Οι οικογένειες των δύο δολοφονηθέντων αγωνιστών της ΕΟΚΑ, δια του δικηγόρου τους Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, ζητούν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ηθική δικαίωση και αναγνώριση της εμπλοκής του κράτους στο πολιτικό έγκλημα.

Α’ ΜΕΡΟΣ

Στις 16 Αυγούστου 1961, ακριβώς ένα χρόνο από την ιστορική εκείνη μέρα κατά την οποία ο τελευταίος άγγλος Κυβερνήτης παρέδωσε την εξουσία στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία και αποχώρησε από το νησί, δύο αγωνιστές της ΕΟΚΑ, ο Νεοκλής Παναγιώτου από την Παραμύθα και ο Ευριπίδης Νούρος από την Απαισιά, δολοφονήθηκαν μέσα στο αυτοκίνητό τους με το οποίο επέστρεφαν από την Λευκωσία στη Λεμεσό. Το στυγερό έγκλημα παρέμεινε έκτοτε, για 61 χρόνια, ανεξιχνίαστο. Παρά το ότι υπήρξαν μαρτυρίες, στοιχεία και ντοκουμέντα στα οποία κατονομάζονταν τόσο οι φυσικοί όσο και οι ηθικοί αυτουργοί, ουδείς συνελήφθη και ουδείς δικάστηκε. Σήμερα, οι οικογένειες των δύο δολοφονηθέντων αγωνιστών σπάνε τη σιωπή τόσων χρόνων. Αποτείνονται στην Πολιτεία, ζητώντας να προβεί επισήμως πλέον στην ηθική δικαίωση των θυμάτων και την αποκατάσταση της μνήμης τους. Η πρώτη ενέργεια των οικογενειών έγινε πριν από δέκα περίπου μήνες, όταν ο δικηγόρος τους κ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη υποβάλλοντας επισήμως το σχετικό αίτημα. Έχοντας, ωστόσο, εισπράξει επί δέκα μήνες την απόλυτη σιγή του Προεδρικού, προχωρούν σήμερα στη δημοσιοποίηση της επιστολής μέσω του «Φιλελεύθερου», επιδιώκοντας να ταρακουνήσουν τα λιμνάζοντα νερά μιας δολοφονίας με πολιτικά κίνητρα, όπως επιβεβαιώνεται και από την Αστυνομία.

 

Ο δικηγόρος των δύο οικογενειών, επικαλείται στην επιστολή του (δημοσιεύεται πιο κάτω) το περιεχόμενο άκρως εμπιστευτικής επιστολής (ημερ. 2-9-1961) του ανώτερου αξιωματικού της Αστυνομίας και της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) Γεώργιου Λαγοδόντη προς τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Όπως εμφαντικά επισημαίνει ο Αχ. Αιμιλιανίδης, από το περιεχόμενο της επιστολής Λαγοδόντη προκύπτει ότι οι οδηγίες για δολοφονία των δύο αγωνιστών είχαν αρχικά δοθεί από υπουργό της Κυβέρνησης, η δολοφονία έγινε από πρόσωπα τα οποία υπάγονταν στην Υπηρεσία Πληροφοριών ενώ και τα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ανήκαν κι αυτά στην Υπηρεσία Πληροφοριών.

«Η σαφής εμπλοκή των υπηρεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των μελών της στον σχεδιασμό και την διάπραξη της δολοφονίας των ως άνω προσώπων καθώς και η εκ των υστέρων γνώση του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία επήλθε μέσω της προαναφερθείσας επιστολής ημερ. 2.9.1961, καθιστούν την πιο πάνω ενέργεια πολιτική δολοφονία και την Κυπριακή Δημοκρατία υπεύθυνη για την εν λόγω δολοφονία», υπογραμμίζει ο δικηγόρος των οικογενειών.

«Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, δια της παρούσης υποβάλλω προς εσάς το αίτημα των μελών της οικογένειας των Νεοκλή Παναγιώτου και Ευριπίδη Νούρου όπως αποκατασταθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία η μνήμη των δολοφονηθέντων ηρώων Νεοκλή Παναγιώτου και Ευρυπίδη Νούρου εν τη εννοία της ηθικής δικαίωσης και αποκατάστασης της μνήμης τους. Προς άρση κάθε ασάφειας αναφέρω ότι τα μέλη της οικογένειας δεν επιδιώκουν και δεν αιτούνται με την παρούσα επιστολή χρηματική αποζημίωση, ούτε και είναι αυτός ο σκοπός τους. Μοναδικός τους σκοπός είναι η αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης των συγγενών τους», αναφέρει ο Αχ. Αιμιλιανίδης.

Η δολοφονία και η μαρτυρία Λαγοδόντη

Στην 17σέλιδη επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο Γεώργιος Λαγοδόντης αναλύει με λεπτομερέστατες αναφορές το σκηνικό το οποίο είχε διαδραματισθεί περίπου 40 ημέρες πριν το στυγερό έγκλημα. Αναφέρεται σε τρεις συσκέψεις οι οποίες είχαν προηγηθεί, με τη συμμετοχή ενός υπουργού και 4-5 αξιωματικών της Αστυνομίας αλλά και μερικών άλλων. Σε αυτές κυρίαρχο θέμα ήσαν οι πληροφορίες τις οποίες επικαλούντο ότι σχεδιαζόταν η δολοφονία υπουργού και ότι το σχέδιο θα εκτελούσαν οι Παναγιώτου και Νούρος. Σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Λαγοδόντης, αν και υπήρξε κοινή θέση των υπολοίπων ότι οι δύο αγωνιστές της ΕΟΚΑ έπρεπε να εκτελεστούν, εντούτοις, τελικά επικρατούσε η δική του πρόταση να παρακολουθούνται και όταν θα έρχονταν από την Λεμεσό στην Λευκωσία να συλλαμβάνονταν και να ανακρίνονταν.

Μέχρι τη μοιραία ημερομηνία της 16ης Αυγούστου 1961, όταν εν αγνοία τους, οι δύο αγωνιστές έκλειναν ραντεβού θανάτου στην πρωτεύουσα.

Εκείνην την ημέρα, οι Παναγιώτου και Νούρος είχαν προσκληθεί στο ΡΙΚ με σκοπό να διευθετηθεί η πρόσληψή τους στο ίδρυμα. Όταν αφίχθηκαν στην πρωτεύουσα με δικό τους όχημα, αντιλήφθηκαν ότι τελούσαν υπό στενή παρακολούθηση από όχημα με αριθμό εγγραφής Β270 στο οποίο επέβαιναν τέσσερα άτομα. Πρώτα επισκέφθηκαν το ιατρείο του Ανδρέα Λάμπρου, γενικού  γραμματέα του Παγκυπρίου Συνδέσμου Αγωνιστών (σ.σ. ενωτικό αντιζυριχικό κίνημα). Ανήσυχοι, όμως, στη συνέχεια μετέβησαν στην αστυνομική διεύθυνση Λευκωσίας, όπου παραπονέθηκαν στον αστυνόμο για την παρακολούθησή τους. Μάλιστα, έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι το όχημα το οποίος τους παρακολουθούσε είχε σταθμεύσει στο χώρο στάθμευσης της αστυνομικής διεύθυνσης Λευκωσίας.

Ο αστυνόμος τους καθησύχασε ότι δεν υπήρχε κανένα θέμα μαζί τους. Δεν πείστηκαν και θορυβημένοι αναχώρησαν στις 1.30 μ.μ. από την Λευκωσία για να επιστρέψουν στην Λεμεσό. Είχαν σταματήσει να τους παρακολουθούν. Γύρω στις 2.30 μ.μ. είχαν φτάσει από τον παλιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού κοντά στον αστυνομικό σταθμό Μονής (τι ειρωνεία). Τότε, πετάχτηκαν μπροστά τους τρεις τύποι. Ο ένας τους σημάδεψε με ένα Στέρλινγκ και τους γάζωσε μέχρι που άδειασε η γεμιστήρα. Το όχημα των δύο αγωνιστών είχε γίνει κόσκινο και βρέθηκε στο χαντάκι. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, στο κορμί του Νεοκλή Παναγιώτου καρφώθηκαν 24 σφαίρες και στους Ευριπίδη Νούρου δύο.

