Ο αγώνας των οικογενειών των δύο δολοφονηθέντων αγωνιστών της ΕΟΚΑ, Νεοκλή Παναγιώτου από την Παραμύθα και Ευριπίδη Νούρου από την Απαισιά, για ηθική δικαίωση των θυμάτων και αποκατάσταση της μνήμης τους, συνεχίζεται.

Είκοσι μήνες μετά που απέστειλαν μέσω του δικηγόρου τους Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, επιστολή υποβάλλοντας το σχετικό αίτημα προς τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Νίκο Αναστασιάδη, επανέρχονται αποτεινόμενοι αυτή τη φορά προς τον νυν Πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη. Η επιστολή προς τον Νίκο Αναστασιάδη είχε αποσταλεί την 1η Δεκεμβρίου 2021. Αφού παρήλθαν δέκα μήνες χωρίς να λάβουν οποιαδήποτε απάντηση από το Προεδρικό, προχώρησαν στη δημοσιοποίηση της επιστολής, της επιχειρηματολογίας τους και του αιτήματος το οποίο υπέβαλαν μέσω δημοσιεύματος του «Φιλελευθέρου» στις 29 Οκτωβρίου 2022.

Σήμερα, φέρνουμε στο φως το ότι σχεδόν πανομοιότυπη επιστολή εστάλη και προς τον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Ο δικηγόρος των οικογενειών των δύο δολοφονηθέντων αγωνιστών, καταρχάς, ενημερώνει ότι αναφορικά με το ως άνω θέμα είχε αποστείλει επιστολή ημερ. 1.12.2021, προς τον τέως Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη, χωρίς όμως οποιαδήποτε ανταπόκριση από πλευράς Προεδρίας. Γι’ αυτό και επανέρχεται απευθυνόμενος προς τον νυν Πρόεδρο, με την προσδοκία ότι το περιεχόμενο της παρούσης θα ληφθεί υπόψη και θα ληφθούν όλες οι αναγκαίες και ενδεδειγμένες ενέργειες, προς πλήρωση των ηθικών υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο κ. Αιμιλιανίδης αναφερόμενος στα γεγονότα της υπόθεσης επισημαίνει τα εξής: «Όπως βέβαια γνωρίζετε, οι δύο αγωνιστές της ΕΟΚΑ Νεοκλής Παναγιώτου και Ευριπίδης Νούρος, δολοφονήθησαν την 16ην Αυγούστου 1961 εντός του οχήματος που οδηγούσαν στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού. Μέχρι και σήμερα δεν έχουν κατονομαστεί δημοσίως τα πρόσωπα τα οποία ευθύνονται για την δολοφονία των ως άνω προσώπων. Ωστόσο, σύμφωνα με το περιεχόμενο άκρως εμπιστευτικής επιστολής ημερ. 2.9.1961 του ανώτερου αξιωματικού της Αστυνομίας κ. Γεωργίου Λαγοδόντη προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκύπτει ότι οι οδηγίες για δολοφονία των δυο προσώπων είχαν αρχικά δοθεί από τον τότε Υπουργό………… (σ.σ. κατονομάζει συγκεκριμένο υπουργό) η δολοφονία έγινε από πρόσωπα τα οποία υπάγονταν στην Υπηρεσία Πληροφοριών ενώ τα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ανήκαν και αυτά στην Υπηρεσία Πληροφοριών. Η σαφής εμπλοκή των υπηρεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των μελών της στον σχεδιασμό και την διάπραξη της δολοφονίας των ως άνω προσώπων, καθώς και η εκ των υστέρων γνώση του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία επήλθε μέσω της προαναφερθείσας επιστολής ημερ. 2.9.1961, καθιστούν την πιο πάνω ενέργεια πολιτική δολοφονία και την Κυπριακή Δημοκρατία υπεύθυνη για την εν λόγω δολοφονία. Επισυνάπτουμε αντίγραφο της επιστολής που αναφέρουμε ανωτέρω για δική σας χρήση».

