Δεκάδες χιλιάδες πολίτες πέρασαν ένα από τα θερμότερα καλοκαίρια των τελευταίων ετών χωρίς κλιματιστικό, επειδή δεν διαθέτουν χρήματα να εγκαταστήσουν. Εάν αναλογιστεί κανείς ότι ο μέσος πολίτης αισθανόταν δυσφορία ακόμη και όταν έβγαινε από το σπίτι ή το γραφείο για πέντε λεπτά, τότε μπορεί να υποθέσει τι υπέφεραν όσοι δεν είχαν τη μαγική συσκευή του κλιματιστικού.

Στο ερώτημα, πόσες χιλιάδες πολίτες έβγαλαν χωρίς κλιματιστικό τις δύσκολες μέρες του καλοκαιριού, η ακριβής απάντηση θα έρθει μετά την ολοκλήρωση της απογραφής πληθυσμού με δεδομένο ότι οι ερωτώμενοι καλούνται να δηλώσουν κατά πόσον διαθέτουν κλιματιστικά. Ωστόσο, υπάρχουν οι αριθμοί των ενδιάμεσων καταγραφών από τη Στατιστική Υπηρεσία που αποτυπώνουν την εικόνα των τελευταίων ετών με περισσότερη ακρίβεια τα έτη 2009 και 2016.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, το 2009 ποσοστό 79,1% των νοικοκυριών διέθεταν κλιματιστικό/ κλιματιστικά, ενώ το 2015-2016 το ποσοστό ανήλθε στο 84%. Τι μας αποκαλύπτουν οι σχετικοί αριθμοί.

Αν ξεχάσουμε προς στιγμή τα πιο πάνω ποσοστά και εξετάσουμε το θετικό σενάριο της αύξησης των κλιματιστικών κατά 5% τότε παρουσιάζεται η εξής εικόνα: Με δεδομένο ότι στην απογραφή του 2021 έχουν καταγραφεί 918.000 άτομα και λαμβανομένου υπόψιν πως, κατά μέσον όρο, κάθε νοικοκυριό αποτελείται κατά μέσο όρο από 2,6 άτομα, τότε υπάρχουν περίπου 353.000 σπίτια/ διαμερίσματα. Στο καλό σενάριο με βάση το οποίο το ποσοστό 84% των οικιών/ διαμερισμάτων που διαθέτουν κλιματισμό αυξήθηκε τώρα στο 89%, τότε σημαίνει πως περίπου σε 314.000 σπίτια/ διαμερίσματα υπάρχουν κλιματιστικά ή κλιματιστικό. Με βάση τον μέσο όρο νοικοκυριού (2,6 άτομα) σημαίνει πως 814.842 άτομα έχουν στους χώρους διαμονής τους κλιματισμό. Με το ίδιο σενάριο περίπου 101.000 άτομα δεν έχουν κλιματιστικό στο σπίτι/ διαμέρισμα.

Αν τώρα λάβουμε υπόψιν τον πληθυσμό και τα νοικοκυριά με βάση την απογραφή του 2021 (που είναι και η τελευταία) θεωρώντας πως τα κλιματιστικά αυξήθηκαν κατά 3% (αντί 5% με το αισιόδοξο σενάριο) τότε πάμε στο 87%, οπόταν έχουμε 307.000 οικιστικές μονάδες με κλιματισμό που μεταφράζεται σε 798.000 άτομα, κάτι το οποίο σημαίνει πως περίπου 46.000 νοικοκυριά ή περίπου 120.000 άνθρωποι δεν έχουν ούτε ένα κλιματιστικό.

Αξίζει να σημειωθεί, πως υπάρχουν νοικοκυριά τα οποία διαθέτουν μόνο ένα κλιματιστικό, οπόταν όταν η κατάσταση είναι ανυπόφορη, παρατηρείται το φαινόμενο να κοιμούνται όλοι στον ίδιο χώρο. Σε άλλα νοικοκυριά υπάρχουν κλιματιστικά μόνο στα υπνοδωμάτια και βεβαίως υπάρχουν και σπίτια/διαμερίσματα τα οποία διαθέτουν κλιματισμό σε όλους τους χώρους.
Εξάλλου, υπάρχουν και τα νοικοκυριά που διαθέτουν είτε ένα είτε και περισσότερα κλιματιστικά, αλλά τα θέτουν σε λειτουργία μόνο κατά την ώρα του ύπνου, φαινόμενο το οποίο εντάθηκε ύστερα από τον τερματισμό της κρατικής χορηγίας.

Σημειώνεται, πως την περίοδο προ της οικονομικής κρίσης, με βάση τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, το μέσο νοικοκυριό κλιμάτιζε μόνο τα 50 τετραγωνικά μέτρα της κατοικίας του από τα 168 τετραγωνικά μέτρα της μέσης συνολικής επιφάνειάς του. Τα χρησιμοποιούμενα κλιματιστικά ήταν σχετικά νέας τεχνολογίας, αφού πάνω από 70% είχαν εγκατασταθεί τα τελευταία 10 χρόνια εκ των οποίων τα μισά την τελευταία πενταετία.

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί, πως πολλά σπίτια άρχισαν να κλιματίζονται μετά το 2000, κάτι το οποίο φανερώνει τις συνθήκες υπό τις οποίες διαβιούσαν τα καλοκαίρια εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες.

