Είναι μια ερώτηση που ακούω διαρκώς αυτές τις μέρες. Λογικό. Το να ξυπνάς μια μέρα και να μην πρέπει να ακολουθήσεις ένα καθιερωμένο για πάρα πολλά χρόνια πρόγραμμα, μοιάζει ενδεχομένως τρομακτικό.

Αφήνεις πίσω σου ανθρώπους, συνήθειες, ασχολίες, ενδιαφέροντα… μία ρουτίνα τέλος πάντων που πολλές φορές λειτουργεί σαν ένα κουκούλι μέσα στο οποίο νοιώθεις ασφάλεια και σου δίνει μία ταυτότητα. Θα πρέπει να εφεύρεις ξανά ένα τρόπο ζωής αλλιώτικο από αυτόν που είχες συνηθίσει. Κι αυτό άλλους φοβίζει, άλλους γοητεύει.

Ένας από τους πιο αξιόλογους ηθοποιούς της εποχής μας, ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, είχε ανακοινώσει πριν από οκτώ χρόνια πως αποσύρεται από την υποκριτική.

Ήταν 60 χρόνων, είχε κερδίσει ήδη τρία Όσκαρ και όποιο ρόλο ήθελε θα μπορούσε να τον έχει. Δεν είπε πολλά για την αποχώρηση του. Κατά καιρούς συνήθιζε να απομακρύνεται και να επανέρχεται δριμύτερος. Ήταν σαν μια πάλη με τον εαυτό του, να φύγει ή να συνεχίσει. Αυτή τη φορά όμως έμοιαζε οριστικό.

«Το ένιωσα αρχικά σαν μια παρόρμηση και σταδιακά θέριεψε μέσα μου», είχε εξηγήσει κάποια στιγμή. «Διστάζω πλέον να εκστομίσω την πολυχρησιμοποιημένη λέξη “καλλιτέχνης”. Χρειάζομαι να πιστέψω πλέον στην αξία αυτού που κάνω. Η υποκριτική μπορεί να είναι αναζωογονητική, μέχρι και ακαταμάχητη. Και αν το κοινό πιστεύει σε αυτό, μου αρκούσε. Αλλά τελευταία, δεν μου αρκεί».

Ποια είναι η αξία αυτού που κάνουμε; Είναι ένα ερώτημα που κάποια στιγμή φωλιάζει μέσα σου και σχεδόν δεν σε αφήνει να λειτουργήσεις. Δεν είναι αρκετό να σου λένε οι άλλοι «μπράβο, πολύ καλό», πρέπει να βρίσκεις και εσύ ο ίδιος το νόημα. Στη δημοσιογραφία πολλοί μπήκαμε με μια ρομαντική παρόρμηση να αλλάξουμε τον κόσμο. Βαρύγδουπο μεν, αληθινό δε.

Κατά καιρούς πιστεύαμε πως κάτι γινόταν, βάζαμε ένα λιθαράκι, βοηθούσαμε σε μια εξέλιξη, αποτρέπαμε κάτι άλλο, φωτίζαμε, συμμετείχαμε… Κι ακόμα γίνεται αυτό από πολύ καλούς συνάδελφους που πιστεύουν στην αξία αυτού που κάνουν και το παλεύουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακριβώς γιατί καταφέρνουν να διατηρούν αυτή την πίστη. Μπορεί κάποτε να αμφιταλαντεύονται ή ακόμα και ενίοτε να τη χάνουν την πίστη, αλλά τη βρίσκουν ξανά και συνεχίζουν.

Δεν είναι όμως για όλους το ίδιο. «Σχεδόν σε όλη μου τη ζωή»-επανερχόμαστε στον Ντάνιελ Ντέι Λιούις- «φώναζα πως θέλω να σταματήσω την υποκριτική, αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικό. Το εννοώ, αυτή η παρόρμηση ρίζωσε μέσα μου, έστω και αν με θλίβει. Πολύ με θλίβει. Έπρεπε να το κάνω. Πλέον, θέλω να εξερευνήσω τον κόσμο, τη ζωή, από διαφορετική οπτική γωνία…».

Υπάρχουν πάλι άνθρωποι που δεν σταματούν ποτέ. Αν μείνουμε στον κινηματογράφο υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα: Ο Κώστας Γαβράς, 92 χρόνων σήμερα, σκηνοθέτησε πέρσι την τελευταία του ίσως ταινία, με ένα θέμα που προφανώς απασχολεί τον ίδιο προσωπικά, «Η τελευταία ανάσα». Ο Κλίντ Ίστγουντ στα 95 συνεχίζει να θέλει να σκηνοθετήσει, ο Μάικλ Κέιν στα 94 όλο φεύγει κι όλο επανέρχεται σε ένα καινούριο ρόλο.

Ο Κεν Λόουτς στα 89 συνεχίζει να κάνει ταινίες με κοινωνικές αναζητήσεις. Το πότε κάποιος αποφασίζει να τραβήξει τη γραμμή και να προσπαθήσει να δει τον κόσμο μέσα από μια άλλη οπτική γωνία είναι μάλλον προσωπικό θέμα.

Η δικιά μου γραμμή είναι κάπου εδώ, ολίγον διακεκομμένη ως ένα μεταβατικό στάδιο. Θα τα λέμε για ακόμα λίγο κάθε Κυριακή.