Ο δικηγόρος Αχιλλέας Αιμιλιανίδης καταθέτει στη συνέχεια της επιστολής το αίτημα των δύο οικογενειών: «Δια της παρούσης υποβάλλω προς εσάς το αίτημα των μελών της οικογένειας των Νεοκλή Παναγιώτου και Ευριπίδη Νούρου, όπως αποκατασταθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία η μνήμη των δολοφονηθέντων ηρώων Νεοκλή Παναγιώτου και Ευρυπίδη Νούρου, εν τη εννοία της ηθικής δικαίωσης και αποκατάστασης της μνήμης τους. Προς άρση κάθε ασάφειας αναφέρω ότι τα μέλη της οικογένειας δεν επιδιώκουν και δεν αιτούνται με την παρούσα επιστολή χρηματική αποζημίωση, ούτε και είναι αυτός ο σκοπός τους. Μοναδικός τους σκοπός είναι η αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης των συγγενών τους».

Ο δικηγόρος των δύο οικογενειών αιτιολογεί την ανάγκη αποκατάστασης της μνήμης των δολοφονηθέντων, επικαλούμενος μάλιστα και ανάλογα παραδείγματα σε άλλες χώρες: «Σε μια σύγχρονη δημοκρατία, μετά την πάροδο 60 ετών από τη δολοφονία των δύο αγωνιστών, η ιστορική τους αποκατάσταση από την Πολιτεία είναι επιβεβλημένη. Αυτό συνίσταται σε μια απλή αναγνώριση από το κράτος ότι η ειδεχθής αυτή πράξη συνιστούσε πολιτική δολοφονία η οποία έγινε από τους λειτουργούς της Πολιτείας. Η ανάγκη για τούτη την πράξη καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική εάν αναλογισθείτε την απουσία οιασδήποτε τιμωρίας κατά των δραστών και/ή ουσιαστικής συνεισφοράς από πλευράς της Δημοκρατίας εις την απόσειση την όποιας αμφιβολίας προς τα πρόσωπα και τις μνήμες των δύο αυτών ηρώων» αναφέρει.

«Τα τελευταία χρόνια η αναγνώριση παρόμοιων ιστορικών δολοφονιών από τα δυτικά κράτη συμβάλλει στην αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών και στον οριστικό τερματισμό των παλαιών πολιτικών παθών. Χαρακτηριστικά σας παραπέμπουμε στην πρόσφατη αναγνώριση τον Μάρτιο του 2021 από τον Πρόεδρο Μακρόν «εξ ονόματος της Γαλλίας» της δολοφονίας του Αλγερινού Αλί Μπουμεντζέλ από τον γαλλικό στρατό το 1957.

Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε ότι συνέβαλλε στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και όπως τονίστηκε από τον Γάλλο Πρόεδρο κανένα πολιτικό έγκλημα δεν μπορεί να συγχωρεθεί ούτε να αποσιωπηθεί. Πιστεύουμε κ. Πρόεδρε πως η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας των δύο αδίκως δολοφονηθέντων είναι ικανή να συμβάλει και αυτή στο να ηρεμήσει ο πόνος των συγγενών των δολοφονηθέντων» προσθέτει.

Πολιτική δολοφονία επιβεβαιώνει η Αστυνομία

Το γεγονός ότι η δολοφονία των Παναγιώτου και Νούρου είχε πολιτικά κίνητρα παραδέχεται και η Αστυνομία. Σε επιστολή ημερ. 18 – 4 – 2022 του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας προς τον δικηγόρο των οικογενειών Αχιλλέα Αιμιλιανίδη αναφέρεται: «Από την διερεύνηση που έγινε, διαπιστώθηκε ότι για τις πιο πάνω δολοφονίες σχηματίστηκαν οι ποινικοί φάκελοι, ΜΟΝΗ20/61 και 21/61. Τα κίνητρα των δολοφονιών φαίνεται να ήταν πολιτικού χαρακτήρα. Και οι δύο υποθέσεις αρχειοθετήθηκαν ως ανεξιχνίαστες στις 19/02/1962».

