Τρέχω χαράματα. Η πόλη κοιμάται και οι σκέψεις έχουν χώρο να απλωθούν, χωρίς φωνές, χωρίς συνθήματα. Σήμερα επιστρέφουν επίμονα σε ένα ερώτημα παλιό όσο και η δημοκρατία: τι κάνουμε όταν κάτι μας προσβάλλει;

Αφορμή, ξανά, η συζήτηση γύρω από έργα τέχνης που ενόχλησαν -βαθιά- μια μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας. Το καταλαβαίνω. Η τέχνη, ιστορικά, σπάνια υπήρξε ακίνδυνη. Όταν είναι ζωντανή, συχνά ενοχλεί (βλ. Καζαντζάκης, Μιχαήλ Άγγελος κ.ά.). Όταν δεν ενοχλεί κανέναν, συνήθως δεν λέει και πολλά. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάθε μορφή έκφρασης θα προσβάλει κάποιον, κάπου, κάποτε. Μικρή ή μεγάλη ομάδα. Αυτό δεν είναι αποτυχία της δημοκρατίας. Είναι η φυσική της συνθήκη.  

Το κρίσιμο ερώτημα όμως δεν είναι αν προσβάλλεται κάποιος. Είναι τι κάνουμε με αυτό.

Η δημοκρατία δεν οικοδομήθηκε για να προστατεύει τα αισθήματά μας. Οικοδομήθηκε για να προστατεύει την ελευθερία. Και αυτή η ελευθερία -της έκφρασης, της τέχνης, του λόγου- είναι πιο σημαντική από τη δική μου ενόχληση, από τη δική σου αγανάκτηση, από το συλλογικό μας θυμικό. Αυτό ακριβώς είναι που μας ξεχωρίζει από τις δικτατορίες και τις θεοκρατίες: ότι δεν απαγορεύουμε ότι μας προσβάλλει, αλλά αντέχουμε να συνυπάρχουμε με αυτό.

Ο καθένας έχει δικαίωμα να διαφωνεί. Να θυμώνει. Να σχολιάζει. Να γράφει. Να καταγγέλλει. Αρκεί να μην προάγει βία ή μίσος. Αυτή είναι η γραμμή. Όχι η προσβολή, αλλά η υποκίνηση. Όχι η βλασφημία, αλλά η στοχοποίηση.

Δεν είναι, φυσικά, όλα τα θέματα ίδια. Υπάρχουν όρια που για πολλούς ανθρώπους δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Η θρησκεία είναι ένα από αυτά. Δεν είναι απλώς σύμβολο ή αφήγημα. Είναι πίστη, ρίζα, προσωπικό βίωμα. Το να το αναγνωρίζουμε αυτό δεν είναι υποχώρηση, είναι σεβασμός. Όμως άλλο ο σεβασμός κι άλλο η απαίτηση σιωπής. Μια δημοκρατία δεν δοκιμάζεται όταν μιλά για τα εύκολα, αλλά όταν καλείται να αντέξει τον διάλογο γύρω από τα δύσκολα – χωρίς να διαλύεται κοινωνικά, χωρίς να κόβει γέφυρες, χωρίς να μετατρέπει τη διαφωνία σε στρατόπεδα. Εκεί ακριβώς αρχίζει και τελειώνει η πολιτική ευθύνη: στο να προστατεύεις τη συνύπαρξη, όχι να επενδύεις στα πάθη.

Και ακριβώς εδώ υπάρχει μια σημαντική διάκριση: άλλο οι πολίτες και άλλο οι πολιτικοί. Οι πολίτες μπορούν να εκφράζονται και αυθόρμητα. Οι πολιτικοί, όχι. Οι πολιτικοί οφείλουν αυτοσυγκράτηση, ευθύνη και επίγνωση συνεπειών. Όταν εργαλειοποιούν την οργή, όταν ρίχνουν λάδι στη φωτιά για λίγους ψήφους, όταν παριστάνουν τους προσβεβλημένους εκπροσώπους του «λαϊκού αισθήματος», τότε δεν υπερασπίζονται αξίες. Κάνουν λαϊκισμό. Και ο λαϊκισμός, ιστορικά, έχει δυσάρεστες συνέπειες.

Η πολιτική εργαλειοποίηση της τέχνης είναι πολύ πιο επικίνδυνη από την ίδια την τέχνη. Γιατί η τέχνη μπορεί να ενοχλήσει, αλλά η εργαλειοποίηση μπορεί να διχάσει, να στοχοποιήσει, να “νομιμοποιήσει” τη βία. Και τότε, όποιος άναψε το σπίρτο δεν δικαιούται να απορεί για τη φωτιά.

Υπάρχει ένας πιο απλός, ανθρώπινος δρόμος: αν κάτι σε προσβάλλει, νιώσε το, πες το και προχώρα πιο κάτω. Μην πας στην ιδιωτική έκθεση. Μην το αναπαράγεις. Μην το μετατρέπεις σε κεντρικό γεγονός της ζωής σου. Η πίστη σου, η ταυτότητά σου, οι αξίες σου δεν κινδυνεύουν από έναν πίνακα ή μια παράσταση. Κι αν πράγματι νιώθεις ότι κινδυνεύουν, ίσως το πρόβλημα να μην είναι το έργο τέχνης.

Η προσβολή είναι υποκειμενική, εκούσια ή ακούσια επιλογή. Η ελευθερία είναι μια μη άνετη, αντικειμενική υποχρέωση. Δεν χαϊδεύει. Δεν επιβεβαιώνει συνεχώς. Δοκιμάζει. Και μας καλεί να ενηλικιωθούμε πολιτικά: να ξεχωρίζουμε την έκφραση από την επίθεση, τη διαφωνία από την απειλή, την ενόχληση από την καταστολή.

Περνώ έξω από ένα κλειστό περίπτερο με διπλωμένες εφημερίδες. Να βάλω αυτές τις σκέψεις σε άρθρο ή όχι; Τελειώνω το τρέξιμο καθώς ο ήλιος ανεβαίνει. Σκέφτομαι πως η δημοκρατία δεν μετριέται στις στιγμές που όλα μας αρέσουν. Μετριέται στις στιγμές που κάτι μας ενοχλεί – και επιλέγουμε, συνειδητά, να μη φοβηθούμε. Και να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Και αυτό, τελικά, είναι ελευθερία.

Καλά Χριστούγεννα!