Καπνίζουμε περισσότερο, πίνουμε λιγότερο, ζούμε κατά μέσο όρο περισσότερο από ότι πολλοί ευρωπαίοι αλλά οι κύπριες γυναίκες ζουν αρκετά χρόνια της ζωής τους με αναπηρίες και ασθένειες.

Η παιδική παχυσαρκία παραμένει σημαντικό πρόβλημα, η ψυχική υγεία χρήζει άμεσης διαχείρισης αλλά το Γενικό Σύστημα Υγείας εξαφάνισε τις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας και τις ανισότητες σε ό,τι αφορά την οικονομική δυνατότητα για πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Ως κράτος ξοδεύουμε λιγότερα για την υγεία σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη αφού το ποσοστό δαπανών υγείας επί του ΑΕΠ, παρά την αύξηση των δημόσιων δαπανών, παραμένει αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Το «Προφίλ Υγείας 2023» που κάθε χρόνο εκδίδεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στόχο έχει την καταγραφή των δεδομένων σε όλα τα συστήματα υγείας των κρατών μελών της ΕΕ περιγράφει τα όσα ισχύουν στην Κύπρο με κάθε λεπτομέρεια.

Από τα βασικά σημεία της φετινής έκθεσης προκύπτει σε γενικές γραμμές ότι:

-Το 78% του πληθυσμού της Κύπρου, ανέφερε κατά το 2022 ότι η κατάσταση της υγείας του είναι καλή. Ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν στο 68%

-Όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ τα άτομα με υψηλότερα εισοδήματα είναι πιθανότερο να αναφέρουν ότι η υγεία τους είναι καλή σε σύγκριση με τα άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα: 87% στο ανώτατο πεμπτημόριο εισοδήματος ανέφεραν ότι η υγείας τους είναι καλή σε σύγκριση με 61% στο κατώτατο πεμπτημόριο.

– Το προσδόκιμο ζωής στην Κύπρο είναι αρκετά ψηλό. Βρίσκεται στα 81,7 έτη παρά το γεγονός ότι μειώθηκε αισθητά κατά τα χρόνια της πανδημίας (εξαιτίας και του μεγάλου αριθμού θανάτων ηλικιωμένων κυρίως ανθρώπων λόγω κορωνϊού).

– Το ποσοστό των ενηλίκων που καπνίζουν καθημερινά παραμένει υψηλότερο στην Κύπρο από ότι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, ειδικότερα μεταξύ των ανδρών.

-Η κατανάλωση αλκοόλ είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ και μόνο το 4% του πληθυσμού ανέφερε αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ.

– Το ποσοστό θανάτων που αποδίδονται σε διατροφικούς παράγοντες είναι πολύ χαμηλότερο στην Κύπρο σε σύγκριση με την ΕΕ στο σύνολό της.

– Ένας στους επτά ενήλικες Κυπρίους (περίπου 15 %) ήταν παχύσαρκος το 2019, ποσοστό παρόμοιο με τον μέσο όρο στην ΕΕ.

– Την περίοδο 2018-2020 το 62 % των παιδιών ηλικίας 6-9 ετών ήταν υπέρβαρο, το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ.

– Η Κύπρος έχει χαμηλά ποσοστά αποτρέψιμης και θεραπεύσιμης θνησιμότητας παρά το γεγονός ότι οι θάνατοι λόγω του κορωνοϊού κατηγοριοποιούνται ως προλαμβανόμενη θνησιμότητα.

– Οι περισσότερες ανικανοποίητες ανάγκες καταγράφονται στην οδοντιατρική περίθαλψης η οποία εξακολουθεί να χρηματοδοτείται κυρίως από άμεσες ιδιωτικές δαπάνες.

– Η εξ’ αποστάσεως παροχή ιατρικών συμβουλών αυξάνεται και από τα στοιχεία έρευνας του Εurofound προκύπτει ότι το ποσοστό των ενηλίκων στην Κύπρο που ανέφεραν ότι είχαν λάβει εξ αποστάσεως παροχή ιατρικών συμβουλών από την αρχή της πανδημίας, είτε διαδικτυακά είτε τηλεφωνικά, αυξήθηκε από 33% τον Ιούνιο/Ιούλιο 2020 σε 48% τον Φεβρουάριο- Μάρτιο 2021.

– Το ΓεΣΥ έριξε το ποσοστό των ανικανοποίητων αναγκών κάτω από το 1%

– Στη νοσοκομειακή περίθαλψη η κύρια πρόκληση για την αποτελεσματικότητα είναι η υπερβολική χρήση δαπανηρής ιατρικής απεικόνισης για διαγνώσεις.

