Σήμερα ο πατέρας έβγαλε τους βοηθητικούς τροχούς από το ποδήλατό μου. Είναι δύσκολο να ισορροπήσω στους δύο μόνο τροχούς. «Μην μ’ αφήσεις, να με κρατάς», του φωνάζω φοβισμένη, καθώς κάνω πεταλιές και τρέμει το τιμόνι. Κάποια στιγμή μ’ αφήνει και ανακαλύπτω πως προχωρώ μόνη μου, στις δύο ρόδες. Τα πόδια μου είναι απ’ εκείνη τη μέρα μόνιμα γρατσουνισμένα και όλο τρέχω στη μητέρα, μου βάζει ιώδιο στις πληγές και κλαίω γιατί με καίει.
Με το παλιό ποδήλατο της αδελφής μου που είναι πια φοιτήτρια, γυρνώ την πόλη κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου, πάω στα φροντιστήρια, στις φίλες, στην παραλία. Νιώθω την απόλυτη ανεξαρτησία γιατί εγώ κρατώ το τιμόνι και αποφασίζω ποιον δρόμο θα πάρω. Κάποτε μεταφέρω και φίλες μου καθισμένες ή όρθιες στη σέλα, φτάνοντας έτσι πιο γρήγορα στον προορισμό μας απ’ ό,τι με τα πόδια.
Με ένα ποδήλατο, διασχίζω τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια και τις μεγάλες λεωφόρους μιας γαλλικής πόλης. Από το πανεπιστήμιο, στη βιβλιοθήκη, στις πλατείες και τα μπιστρό. Τις Κυριακές που δεν έχουμε παραδόσεις ανηφορίζω στα γύρω βουνά. Τα πόδια μου πονάνε, γιατί το ποδήλατο δεν έχει ταχύτητες, αλλά είμαι νέα και «το εξερευνητικό δαιμόνιο» μού δίνει φτερά, ενέργεια και τίποτα δεν με σταματάει.
Στο ποδήλατό μου φορτώνω καθημερινά τις σημειώσεις μου, βιβλία και ένα κασετόφωνο, πηγαίνοντας στο κολλέγιο και στο φροντιστήριο για να παραδώσω μαθήματα. Οι μαθητές μου με αγαπούν, οι συνάδελφοι με περιγελούν που πάω δουλειά με το ποδήλατο. Είμαι πια πίσω, για μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο. Τις Κυριακές ανεβάζουμε ποδήλατα στο αυτοκίνητο για να κάνουμε ποδηλασίες με φίλους σε διάφορες περιοχές του νησιού. Μαθαίνουμε επιτέλους την πατρίδα μας, τα χωριουδάκια της, τα βουνά και τους κάμπους της, τις μυρωδιές, τα χρώματα, τους ανθρώπους της. Από το αυτοκίνητο περνούν όλα γρήγορα σαν σε κινηματογραφική ταινία, χωρίς να μας δίνεται ο χρόνος να αφομοιώσουμε εικόνες, μυρωδιές, να γίνουμε ένα με τον χώρο. Ενώ με το ποδήλατο, κάτω από τον θόλο τ’ ουρανού, «οργώνουμε» τη γη, νιώθοντας μάλιστα παντοδύναμοι, πως την εξουσιάζουμε, αφού μπορούμε να ακολουθήσουμε μονοπάτια, να περάσουμε ακόμη και από εκεί που δεν έχει δρόμους. Ν’ ανοίξουμε δρόμους.
Σε ειδικά καθισματάκια-καρεκλάκια, τοποθετημένα πίσω από τα ποδήλατά μας, προσδένουμε τα δύο κοριτσάκια μας και τα πάμε ποδηλατάδα με τον άντρα μου τις Κυριακές. Ούτε θυμάμαι, πότε ο πατέρας τους, αφαίρεσε τους βοηθητικούς τροχούς από τα ποδήλατά τους και τώρα δυσκολεύονται να ισορροπήσουν. «Μην μ’ αφήσεις, να με κρατάς» φωνάζουν φοβισμένες ενώ κάνουν πεταλιές. Κάποια στιγμή τις αφήνω και ανακαλύπτουν πως προχωρούν μόνες τους, στις δύο ρόδες. Προχωρούν και μαζί τους ο χρόνος.
Χειμώνας στην έρημη παραλία της Απλώστρας, του Lady’s Mile, έχοντας συνοδηγό τη μεγάλη κόρη μου, που κάθεται στο τιμόνι του αυτοκινήτου, ενώ στο πίσω κάθισμα η μικρή μου κόρη γελά. Πρώτο μάθημα οδήγησης, στην ίδια παραλία όπου ερχόμουν παιδί με τους γονείς και τη δική μου αδελφή για μπάνια. Εδώ που για τόσα καλοκαίρια έφερνα δύο μικρά κοριτσάκια, μαζεύαμε χάντρες, κογχυλάκια και βουτούσαμε να πιάσουμε αστερίες. Σήμερα οδηγούν ποδήλατα, αυτοκίνητα ή παίρνουν τα πόδια τους και χάνονται ολημερίς από το σπίτι. Έπειτα, τραίνα, αεροπλάνα και βαπόρια. O χρόνος δεν σταματά. Εγώ, μόνη πια, περπατώ στην παραλία με το σκυλί μου. Έχω ένα ποδήλατο στην αποθήκη που όλο λέω πως θα το γυαλίσω και θα το ξαναπιάσω, μα όλο το αναβάλλω…
«Τον δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα που ’κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα.
Βρήκα τα φρούτα που ’χε στο πανέρι της.
το δαχτυλίδι που ’πεσε απ’ το χέρι της.
Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της, τις ρόδες, το τιμόνι, το πεντάλι της.
Βρήκα τη ζώνη της, βρήκα, σε μιαν άκρη, μια πέτραδιάφανη που ’μοιαζε με δάκρυ.
Τα μάζεψα ένα – ένα και τα κράτησα κι έλεγα πού ’ναι πού ’ναι η ποδηλάτισσα….”
(Οδυσσέας Ελύτης, «Η ποδηλάτισσα»)
dena.toumazi@gmail.com