Ο τομέας της ενέργειας συνδέεται με τη διασφάλιση των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και πρέπει να διασφαλίζει την πρόσβαση όλων σε ηλεκτρική ενέργεια, θέρμανση και ψύξη. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), η ενεργειακή φτώχεια συνδέεται με σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη σωματική και ψυχολογική υγεία, καθώς οι χαμηλές θερμοκρασίες δωματίου συνδέονται με αυξημένους κινδύνους άγχους, διαταραχές του ύπνου, αναπνευστικές ασθένειες και παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος. Η στέγαση χωρίς θέρμανση και οι συναφείς κίνδυνοι για την υγεία έχουν αναγνωριστεί ως πιθανή αιτία υπερβολικής χειμερινής θνησιμότητας.
Σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σημαντικούς κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια από την ατμοσφαιρική ρύπανση και από την έλλειψη φωτισμού, καθώς διατρέχουν υψηλότερο σχετικό κίνδυνο από ό,τι οι άνδρες να αναπτύξουν προβλήματα υγείας λόγω της έκθεσης στον καπνό από στερεά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένης της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας και του καρκίνου του πνεύμονα.
Η κλιματική αλλαγή και οι καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα, επιδεινώνουν την κρίση του κόστους ζωής και έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο στις γυναίκες, αφού στατιστικά οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας. Ως γνωστόν, οι γυναίκες υπερεκπροσωπούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, σε ευέλικτες μορφές εργασίας, άτυπες και ευέλικτες συμβάσεις (μερική απασχόληση, προσωρινή εργασία, άτυπες θέσεις εργασίας) και υπερεκπροσωπούνται μεταξύ των εργαζομένων με κατώτατο μισθό. Εντέλει, τείνουν να συγκαταλέγονται μεταξύ των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, αντιπροσωπεύοντας το 70 % των 1,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Η ενεργειακή φτώχεια επιδεινώνεται από τις υφιστάμενες ανισότητες μεταξύ των φύλων, ιδίως εκείνες που σχετίζονται με το εισόδημα, όπως το χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά στις αμοιβές, τις συντάξεις και τη συμμετοχή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων εξακολουθεί να ανέρχεται περίπου στο 13% στην ΕΕ, το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτών των εισοδηματικών διαφορών μεταξύ των φύλων κατά τη διάρκεια της ζωής μιας γυναίκας οδηγεί στο να λαμβάνουν οι γυναίκες συνταξιοδοτικό εισόδημα το οποίο, στην ΕΕ, είναι κατά μέσο όρο 35% χαμηλότερο από το εισόδημα των ανδρών. Το δικαίωμα στην ίση αμοιβή για ίση εργασία ναι μεν κατοχυρώνεται, αλλά τούτο δεν σημαίνει και ότι τηρείται, το αντίθετο μάλιστα, παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπισθεί στις προσπάθειες καταπολέμησης των διακρίσεων στις αμοιβές. Σύμφωνα με το Ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου σχετικά με τις έμφυλες πτυχές του αυξανόμενου κόστους ζωής και του αντικτύπου της ενεργειακής κρίσης (18 Ιανουαρίου 2024) παραμένουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά στο χάσμα των φύλων στις συντάξεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και κυμαίνονται από 2,6% στην Εσθονία σε 46,1% στη Μάλτα. Το χάσμα στις συντάξεις οδηγεί στο να διατρέχουν οι γυναίκες υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας λόγω γήρατος και κοινωνικού αποκλεισμού. Ιδίως οι γυναίκες που υφίστανται διατομεακές διακρίσεις λόγω εθνοτικής καταγωγής, φυλής, μεταναστευτικού καθεστώτος, γενετήσιου προσανατολισμού, αναπηρίας ή ηλικίας, είναι πιθανότερο να περιέλθουν σε ενεργειακή φτώχεια.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι μόλις το 20% των ανώτερων διοικητικών στελεχών στελεχώνεται από γυναίκες στον τομέα της ενέργειας και, ως εκ τούτου, οι γυναίκες διαδραματίζουν ανεπαρκή ρόλο στο διοικητικό επίπεδο των εταιρειών ενέργειας. Η πλήρης ένταξη των γυναικών σε αυτές τις θέσεις θα συμβάλει στην προώθηση της καινοτομίας, στην εφαρμογή νέων τρόπων διαχείρισης και στην προώθηση της διαφορετικότητας του εργατικού δυναμικού, προωθώντας έτσι έναν θετικό κύκλο ισότητας των φύλων.
Συναφώς, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, ο ενεργειακός τομέας αντιμετωπίζει μια λυπηρή έλλειψη γυναικών αποφοίτων στους τομείς των θετικών επιστημών, της τεχνολογίας, της μηχανικής, των τεχνών και των μαθηματικών. Ενώ οι γυναίκες αποτελούν το 52% του ευρωπαϊκού πληθυσμού και την πλειονότητα των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ΕΕ, ωστόσο αντιπροσωπεύουν μόνο το 17,9% των τακτικών καθηγητών στους τομείς της μηχανικής και της τεχνολογίας, παρά το γεγονός ότι η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να ωφεληθεί σημαντικά από τις γνώσεις και την εμπειρία των γυναικών.
Συνεπώς, δεδομένου ότι η ενεργειακή φτώχεια επηρεάζει δυσανάλογα τις γυναίκες σε ολόκληρη την ΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να αφιερώσουν την απαραίτητη υποστήριξη για την άμβλυνση της ενεργειακής φτώχειας μεταξύ των γυναικών, υιοθετώντας λύσεις ευαίσθητες ως προς το φύλο και αυξάνοντας την ευαισθητοποίηση σχετικά με τον αντίκτυπο της ενεργειακής φτώχειας στις γυναίκες. Η αύξηση της πρόσβασης των γυναικών σε βιώσιμη ενέργεια αποτελεί προϋπόθεση για την ανακούφιση της φτώχειας και την οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών παγκοσμίως.
*Πρόεδρος Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Frederick