Λίγα λεπτά αργότερα, ένας περαστικός διαπίστωσε το φρικτό έγκλημα και ειδοποίησε τον αστυνομικό σταθμό Μονής. Ο Παναγιώτου ήταν ηδη νεκρός ενώ ο Νούρος ψυχορραγούσε και απεβίωσε λίγο αργότερα.

Τα κίνητρα της δολοφονίας ήσαν καθαρά πολιτικά. Οι δύο αγωνιστές ήσαν μέλη του ενωτικού αντιζυριχικού κινήματος. Λόγω αυτής της δράσης τους εκτιμάται ότι ήσαν ενοχλητικοί για κάποιους στο χώρο της Κυβέρνησης. Γι’ αυτό και απεφάσισαν την εκτέλεσή τους. Ο σχεδιασμός της δολοφονίας τους επιβεβαιώνεται περίτρανα από τον αξιωματικό της Υπηρεσίας Πληροφοριών Γ. Λαγοδόντη στην επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Επιβεβαιώνεται επίσης ότι την εκτέλεσή τους έπραξαν μέλη της ΚΥΠ και ότι χρησιμοποιήθηκε όπλο της Υπηρεσίας.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, ουδέποτε η δολοφονία εξιχνιάστηκε. Ούτε καν διερευνήθηκε στοιχειωδώς. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι οικογένειες των Παναγιώτου και Νούρου ζητούν σήμερα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Πολιτεία να άρουν την ιστορική αδικία και να αποκαταστήσουν την ιστορική αλήθεια.

Πολιτική δολοφονία επιβεβαιώνει η Αστυνομία αν και έχασαν τον φάκελο της υπόθεσης

Το γεγονός ότι η δολοφονία των Παναγιώτου και Νούρου είχε πολιτικά κίνητρα παραδέχεται και η Αστυνομία. Σε επιστολή ημερ. 18 – 4 – 2022 του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας προς τον δικηγόρο των οικογενειών κ. Αχιλλέα Αιμιλιανίδη αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορώ ότι μετά από εξετάσεις και διερεύνηση της υπόθεσης από το ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου, η υπόθεση στάληκε στον Βοηθό Αρχηγό (Ε) Αρχηγείου Αστυνομίας για οδηγίες ως προς τον παραπέρα χειρισμό της.

Από την διερέυνηση που έγινε, διαπιστώθηκε ότι για τις πιο πάνω δολοφονίες σχηματίστηκαν οι ποινικοί φάκελοι, ΜΟΝΗ20/61 και 21/61. Τα κίνητρα των δολοφονιών φαίνεται να ήταν πολιτικού χαρακτήρα. Και οι δύο υποθέσεις αρχειοθετήθηκαν ως ανεξιχνίαστες στις 19/02/1962. Να σημειωθεί ότι παρόλες τις προσπάθειες που έγιναν για εντοπισμό των δύο πιο πάνω φακέλων, αυτοί δεν εντοπίστηκαν.

Παρακαλώ όως μετά από οδηγίες του Βοηθού Αρχηγού (Ε) ενημερωθείτε ότι οι δύο πιο πάνω φάκελοι αφού εξαντλήθηκαν όλα τα ενδεχόμενα και λόγω του χρόνου που παρήλθε, δεν εντοπίζονται».

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Σε μόλις 6 μήνες το χαρακτήρισαν ανεξιχνίαστο!