Η έκθεση Λαγοδόντη προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο

Η επιστολή Αιμιλιανίδη και το αίτημα των δύο οικογενειών στηρίζεται κατά βάση στο περιεχόμενο άκρως εμπιστευτικής έκθεσης του ανώτερου αξιωματικού της Υπηρεσίας Πληροφοριών Γεώργιου Λαγοδόντη προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Χάριν της ιστορικής αλήθειας, ο «Φ» παρουσίασε στις 30 Οκτωβρίου 2022, το περιεχόμενο της επιστολής Λαγοδόντη, επισημαίνοντας ότι από κάποιους αμφισβητείται η αξιοπιστία του εν λόγω αξιωματικού.

Μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι την 16η Αυγούστου 1961, εν αγνοία τους, οι δύο αγωνιστές έκλειναν ραντεβού θανάτου στην πρωτεύουσα. Εκείνην την ημέρα, οι Παναγιώτου και Νούρος είχαν προσκληθεί στο ΡΙΚ με σκοπό να διευθετηθεί η πρόσληψή τους στο ίδρυμα. Όταν αφίχθηκαν στην πρωτεύουσα με δικό τους όχημα, αντιλήφθηκαν ότι τελούσαν υπό στενή παρακολούθηση από όχημα με αριθμό εγγραφής Β270 στο οποίο επέβαιναν τέσσερα άτομα. Ανήσυχοι μετέβησαν στην αστυνομική διεύθυνση Λευκωσίας, όπου παραπονέθηκαν στον αστυνόμο για την παρακολούθησή τους. Μάλιστα, έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι το όχημα το οποίο τους παρακολουθούσε είχε σταθμεύσει στο χώρο στάθμευσης της αστυνομικής διεύθυνσης Λευκωσίας.

Ο αστυνόμος τους καθησύχασε ότι δεν υπήρχε κανένα θέμα μαζί τους. Δεν πείστηκαν και θορυβημένοι αναχώρησαν στις 1.30 μ.μ. από την Λευκωσία για να επιστρέψουν στην Λεμεσό. Είχαν σταματήσει να τους παρακολουθούν. Γύρω στις 2.30 μ.μ. είχαν φτάσει από τον παλιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού κοντά στον αστυνομικό σταθμό Μονής. Τότε, πετάχτηκαν μπροστά τους τρεις τύποι. Ο ένας τους σημάδεψε με ένα Στέρλινγκ και τους γάζωσε μέχρι που άδειασε η γεμιστήρα. Το όχημα των δύο αγωνιστών είχε γίνει κόσκινο και βρέθηκε στο χαντάκι. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, στο κορμί του Νεοκλή Παναγιώτου καρφώθηκαν 24 σφαίρες και στου Ευριπίδη Νούρου δύο.

Τα κίνητρα της δολοφονίας ήσαν καθαρά πολιτικά. Οι δύο αγωνιστές ήσαν μέλη του ενωτικού αντιζυριχικού κινήματος. Λόγω αυτής της δράσης τους εκτιμάται ότι ήσαν ενοχλητικοί για κάποιους στο χώρο της Κυβέρνησης. Γι’ αυτό και απεφάσισαν την εκτέλεσή τους. Ο σχεδιασμός της δολοφονίας τους επιβεβαιώνεται από τον αξιωματικό της Υπηρεσίας Πληροφοριών Γ. Λαγοδόντη στην επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Επιβεβαιώνεται επίσης ότι την εκτέλεσή τους έπραξαν μέλη της ΚΥΠ και ότι χρησιμοποιήθηκε όπλο της Υπηρεσίας.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, ουδέποτε η δολοφονία εξιχνιάστηκε. Ούτε καν διερευνήθηκε στοιχειωδώς.