– Οι κατευθυντήριες γραμμές και τα πρωτόκολλα για την ιατρική διάγνωση είναι ανεπαρκή και υπάρχει έλλειψη επαρκούς ελέγχου των συμβεβλημένων με το ΓεΣΥ ιδιωτικών νοσοκομείων και της τιμολόγησης για τις υπηρεσίες

Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες υγείας στην Κύπρο, η ευρωπαϊκή αναφορά σημειώνει: «Οι δαπάνες για την υγεία την Κύπρο ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ το 2021, αλλά το μερίδιο των δημόσιων δαπανών αυξήθηκε ραγδαία και αποτελεί πλέον την κύρια πηγή χρηματοδότησης για την υγεία. Το ποσοστό δαπανών επί του ΑΕΠ βρίσκεται στο 9,4% σε σύγκριση με 11% στο σύνολο της ΕΕ». Προστίθεται παράλληλα ότι «οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές μειώθηκαν το 2021 περισσότερο από το μισό και πλέον αποτελούν το 10% των συνολικών δαπανών για την υγεία, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 15%».

Σε ό,τι αφορά το Γενικό Σύστημα Υγείας γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στις ελλείψεις που αυτό εξακολουθεί να παρουσιάζει και αφορούν κυρίως την πρόσβαση σε συγκεκριμένες υπηρεσίες υγείας.

«Παρότι η δέσμη παροχών θεωρείται σχεδόν πλήρης, για ορισμένες υπηρεσίες, η έλλειψη διαθεσιμότητας παρόχων ή υποδομών οδηγεί σε περιορισμένη πρόσβαση, φαλκιδεύοντας έτσι το δικαίωμα της πλήρους κάλυψης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας, ανακουφιστικής φροντίδας και αποκατάστασης οι οποίες καλύπτονται μερικώς από το ΓεΣΥ καθώς και για τη φυσιοθεραπεία, τη λογοθεραπεία και την κατ’ οίκο περίθαλψη, ειδικότερα για ασθενείς με χρόνιες παθήσεις».

«Η θέσπιση του ΓεΣΥ, προστίθεται, «παρείχε στον ΟΑΥ την ευχέρεια να συνάπτει συμβάσεις με ιδιωτικούς παρόχους εξαλείφοντας έτσι κάποιους από τους περιορισμούς ως προς τις δυνατότητες του συστήματος στην ενδονοσοκομειακή περίθαλψη καθώς και τη συσσώρευση ασθενών στις λίστες αναμονής. Επιπλέον, παρόλο που πολλές προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις ακυρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας η πρόσβαση σε τακτική επείγουσα περίθαλψη μπόρεσε να συνεχιστεί με συμβεβλημένους ιδιωτικούς παρόχους ενώ η δυνατότητα αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών από τα δημόσια νοσοκομεία χρησιμοποιήθηκε για τη φροντίδα ασθενών με κορωνοϊό».

Η ευρωπαϊκή αναφορά, εντοπίζει πρόβλημα στην κατανομή των επαγγελματιών υγείας στις δομές υγείας: «Ο τρέχων βασικός περιορισμός του συστήματος είναι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού στον τομέα της υγείας, ειδικότερα όσον αφορά τους νοσηλευτές στα δημόσια νοσοκομεία».

Επιπλέον, «η περιορισμένη διαθεσιμότητα ορισμένων ιατρικών ειδικοτήτων οδηγεί σε λίστες αναμονής τόσο για την παροχή ιατρικών συμβουλών ότι και για προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις».

Σημαντική μείωση των παραπεμπτικών

Η λάθος χρήση των υπηρεσιών που προσφέρουν οι Προσωπικοί Ιατροί του ΓεΣΥ επισημαίνεται και στην συγκεκριμένη ευρωπαϊκή αναφορά στην οποία τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο αριθμός των παραπεμπτικών που εκδίδονται είναι πολύ ψηλότερος σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ.

«Το 2019 ποσοστό των επισκέψεων πρωτοβάθμιας φροντίδας που οδήγησε σε παραπομπές σε ειδικούς γιατρούς ανήλθε σε 70%, και παρόλο που αυτό έχει πλέον μειωθεί στο 40%, εξακολουθεί να είναι ακόμη πολύ υψηλό. Στόχος είναι να μειωθεί στο 25% μέσω ενός συνδυασμού κινήτρων και της επαγγελματικής κατάρτισης των προσωπικών γιατρών».

