«Τοῖς πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν………καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι….καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν….. Εκκλησιαστής»
Δεν έχουν τέλος ο πόνος και η οργή για αυτό που συνέβη, και συμβαίνει, ακόμα, με την τραγωδία στα Τέμπη, μετά την απίστευτη σύγκρουση 2 αμαξοστοιχιών, που βρέθηκαν να κινούνται ταυτοχρόνως, και ερχόμενες από αντίθετη κατεύθυνση, σε μία και μοναδική σιδηροδρομική γραμμή.
Το βράδυ της Παρασκευή κατεβήκαμε με τη σύντροφό στο κέντρο της Αθήνας. Να ξεφύγουμε από τα «έκτακτα» της τηλεόρασης και το υπερβολικό «τράβηγμα» ενός θέματος που θα αρκούσε και μόνο η βουβή εικόνα, χωρίς κανένα σπικάζ, για να καταλάβει και να αισθανθεί ο καθένας τι συνέβη εκεί την περασμένη εβδομάδα. Η πόλη, για τέτοια μέρα, ήταν έρημη.
Σταματήσαμε στην Πλατεία Συντάγματος, εκεί όπου από την Πέμπτη κυρίως άρχισαν να συγκεντρώνονται απλοί πολίτες, νέοι ως επί το πλείστον, μαζί και με τους γονείς τους, για να ανάψουν ένα κερί στο πλακόστρωτο μπροστά από το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, κάτω από την Βουλή, εις μνήμη όλων όσων χάθηκαν στην φοβερή τραγωδία των Τεμπών. Είδα πρόσωπα παγωμένα. Κι ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να κρυβόταν πίσω από εκείνη την έκφραση του κενού.
Τη συγκεκριμένη στιγμή που βρεθήκαμε εκεί, ήταν λίγοι οι συγκεντρωμένοι. Ένοιωσα τα μάτια μου να καίνε, να δυσκολεύομαι να πάρω αναπνοή. Κι αναταράχτηκα. Ρώτησα έναν νεαρό δίπλα μου που είχε σκεπασμένο το πρόσωπο με ένα χαρτομάντιλο αν νοιώθει το ίδιο. Μου είπε «ναι», μου έδειξε κάτι σπασμένα γυαλιά στο πεζοδρόμιο και μου είπε ότι λίγη ώρα πριν έκαναν επαναστατικό γιουρούσι με μολότωφ κάτι μπαρουτοκαπνισμένα 15-16χρονα αναρχόπουλα, και προφανώς χρησιμοποιήθηκαν χημικά για την απομάκρυνσή τους.
Κοντινής ηλικίας ήταν τα περισσότερα παιδιά που έμειναν εκεί, στον Άγνωστο Στρατιώτη. Μερικά, ήταν εκεί μαζί με τους γονείς τους. Βουβοί, απολύτως. Ήξερα ότι συνομιλούσαν εσωτερικά με τα φιλαράκια τους που σκοτώθηκαν, τις μαμάδες, μπαμπάδες και αδέρφια τους που μένουν πίσω, ζωντανοί-νεκροί.
Οι μολότοφ έσβησαν. Τα αναρχόπουλα σκόρπισαν. Ο «Άγνωστος» ξανάρχισε να γεμίζει. Τι να κρύβει άραγε μέσα της όλη αυτή η εκκωφαντική σιωπή; Δεν είμαι ψυχολόγος για να την εξηγήσω. Δεν είμαι πολιτικός για να την ερμηνεύσω. Δεν είμαι γιατρός για να την θεραπεύσω. Απλώνω όμως χάμω, μαζί με τα κεριά που γράφουν «πάρε με όταν φτάσεις», όλες τις αυθαίρετες απαντήσεις μου, και εκείνη που κυριαρχεί, μονολεκτικά, είναι η «οργή». Οργή για «όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα», όπως λέει το τραγούδι. Που όταν γράφτηκε, δεν είχα φτάσει ακόμα στο συναίσθημα της οργής. Ήταν στον φόβο…
Την Παρασκευή, μίλησα με τον Καθηγητή Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχαναλυτή, κ. Στέλιο Στυλιανίδη. Για ραδιοφωνική εκπομπή, μπήκαμε όσο βαθιά μας επέτρεπε το μέσον, και ο πάντα ασφυκτικός χρόνος του. «Ακούστε» αυτά τα λίγα λόγια του, που λένε τόσο πολλά:
« Η νέα γενιά, στην οποία πολύ εύκολα κουνάμε το δάχτυλο, δεν έχει συμμετοχή στο “πάμε κι όπου βγει», (σ.σ.: λόγια που μετέφερε ένας επιβάτης όταν άκουσε τον οδηγό να μιλάει με τον υπεύθυνο εισιτήριων και να λέει αυτήν ακριβώς την φράση), σε αυτό που είναι η νεοελληνική πραγματικότητα στη χώρα της αδράνειας, της συσκότισης, του δήθεν».
«Μπορούμε να έχουμε έναν συλλογικό αναστοχασμό πάνω στις στάχτες και στ’ αποκαΐδια; Τι είναι αυτό που συνδέει το «Σάμινα»(Ναυάγιο ανοικτά της Πάρου το 2000 με 82 νεκρούς), τη Μάνδρα (πλημμύρες στην Αττική το 2017 με 24 νεκρούς σε ελάχιστη ώρα). Το Μάτι (το 2018 όπου μεγάλη πυρκαγιά έκαψε 104 ανθρώπους), τα Τέμπη τώρα (ταχτοποιήθηκαν 55 από τους 57 νεκρούς); Το έλλειμμα ευθύνης, αίσθησης καθήκοντος, αξιολόγησης, λογοδοσίας των δημόσιων λειτουργών».
«Αυτή την ώρα, αντί οι κομματικοί μηχανισμοί να “οπλίζουν” εκμεταλλευόμενοι την τραγωδία, θα έπρεπε να κάνουν μία πραγματική συζήτηση για τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, για τον εκσυγχρονισμό της χώρας».
«Υπάρχουν άνθρωποι που δεν παρέλαβαν τίποτα. Δεν μπορεί ν’ αρχίσει η διαδικασία του πένθους χωρίς την υλικότητα του σώματος. Η κηδεία των νεκρών δεν μπορεί να γίνει μέσα από το διαδίκτυο».
«Ακραία βίαιο είναι ο άνθρωπος να επωμίζεται την αθλιότητα, την ανεπάρκεια, τη δυσλειτουργία και τη διαφθορά ενός συστήματος. Ο σταθμάρχης αποτελεί ένα από τα κομμάτια αυτού του συστήματος».