Με τα σημερινά δεδομένα, τα κλιματιστικά θεωρούνται σχεδόν είδος πρώτης ανάγκης. Όσοι δεν διαθέτουν κλιματιστικά χρησιμοποιούν κυρίως ανεμιστήρες οι οποίοι, ωστόσο, δεν ψύχουν τους χώρους στους οποίους λειτουργούν αφού το μόνο που κάνουν είναι να στέλνουν τον ζεστό αέρα προς διάφορες κατευθύνσεις. Παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούνται σε χιλιάδες νοικοκυριά.

Πάντως, λόγω κυρίως των καιρικών συνθηκών, σχεδόν σε όλες τις νέες οικοδομές εγκαθίστανται κλιματιστικά. Παράλληλα, ύστερα από τα κίνητρα των τελευταίων χρόνων στην εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι επιλέγουν τα κλιματιστικά όχι μόνο για το καλοκαίρι αλλά και για τον χειμώνα, δεδομένου ότι ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος περιορίζεται σε μερικές δεκάδες ευρώ, αν και χωρίς τα φωτοβολταϊκά η ψύξη και η θέρμανση μιας οικιστικής μονάδας κοστίζει πολλαπλάσια.

Mικρότερο το πρόβλημα τον χειμώνα

Μπορεί μεν ακόμη η θερμοκρασία να βρίσκεται στα ύψη αλλά αν οι εποχές εξακολουθούν να έχουν διαχωριστικές γραμμές, το φθινόπωρο απέχει μόλις μερικές μέρες και, θεωρητικά, έρχονται πιο δροσερές μέρες και βεβαίως ακολουθεί ο χειμώνας, για τον οποίον τα νοικοκυριά είναι πιο προετοιμασμένα, σε σχέση με το καλοκαίρι, υπό την έννοια ότι ακόμη και κεντρική θέρμανση να μην διαθέτουν αρκετές οικιστικές μονάδες, οι ταπεινές θερμάστρες μπορούν να έχουν καλύτερα αποτελέσματα από ότι οι ανεμιστήρες το καλοκαίρι.

Με βάση την τελευταία απογραφή σχεδόν το σύνολο των νοικοκυριών (98,4%) χρησιμοποιούσε κάποιο σύστημα/ εξοπλισμό για να θερμαίνει μέρος της κατοικίας του κατά τη χειμερινή περίοδο. Συγκεκριμένα, στην πλειονότητά τους ως κύριο τύπο θέρμανσης τα νοικοκυριά χρησιμοποιούν κινητές θερμάστρες (39,3%), ενώ μεγάλο ποσοστό νοικοκυριών διαθέτει κεντρική θέρμανση (29,2%) και κλιματιστικά ζεστού αέρος (16,9%). Λιγότερο διαδεδομένη είναι η χρήση τζακιού (7,3%), θερμοσυσσωρευτών της ΑΗΚ (4,8%) και μη μετακινούμενων μεταλλικών σομπών ή άλλου εξοπλισμού (0,9%). Κατά μέσον όρο τα νοικοκυριά θέρμαιναν μόνο τα 90 τετραγωνικά μέτρα της κατοικίας τους, σε σύγκριση με τα 168 τετραγωνικά μέτρα της μέσης συνολικής επιφάνειάς τους. Η μεγάλη πλειοψηφία (68%) χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό θέρμανσης της κατοικίας για 3 έως 4 μήνες τον χρόνο, ενώ ποσοστό 46,2% χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό θέρμανσης για 3 έως 5 ώρες ημερησίως.

Σημειώνεται, πάντως, πως με τα νέα δεδομένα στον τομέα της ενέργειας για μηδενική κατανάλωση, θεωρητικά –και νοουμένου ότι θα τηρούνται οι σχετικές προδιαγραφές– οι οικιστικές μονάδες χρειάζονται λιγότερη ενέργεια για θέρμανση τον χειμώνα και ψύξη το καλοκαίρι.
Έχοντας υπόψιν τα σημερινά δεδομένα, πολλοί διερωτώνται, «πώς άντεχαν οι προηγούμενες γενιές ανθρώπων τέτοιες καιρικές συνθήκες. Η αλήθεια είναι ότι παρά τις κατά καιρούς εξάρσεις στη θερμοκρασία, γενικά οι καιρικές συνθήκες ήταν πιο υποφερτές. Εξάλλου, σύμφωνα και παλαιότερη μελέτη του καθηγητή του ΑΤΙ και αργότερα στο ΤΕΠΑΚ, Σωτήρη Καλογήρου, τα προηγούμενα χρόνια οι άνθρωποι ζούσαν σε θερμοκρασίες 16-20 βαθμούς Κελσίου τον χειμώνα αντί μεταξύ 11-20 βαθμούς που επικρατούν στα σπίτια που κτίστηκαν μετά το 1960.

Εξάλλου, το καλοκαίρι η εσωτερική θερμοκρασία κυμαινόταν μεταξύ 29-30 σε σχέση με 33-35 που επικρατούν στα σπίτια που χτίστηκαν μεταγενέστερα (με επίπεδη στέγη). Στην περίπτωση των 29-30 βαθμών κατά τη διάρκεια της ημέρας, ένας ανεμιστήρας έδινε την αίσθηση της ανακούφισης, ενώ στην περίπτωση των 33-35 βαθμών κάτι τέτοιο δεν ισχύει.