Διαβάζοντας τη συνέντευξη του πρώην Προέδρου της Κύπρου, Νίκου Αναστασιάδη, και κυρίως τις προσβλητικές αναφορές του για τον πρώην Ευρωπαίο Επίτροπο και από τους καλύτερους εκπροσώπους (κατά κοινή παραδοχή του εδώ στην Ελλάδα πολιτικού κόσμου), Χρήστο Στυλιανίδη, αναρωτιέται κάποιος νουνεχής και όχι εμπαθής άνθρωπος:

Είναι δυνατόν η Ελληνική Κυβέρνηση να εμπιστεύτηκε τον Κύπριο πολιτικό να συμμετέχει στο ανώτατο όργανο του κράτους, το ΚΥΣΕΑ, Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας;

Ας πάρει στο τηλέφωνο ο πρώην Πρόεδρος τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, και να του μεταφέρει επί λέξει αυτά που είπε για τον κ. Στυλιανίδη.

Ο γράφων γνωρίζει ότι το Μαξίμου έχει ενημερωθεί για τα λεγόμενα του κ. Αναστασιάδη, και ότι η αντίδρασή του ήταν ότι είναι απασχολημένος …

Επίσης, για να μη δηλητηριάζουν περισσότερο την ατμόσφαιρα τα όποια λόγια του αέρα, ας απευθυνθεί ο πρώην Πρόεδρος, ή κάποιος άλλος, στην τότε Επίτροπο Εξωτερικών κα. Μογκερίνι, που ήταν παρούσα στο Κραν Μοντανά, για μία επίσημη απάντηση. Όχι λόγια του αέρα.

Ο Στυλιανίδης γνωρίζει από πρώτο χέρι τι ειπώθηκε εκεί. Και αυτό, όπως λέει σε όσους του τηλεφωνούν τώρα, απαντά «αυτό μου φτάνει»!

Ανάρτηση της Ημέρας, ένα απόσπασμα από το facebook, του ευφυούς Μάνου Λαμπράκη, τον οποίο απολαμβάνω κάθε μέρα. Μια πρώτη, μεστή εκτίμηση για την εκλογή νέου δημάρχου στη Νέα Υόρκη:

«Η εκλογή του Ζοχράν Μαμντάμι (φωτό) στη δημαρχία της Νέας Υόρκης αποτελεί μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές όπου η πολιτική αφήγηση αλλάζει κατεύθυνση χωρίς να χρειάζεται να το ανακοινώσει.

Η πόλη που για δεκαετίες υπήρξε το σύμβολο της οικονομικής ανισότητας, της αισθητικής του κέρδους και της ηγεμονίας των ισχυρών, μετασχηματίζεται ξαφνικά σε τόπο μιας άλλης υπόσχεσης: της συλλογικής ζωής ως μορφής φροντίδας.

Το εκλογικό αποτέλεσμα, αντί να αποτυπώνει μια μετατόπιση ισορροπιών, αποκαλύπτει ένα βαθύτερο ρεύμα: την κόπωση από τη βία της αγοράς, τη δυσπιστία απέναντι στη ρητορική του φόβου και την ανάγκη για ένα νέο ήθος συμμετοχής. Μέσα σε αυτό το ρεύμα ο Μαμντάμι αναδύεται όχι ως ηγέτης ενός κόμματος, αλλά ως μεταφραστής ενός αισθήματος, ως φωνή μιας πόλης που επιθυμεί να ξαναμιλήσει στον εαυτό της με λόγια απλά και ανθρώπινα.

Το γεγονός ότι ένας μουσουλμάνος γιος μεταναστών, που έμαθε την πολιτική από τις γειτονιές και όχι από τις αίθουσες των ιδρυμάτων, κατακτά τη δημαρχία της μητρόπολης του δυτικού καπιταλισμού, ανατρέπει τις ίδιες τις προϋποθέσεις του αμερικανικού μύθου. Ο χώρος της εξουσίας, που είχε οικοδομηθεί πάνω στη ρητορική του «ισχυρού άνδρα» και του ατομικού επιτεύγματος, ανοίγεται στην εμπειρία του ευάλωτου, στην προτεραιότητα της κοινότητας έναντι της ιδιοτέλειας.

Στον αντίποδα του τραμπικού παραδείγματος, που ανέδειξε τον κυνισμό ως πολιτικό ρεαλισμό και τη χυδαιότητα ως ειλικρίνεια, ο λόγος του Μαμντάμι αρθρώνεται σαν πράξη συμφιλίωσης ανάμεσα στην καθημερινή κόπωση και τη συλλογική ελπίδα.

Εκεί όπου ο Τραμπ επένδυσε στην οργή, ο Μαμντάμι θεμελιώνει τη συνείδηση, εκεί όπου ο πρώτος υποσχέθηκε επιστροφή στη φαντασίωση της ισχύος, ο δεύτερος αναγνωρίζει τη δύναμη του κοινού πόνου.

Η Νέα Υόρκη, κέντρο του νεοφιλελεύθερου πολιτισμού, δείχνει να ανακαλύπτει έναν νέο τρόπο να κατανοεί την πρόοδο, όχι ως συσσώρευση αλλά ως φροντίδα. Η γλώσσα του νέου δημάρχου, ήρεμη, εσωτερική, σχεδόν ποιητική, μετατρέπει την πολιτική σε μορφή ακρόασης.»

Στη φωτό, μαζί με την γυναίκα του Ράμα Ντουάτζι, 28, η νεότερη Πρώτη Κυρία δημάρχου της Νέας Υόρκης, με ρίζες από τη Συρία. Είναι ζωγράφος

και η δουλειά της απεικονίζει θέματα της Μέσης Ανατολής. Τα έργα της έχουν εκτεθεί στο Tate Modern του Λονδίνου, και έχουν γράψει γι’ αυτά το BBC και η New York Times.