Ο Λοΐζος Πουργουρίδης γράφει για τα όνειρα των νέων και πώς αυτά γκρεμίζονται στις εποχές που ζούμε…

ΣΕΛΙΔΑ 1. Γρήγορα παππού κι αργήσαμε.  Με κρύο με βροχή με ζέστη, συνεχίζονται οι διαδρομές για τα φροντιστήρια. Τα παιδιά, βαριεστημένα, εξουθενωμένα, άβουλα, απελπισμένα, πελαγωμένα, τρέχουν από το ένα φροντιστήριο στο άλλο να προφτάσουν. Αγγλικά, Γαλλικά, Φυσική, Χημεία, Μαθηματικά, Βιολογία, για G.C.E. Πολλά από αυτά αχρείαστα, χωρίς προγραμματισμό, για να μπορεί να βρεθεί θέση κι αλλού, εκτός Κύπρου και Ελλάδας, να υπάρχει μια πόρτα ανοιχτή, για Αγγλία, Γαλλία. Κι από δίπλα η γιαγιά, να μαγειρεύει τα αγαπημένα φαγητά να μη λείψει  τίποτε, να τα καπνίζει με αγάπη, να μην τα ματιάσουν, να συμβουλεύει, να ανησυχεί, να  καθησυχάζει, να  φροντίζει αν αρρωστήσουν.

ΣΕΛΙΔΑ 2. Τελειώνουν τα μαθήματα, αρχίζουν οι εξετάσεις, αγωνίες ξενύχτια λαχτάρες, όλοι. Βγαίνουν τα αποτελέσματα. Ευτυχώς εξασφαλίσαμε τη θέση που κυνηγούσαμε. Ικανοποίηση, χαρές.

ΣΕΛΙΔΑ 3. Ύστερα η στρατιωτική θητεία. Άλλες λαχτάρες. Μερικοί φίλοι φυγόστρατοι, με δήθεν προβλήματα. Απορία: Αυτοί είναι έξυπνοι κι εμείς οι βλάκες; Εκτοπισμένοι εμείς, ξέρουμε τι σημαίνει κατοχή. Θα υπηρετήσουμε την πατρίδα. Προσπάθεια να βολευτεί κάπου. Σκοπιές, ξενύχτια, αγωνίες, έξοδοι. Θητεία τέλος.

ΣΕΛΙΔΑ 4. Με δυο βαλίτσες, οι γονείς και το παιδί, μπαίνουν στο διαμέρισμα που του νοίκιασαν για να σπουδάσει και να περάσει τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής του. Ασυναίσθητα θυμάσαι, τις συνθήκες που σπούδαζες εσύ πριν τόσα χρόνια. Τώρα όλες οι ευκολίες του νοικοκυριού, στη διάθεση του, να μην του λείψει τίποτε. Τελειώνουν οι σπουδές. Όλοι στην τελετή αποφοίτησης. Άριστα. Μετά διδακτορικό. Πίσω στη Κύπρο. Κουράστηκε πολύ μα τα κατάφερε κι όλοι είναι χαρούμενοι.

ΣΕΛΙΔΑ 5. Ψάχνει για δουλειά, περνούν μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνος… τίποτε. Σε κάθε συνέντευξη λέει με καμάρι «εκτός από το πτυχίο μου έχω και διδακτορικό», ο υπεύθυνος τον κοιτάζει, ανέκφραστος σαν να μην του δίνει σημασία, χωρίς να καταλαβαίνει τι κόπους και πόσα ξενύχτια  έκαμε μέχρι που να το πάρει.

Το παιδί απελπισμένο με γκρεμισμένα τα όνειρα του δεν ξέρει τι να κάνει. «Μη σε νοιάζει, εμείς είμαστε εδώ», του λέμε. Αυτό μας κοιτάζει αμίλητο, απελπισμένο, με ένα βλέμμα που σου σπαράζει τη καρδιά.

ΣΕΛΙΔΑ 6. Με μια βαλίτσα στο χέρι μόνο του το παιδί αυτή τη φορά, μας αποχαιρετά, φεύγει με την ελπίδα να βρει δουλειά ακόμη και στην άκρη του κόσμου. Σφίγγεις τη καρδιά και χαμογελάς με ένα χαμόγελο πικρό, ψεύτικο, πλαστό να μη σε δει λυπημένο, τώρα που φεύγει. Λες από μέσα σου για να παίρνεις  κουράγιο είναι καλό παιδί θα βρει το δρόμο του. Συγγενείς, φίλοι, όλοι εκεί. τον αποχαιρετούν. Πρέπει να βιασθούμε λέει με μισή καρδιά και φωνή που μόλις ακούγεται, θα χάσω το αεροπλάνο. Και συ πρέπει να γυρίσεις γρήγορα πίσω γιατί σε περιμένει το άλλο σου παιδί για το φροντιστήριο. Ο δικός μας στάθηκε «τυχερός», υπάρχουν και οι «άτυχοι» που αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους γιατί οι γονείς τους δεν είχαν χρήματα να τις συνεχίσουν. Και η ζωή συνεχίζεται… Ένοχοι όλοι εμείς που τους γκρεμίσαμε τα όνειρα τους και τσακίσαμε τα φτερά του και δεν μπορούν πια να πετάξουν.