφηκε έλλειμμα 99,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων εις βάρος της Ινδίας, το μεγαλύτερο της χώρας με οποιαδήποτε άλλη οικονομία το οποίο η Ινδία αποδίδει σε αθέμιτες πρακτικές του Πεκίνου.

Ακόμα και έτσι όμως, τίποτα δεν εμποδίζει τις δύο χώρες να προχωρήσουν σε άλλα βήματα εμπορικής συνεργασίας μέσω της SCO (της Οργάνωσης Συνεργασίας της Σαγκάης) ή των BRICS ή και στη δημιουργία νέων σχημάτων με τρίτα κράτη απέναντι πάντα από τις ΗΠΑ. 

Ούτε και σε συνεργασία με την Ευρώπη βέβαια. Γιατί όχι;

Αυτό είναι και το πλέον ανησυχητικό μήνυμα για τον Λευκό Οίκο από την Τιαντζίν. Ή τουλάχιστον, αυτό θα έπρεπε να είναι.