Πρόβλημα το κάπνισμα

Το κάπνισμα παραμένει σημαντικό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία, ιδίως για τους άνδρες. To κάπνισμα εξακολουθεί να είναι σημαντική πηγή ανησυχίας για τη δημόσια υγεία στην Κύπρο. Το ποσοστό των ενηλίκων που ανέφεραν ότι κάπνιζαν σε καθημερινή βάση το 2019 ήταν 23 %, το οποίο συγκαταλέγεται μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ.

Αυτό οφείλεται κυρίως στα υψηλά ποσοστά καπνίσματος των ανδρών, με το 32 % να αναφέρει ότι καπνίζει σε καθημερινή βάση, έναντι μόνο 13 % των γυναικών. Στοιχεία που βασίζονται σε έρευνα του 2019 στον γενικό πληθυσμό τοποθετούν τα ποσοστά καπνίσματος ακόμη υψηλότερα, με το 38 % του γενικού πληθυσμού να καπνίζει τις τελευταίες 30 ημέρες, το 35 % να καπνίζει καθημερινά και το 9 % να καπνίζει περισσότερα από 20 τσιγάρα την ημέρα τις τελευταίες 30 ημέρες. Παρότι εφαρμόζονται πολλές πολιτικές ελέγχου του καπνίσματος, οι πολιτικές αυτές είναι σχετικά αδύναμες και η εφαρμογή τους είναι πλημμελής.

Θεριακλήδες οι Κύπριοι -19% των θανάτων με αίτιο το κάπνισμα

Το προσδόκιμο ζωής στην Κύπρο είναι υψηλό (81,7 έτη το 2022) και το 78 % των Κυπρίων αναφέρουν ότι η υγεία τους είναι καλή, οι γυναίκες ζουν μεγάλο μέρος της ζωής τους με αναπηρίες και ασθένειες. Σχεδόν το ένα πέμπτο (19 %) όλων των θανάτων στη Κύπρο το 2019 μπορεί να αποδοθεί στην κατανάλωση καπνού (ενεργητικό και παθητικό κάπνισμα), ποσοστό το οποίο είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (17 %). Ωστόσο, οι θάνατοι που αποδίδονται σε άλλους συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου είναι κάτω από τους μέσους όρους της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης αλκοόλ (4 % στην Κύπρο, 6 % σε ολόκληρη την ΕΕ) και των διατροφικών παραγόντων κινδύνου (14 % στην Κύπρο, 17 % σε ολόκληρη την ΕΕ).

Τα ποσοστά θνησιμότητας από αποτρέψιμες και θεραπεύσιμες αιτίες ήταν χαμηλά στην Κύπρο πριν από την πανδημία. Η κύρια αιτία αποτρέψιμης θνησιμότητας ήταν ο καρκίνος του πνεύμονα, ο οποίος συνάδει με τα υψηλά ποσοστά. Οι κύριες αιτίες θεραπεύσιμης θνησιμότητας στην Κύπρο είναι οι ισχαιμικές καρδιοπάθειες, ο καρκίνος του μαστού και ο ορθοκολικός καρκίνος, παρότι η θνησιμότητα από καρκίνο στην Κύπρο είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ.

– Η αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία στην Κύπρο ξεκίνησε από χαμηλή βάση πριν από την πανδημία COVID-19, και κατέληξε στις μεταρρυθμίσεις για τη χρηματοδότηση της υγείας στο πλαίσιο του Γενικού Συστήματος Υγείας, που αποσκοπούσαν στη βελτίωση της οικονομικής προστασίας και στη μείωση των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών. Οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές ως ποσοστό των συνολικών δαπανών για την υγεία μειώθηκαν σημαντικά από 34 % το 2019 σε 18 % το 2020 και σε 10 % το 2021.

– Πριν από τις μεταρρυθμίσεις με την εισαγωγή του Γενικού Συστήματος Υγείας στην Κύπρο, οι ασθενείς συχνά κατέβαλλαν άμεσες ιδιωτικές πληρωμές για να έχουν ταχύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας του ιδιωτικού τομέα. Πλέον, το μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού τομέα υγείας έχει συμβληθεί με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να διαχωριστεί ο αντίκτυπος της αυξημένης ζήτησης υπηρεσιών υγείας λόγω των λοιμώξεων από τη COVID-19 και της καθολικής κάλυψης του νέου συστήματος υγείας, που έχει ως συνέπεια να περιθάλπει περισσότερους ασθενείς οι οποίοι στο παρελθόν δεν είχαν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.

