Με την ολοένα και πιο αυστηρή ρύθμιση της πολιτικής έκφρασης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσω πρωτοβουλιών όπως ο Κανονισμός για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες και ο Κανονισμός για την Πολιτική Διαφήμιση, οι Βρυξέλλες τείνουν να παρουσιάζουν τις ψηφιακές πλατφόρμες όχι ως εργαλεία συμμετοχής στον δημόσιο λόγο, αλλά ως πιθανές απειλές.
Οι ρυθμίσεις αυτές προβάλλονται με όρους διαφάνειας, ασφάλειας και εκλογικής ακεραιότητας. Πίσω, όμως, από αυτή τη ρητορική κρύβεται μια βαθύτερη ανησυχία: Η αυξανόμενη δυσφορία απέναντι στον ανοικτό, απρόβλεπτο και αυθόρμητο πολιτικό διάλογο των πολιτών.
Oι κανόνες αυτοί αντί να περιορίζουν την χειραγώγηση, τείνουν να οδηγήσουν στην ενίσχυση της κυριαρχίας των εδραιωμένων πολιτικών δυνάμεων, ενώ κινήσεις βάσης, μικρά κόμματα και ανεξάρτητες φωνές – αυτοί που κάποτε στράφηκαν στα social media για να ακουστούν – πλέον βρίσκονται ενώπιον του κινδύνου αποκλεισμού.
Στην καρδιά αυτής της μεταβολής βρίσκεται μια αμηχανία απέναντι στον ανεξέλεγκτο πολιτικό λόγο. Ορισμένοι ευρωπαϊκοί θεσμοί φαίνεται να αντιμετωπίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως χώρο που χρειάζεται αυστηρή επιτήρηση. Αν και η επιφυλακτικότητα είναι κατανοητή, ελλοχεύει εντούτοις ο κίνδυνος η ρύθμιση να μετατραπεί σε σιωπηλό περιορισμό.
Ταυτόχρονα, η Ένωση αντιμετωπίζει ένα βαθύτερο έλλειμμα δημοκρατίας: Την αποξένωση των πολιτών από τους θεσμούς της. Πολλοί Ευρωπαίοι αισθάνονται ότι δεν συμμετέχουν στις αποφάσεις που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες. Αυτό το χάσμα μπορεί να καλυφθεί μόνο με περισσότερη διαφάνεια, άμεση επικοινωνία και συμμετοχικές διαδικασίες.
Εδώ τα social media προσφέρουν μια ανεκμετάλλευτη δυνατότητα: Να μετατραπούν σε εργαλεία διαλόγου και ενεργής συμμετοχής, ώστε οι πολίτες να ενημερώνονται, αλλά και να συνδιαμορφώνουν πολιτικές που τους αφορούν.
Το πιο σημαντικό: Προσφέρουν βήμα σε ανεξάρτητους πολίτες να ακουστούν. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να ενισχύσουν φωνές που θα έμεναν αόρατες. Πολίτες χωρίς κομματικές διασυνδέσεις ή οικονομική επιφάνεια μπορούν να μοιραστούν ιδέες, να οργανωθούν και να εμπνεύσουν. Αυτή είναι μια ευκαιρία που η ΕΕ θα έπρεπε να ενθαρρύνει, όχι να αποθαρρύνει.
Η συζήτηση αυτή φέρνει ακόμη στο φως ευρύτερα ζητήματα που άπτονται της θέσης της Ευρώπης στον ψηφιακό κόσμο. Καθώς αμερικανικές και κινεζικές τεχνολογικές πλατφόρμες κυριαρχούν στις ψηφιακές υποδομές και στη ροή πληροφορίας, η ΕΕ βρίσκεται μπροστά σε ένα στρατηγικό δίλημμα. Θα απαντήσει με καινοτομία και εμπιστοσύνη στη δημοκρατία ή με φοβικές ρυθμίσεις; Αν συνεχίσει να υπερελέγχει τον πολιτικό διάλογο στο διαδίκτυο, κινδυνεύει όχι μόνο να φιμώσει τους πολίτες της, αλλά και να χάσει τον ρόλο της στον παγκόσμιο ψηφιακό ανταγωνισμό. Η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα τεχνολογικά εξαρτημένη και πολιτικά ανασφαλής.
Οι ψηφιακές πλατφόρμες είναι ο σύγχρονος δημόσιος χώρος. Είναι ατελείς, ναι. Αλλά ταυτόχρονα είναι ζωτικής σημασίας για τη δημοκρατική ζωή. Η λύση δεν είναι η καταστολή, αλλά η απαίτηση για σαφείς, ελάχιστους και ουδέτερους κανόνες, για διαφάνεια και εμπιστοσύνη στον πολίτη.
H προστασία των πολιτών από την παραπληροφόρηση αποτελεί σαφώς ένα θεμιτό και απαραίτητο στόχο. Ωστόσο, πρέπει να επιδιώκεται με ισορροπία, ώστε τα μέτρα για την προώθηση της εγκυρότητας και της εμπιστοσύνης να μην καταλήγουν σε περιορισμό της ελευθερίας του λόγου.
Η δημοκρατία χρειάζεται διαφωνία. Η ψηφιακή εποχή μείωσε το κόστος της πολιτικής συμμετοχής κι αυτό αποτελεί νίκη, όχι πρόβλημα. Η ΕΕ πρέπει να δει τη στιγμή αυτή ως ευκαιρία για ανανέωση και δημιουργία των κατάλληλων εργαλείων και διαδικασιών για προώθηση της ενεργού συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Καθώς ο πολιτικός λόγος γίνεται ψηφιακός, η γραμμή ανάμεσα στην προστασία και στον έλεγχο γίνεται λεπτή. Και όταν αυτή η γραμμή ξεπερνιέται, δεν είναι οι ισχυροί που φιμώνονται, αλλά οι νέοι, οι αδύναμοι, οι διαφορετικοί. Όταν περιορίζεται η έκφραση, δεν βάλλονται ποτέ οι ισχυροί. Αποσιωπώνται οι πολίτες που ακόμη πιστεύουν ότι η δημοκρατία ανήκει σε όλους.