Αναμφίβολα, η δολοφονία των δύο αγωνιστών της ΕΟΚΑ, Νεοκλή Παναγιώτου και Ευριπίδη Νούρου, είναι ένα μόνο από τα πολλά εγκλήματα τα οποία συνέβησαν στη σκοτεινή εκείνη περίοδο μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλα για πολιτικά κίνητρα και άλλα για τον διαμοιρασμό της εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, επρόκειτι για στυγερό και προσχεδιασμένο έγκλημα. Αποτελεί πρόκληση για τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής ότι ενώ υπήρχε σωρεία μαρτυριών και στοιχείων δεν διερευνήθηκε εις βάθος. Αντιθέτως, έξι μόλις μήνες μετά το έγκλημα, τούτο αρχειοθετήθηκε ως ανεξιχνίαστο! Η Προεδρία της Δημοκρατίας και η Πολιτεία οφείλουν να μελετήσουν σοβαρά το αίτημα των δύο οικογενειών. Απαιτείται ιστορική αποκατάσταση! Γίνεται διεθνώς. Καιρός να συμβεί και στην Κύπρο!

“Κύριε Πρόεδρε, σας καλώ να άρετε την ιστορική αδικία”

Το πλήρες κείμενο της επιστολής (ημερ. 1.12.2021) του δικηγόρου Αχιλλέα Αιμιλιανίδη προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη, το οποίο σήμερα δίδεται για πρώτη φορά στη δημοσιότητα από τις οικογένειες των δύο δολοφονηθέντων αγωνιστών είναι το πιο κάτω:

“Ενεργώ κατ’ εντολή των μελών των οικογενειών των ως άνω ηρώων και αγωνιστών του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ οι οποίοι δολοφονήθηκαν την 16ην Αυγούστου 1961 μέσα σε αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν. Τα μέλη των οικογενειών τα οποία εκπροσωπώ είναι οι Μάρθα Νικολάου, Ανδριανή Μιλτιάδους, Χρυσόστομου Χριστοφόρου και Χρυστάλλα Παναγιώτου, (της οικογένειας του Νεοκλή Παναγιώτου), καθώς επίσης και οι Χρίστος Νούρος, Κυριάκος Νούρος, και Πανίκκος Νούρος (της οικογένειας του Ευριπίδη Νούρου).

Όπως βέβαια γνωρίζετε, οι δύο αυτοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ δολοφονήθησαν την 16ην Αυγούστου 1961 εντός του οχήματος που οδηγούσαν στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού. Μέχρι και σήμερα δεν έχουν κατονομαστεί δημοσίως τα πρόσωπα τα οποία ευθύνονται για την δολοφονία των ως άνω προσώπων. Ωστόσο, σύμφωνα με το περιεχόμενο άκρως εμπιστευτικής επιστολής ημερ. 2.9.1961 του ανώτερου Αξιωματικού της Αστυνομίας κ. Γεωργίου Λαγοδόντη προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκύπτει ότι οι οδηγίες για δολοφονία των δυο προσώπων είχαν αρχικά δοθεί από τον …………….. (σ.σ. γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο στέλεχος της τότε Κυβερνήσεως αλλά δεν μπορεί να δημοσιοποιηθεί για καθαρά νομικούς λόγους), η δολοφονία έγινε από πρόσωπα τα οποία υπάγονταν στην Υπηρεσία Πληροφοριών ενώ τα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ανήκαν και αυτά στην Υπηρεσία Πληροφοριών. Η σαφής εμπλοκή των υπηρεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των μελών της στον σχεδιασμό και την διάπραξη της δολοφονίας των ως άνω προσώπων καθώς και η εκ των υστέρων γνώση του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία επήλθε μέσω της προαναφερθείσας επιστολής ημερ. 2.9.1961, καθιστούν την πιο πάνω ενέργεια πολιτική δολοφονία και την Κυπριακή Δημοκρατία υπεύθυνη για την εν λόγω δολοφονία. Επισυνάπτουμε αντίγραφο της επιστολής που αναφέρουμε ανωτέρω για δική σας χρήση.

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, δια της παρούσης υποβάλλω προς εσάς το αίτημα των μελών της οικογένειας των Νεοκλή Παναγιώτου και Ευριπίδη Νούρου όπως αποκατασταθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία η μνήμη των δολοφονηθέντων ηρώων Νεοκλή Παναγιώτου και Ευρυπίδη Νούρου εν τη εννοία της ηθικής δικαίωσης και αποκατάστασης της μνήμης τους. Προς άρση κάθε ασάφειας αναφέρω ότι τα μέλη της οικογένειας δεν επιδιώκουν και δεν αιτούνται με την παρούσα επιστολή χρηματική αποζημίωση, ούτε και είναι αυτός ο σκοπός τους. Μοναδικός τους σκοπός είναι η αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης των συγγενών τους.