– Κατά τη διάρκεια των πρώτων κυμάτων της πανδημίας, η δυναμικότητα των νοσοκομείων επεκτάθηκε για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση. Ωστόσο, παρά την επέκταση της πρόσθετης δυναμικότητας, σημειώθηκε μείωση του όγκου των προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν το 2020. Η πρόσθετη δυναμικότητα χρησιμοποιήθηκε το 2021 και ο όγκος των προγραμματισμένων επεμβάσεων που έγιναν αυξήθηκε σημαντικά. Ο βασικός περιοριστικός παράγοντας επί του παρόντος είναι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού στον τομέα της υγείας, και ειδικότερα οι νοσηλευτές.

– Η ψυχική υγεία αποτελεί σημαντικό θέμα στην Κύπρο και δημιουργεί ιδιαίτερα υψηλή επιβάρυνση μέσω έμμεσου κόστους λόγω κυρίως του υψηλού επιπέδου ανεργίας στα άτομα με χρόνιες παθήσεις ψυχικής υγείας. Οι ευρύτερες μεταρρυθμίσεις του συστήματος υγείας εδραίωσαν τη δημόσια παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας ως μέρος της καθολικής δέσμης παροχών.

Κίνδυνος η παιδική παχυσαρκία

Η παχυσαρκία στα παιδιά αποτελεί πηγή ανησυχίας για τη δημόσια υγεία.  Ένας στους επτά ενήλικες Κυπρίους (περίπου 15 %) ήταν παχύσαρκος το 2019, ποσοστό παρόμοιο με τον μέσο όρο στην ΕΕ. Ωστόσο, την περίοδο 2018-2020 το 62 % των παιδιών ηλικίας 6-9 ετών ήταν υπέρβαρο, το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ (WHO Regional Office for Europe, 2022).

Η κακή διατροφή είναι καθοριστικός παράγοντας υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας. Μόνο το 8 % των ενηλίκων Κυπρίων ανέφερε ότι κατανάλωνε πέντε μερίδες φρούτων και λαχανικών ημερησίως το 2019, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (12 %).

Η σωματική δραστηριότητα συμβάλλει επίσης σημαντικά στην υγεία του πληθυσμού. Το 2019 μόλις το 22 % περίπου των ενηλίκων στην Κύπρο ανέφερε ότι ανταποκρίθηκε στη σύσταση του ΠΟΥ για τουλάχιστον 150 λεπτά μέτριας σωματικής δραστηριότητας την εβδομάδα. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (33 %). Το ποσοστό αυτό μειώθηκε ελαφρώς μεταξύ του 2014 και του 2019 τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες στην Κύπρο, ενώ οι μέσοι όροι της ΕΕ σημείωσαν ελαφρά αύξηση.

Εμβολιάζονται τα παιδιά αλλά όχι οι ενήλικες

Παρότι τα ποσοστά κάλυψης τακτικής ανοσοποίησης στην παιδική ηλικία είναι υψηλά, η χρήση εμβολιασμών σε μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες είναι χαμηλότερη.  Το 2019, λίγο πριν από την πανδημία COVID-19, το ποσοστό εμβολιασμού κατά της γρίπης των ενηλίκων ηλικίας άνω των 65 ετών ήταν μόλις 26 %, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν 42 % και ακόμη χαμηλότερο από τον στόχο του 75 % που έχει θέσει ο ΠΟΥ.

Έως το 2021 η κάλυψη στην Κύπρο είχε αυξηθεί στο 43 %, ενώ ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε αυξηθεί στο 46%. Αυτό αντικατοπτρίζεται στη σχετικά χαμηλή κάλυψη αναμνηστικών εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού. 

Ωστόσο, τα ποσοστά τακτικής ανοσοποίησης στην παιδική ηλικία είναι γενικά υψηλότερα από τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση την ιλαρά. Το 2021 τα ποσοστά εμβολιασμού των παιδιών για διφθερίτιδα, τέτανο, κοκκύτη (96 %) και αιμόφιλο της γρίπης (Haemophilus influenzae) τύπου Β (96 %) είναι συγκρίσιμα με τα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο η εμβολιαστική κάλυψη για ιλαρά, παρωτίτιδα και ερυθρά το 2021 ήταν 86 % όσον αφορά την πρώτη δόση (μείωση από 90 % το 2018), ενώ παρέμεινε σταθερά στο 88 % για τη δεύτερη δόση (WHO, 2023). Η Κύπρος εισήγαγε το εμβόλιο κατά του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών το 2016. Έως το 2019 το 64 % των κοριτσιών ηλικίας 15 ετών είχαν εμβολιαστεί κατά του ιού HPV, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (60 %) για το συγκεκριμένο έτος.