Σε μια σύγχρονη δημοκρατία, μετά την πάροδο 60 ετών ένε από τη δολοφονία των δύο αγωνιστών, η ιστορική τους αποκατάσταση από την Πολιτεία είναι επιβεβλημένη. Αυτό συνίσταται σε μια απλή αναγνώριση από το κράτος ότι η ειδεχθής αυτή πράξη συνιστούσε πολιτική δολοφονία η οποία έγινε από τους λειτουργούς της Πολιτείας. Η ανάγκη για τούτη την πράξη καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική εάν αναλογισθείτε την απουσία οιασδήποτε τιμωρίας κατά των δραστών και/ή ουσιαστικής συνεισφοράς από πλευράς της Δημοκρατίας εις την απόσειση την όποιας αμφιβολίας προς τα πρόσωπα και τις μνήμες των δύο αυτών ηρώων.

Τα τελευταία χρόνια η αναγνώριση παρόμοιων ιστορικών δολοφονιών από τα δυτικά κράτη συμβάλλει στην αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών και στον οριστικό τερματισμό των παλαιών πολιτικών παθών. Χαρακτηριστικά σας παραπέμπουμε στην πρόσφατη αναγνώριση τον Μάρτιο του 2021 από τον Πρόεδρο Μακρόν «εξ ονόματος της Γαλλίας» της δολοφονίας του Αλγερινού Αλί Μπουμεντζέλ από τον γαλλικό στρατό το 1957. Η ενέργεια 3 αυτή θεωρήθηκε ότι συνέβαλλε στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και όπως τονίστηκε από τον Γάλλο Πρόεδρο κανένα πολιτικό έγκλημα δεν μπορεί να συγχωρεθεί ούτε να αποσιωπηθεί. Πιστεύουμε κ. Πρόεδρε πως η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας των δύο αδίκως δολοφονηθέντων είναι ικανή να συμβάλει και αυτή στο να ηρεμήσει ο πόνος των συγγενών των δολοφονηθέντων.

Τονίζουμε εκ νέου πως ουδείς εκ των συγγενών των δύο αγωνιστών δεν αποσκοπεί σε τίποτα περισσότερο από το κλείσιμο ενός πραγματικά επώδυνου κεφαλαίου για τις δύο οικογένειες. Αποτελεί καθήκον της Πολιτείας να αποκαταστήσει και τιμήσει με τον τρόπο αυτό επιτέλους, έστω και μετά από έξι δεκαετίες, δύο από τα τέκνα της, τα οποία αγωνίστηκαν για την ελευθερία του Κυπριακού λαού, αλλά έτυχαν αδελφοκτόνου χαμού με την συνδρομή των οργάνων της πολιτείας. Σας καλώ λοιπόν να άρετε την ιστορική αδικία που προκύπτει από κάθε υποβόσκουσα αμφιβολία εν σχέσει με τις συνθήκες θανάτου των Νεοκλή Παναγιώτου και Ευριπίδη Νούρου και να αποκαταστήσετε την ιστορική αλήθεια με τον πλέον επίσημο τρόπο, όπως άλλωστε αρμόζει σε κάθε αγωνιστή της ελευθερίας”.

ΑΥΡΙΟ ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ

Στην αυριανή έκδοση θα δημοσιευτεί η επιστολή του ανώτερου αξιωματικού της Αστυνομίας Γιώργου Λαγοδόντη προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Σε αυτήν περιγράφονται με εντυπωσιακή λεπτομέρεια όσα προηγήθηκαν της δολοφονίας των δύο αγωνιστών της ΕΟΚΑ και τι συνέβη την ημέρα που έκλεισαν ραντεβού με το θάνατο στους Νεοκλή Παναγιώτου και Ευριπίδη Νούρο.