Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά τη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία, απέρριψε ομόφωνα έφεση κατά απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, να επιδικάσει συγκεκριμένες αποζημιώσεις για τον θάνατο του ήρωα Μιχάλη Ηρακλέους κατά την έκρηξη στο Μαρί. Η οικογένεια του έκρινε ότι οι αποζημιώσεις που αποφασίστηκαν δεν ήταν αυτές που έπρεπε λόγω της απώλειας και του τιμωρητικού χαρακτήρα που έπρεπε να έχουν.
Ο Μιχάλης Ηρακλέους, Εθελοντής Πενταετούς Υποχρέωσης (ΕΠΥ) στο στρατό της Δημοκρατίας, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου, ήταν ένα από τα 13 πρόσωπα που έχασαν τη ζωή τους, στις 11 Ιουλίου, 2011, συνεπεία της φονικής έκρηξης που συνέβη στη Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης», στο Μαρί, αποτέλεσμα ανάφλεξης πυρίτιδας σε αριθμό εμπορευματοκιβωτίων που περιείχαν στρατιωτικό υλικό και φυλάσσονταν στην πιο πάνω στρατιωτική βάση.
Ο Γενικός Εισαγγελέας – εφεσίβλητος ανέλαβε, εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, την ευθύνη για τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο του Μιχάλη Ηρακλέους, ο οποίος εγκατέλειψε σύζυγο και δύο παιδιά, ένα εκ των οποίων κατά την ημερομηνία της έκρηξης ήταν ανήλικο, έχοντας πλέον ενηλικιωθεί. Τα ως άνω μέλη της οικογένειας του αποβιώσαντα, καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή, με την οποία αξίωναν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ως αποτέλεσμα του προκληθέντος θανάτου του Μιχάλη Ηρακλέους, ως επίσης τιμωρητικές αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο»), καταγράφοντας το ιστορικό των γεγονότων που οδήγησαν στην έκρηξη και στο θανάσιμο τραυματισμό του Μ. Ηρακλέους, ως παραδεκτά τέθηκαν υπόψη του, όπως και τα διάφορα ωφελήματα και οικονομική βοήθεια που χορηγήθηκαν από την Δημοκρατία στην οικογένεια του αποβιώσαντος, προχώρησε να επιδικάσει προς όφελος τους, συνολικά, το ποσό των €377.686. Στο εν λόγω ποσό περιλαμβάνεται: (Α) €17.086 για απώλεια (bereavement), (Β) €210.600 για απώλεια απολαβών, ήτοι το 75% του ποσού των €280.800 που αντιπροσωπεύει το ποσοστό εξάρτησης των εξαρτώμενων του αποβιώσαντος για περίοδο δώδεκα ετών, και (Γ) €150.000 γενικές αποζημιώσεις για παραβίαση ανθρώπινων και συνταγματικών δικαιωμάτων των εφεσιόντων, στις οποίες περιλαμβάνονται και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Παράλληλα, ως η προηγηθείσα συναντίληψη των πλευρών, αποφασίστηκε ότι τα πιο πάνω ποσά θα φέρουν τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Η πρωτόδικη απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένους τους εφεσείοντες, οι οποίοι προσβάλλουν επί μέρους ευρήματα και πτυχές της. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο ποσό που επιδίκασε σαν αποζημιώσεις, αφού, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες της υπόθεσης, οι εφεσείοντες δικαιούνταν πιο ψηλές αποζημιώσεις. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι αποδέχθηκε ότι η περίπτωση δικαιολογούσε την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, εντούτοις δεν καθόρισε το συγκεκριμένο ποσό ξεχωριστά από το γενικότερο ποσό αποζημιώσεων.
Προβάλλεται επίσης, ότι εσφαλμένα επιδίκασε το ποσό των €17.086 για όλους τους εφεσείοντες, σαν σύνολο, υποδεικνύοντας ότι το ως άνω ποσό, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπό συζήτηση υπόθεση αφορούσε παραβίαση ανθρώπινων και συνταγματικών δικαιωμάτων, θα έπρεπε καταμεριζόμενο να αυξηθεί, ανεξάρτητα του ποσού για την απώλεια (bereavement).
Όπως καταγράφεται στην απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του τις περιστάσεις που περιβάλλουν την ειδικότερη αυτή περίπτωση, μεταξύ άλλων το γεγονός ότι ως αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεων που εντόπισε, οι εφεσείοντες αποστερήθηκαν τον πατέρα και σύζυγο, εξέλιξη τραγική, που τους προκάλεσε, πέραν από 6 οικονομικές ζημιές, σοκ και ψυχική οδύνη, κατέληξε να επιδικάσει το ποσό των €150.000 ήτοι €50.000 για κάθε ένα ενάγοντα
Το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε λανθασμένη καθοδήγηση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά το ζήτημα του υπολογισμού των αποζημιώσεων που έκρινε ότι η πλευρά των εφεσειόντων εδικαιούτο. Ούτε τα ποσά που επιδικάσθηκαν, εντοπίζεται να είναι έκδηλα χαμηλά. Στάθμισε ορθά το σύνολο των παραγόντων που μπορούσε να προσμετρήσει, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία στην οποία εντόπισε να εμπεριέχονται αρκετά κοινά χαρακτηριστικά ως προς τα γεγονότα, προσαρμόζοντας το ποσό στα κυπριακά δεδομένα. «Η εισήγηση των εφεσειόντων επί του συζητούμενου, δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Ο καθορισμός των σχετικών αποζημιώσεων εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε παρέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου», κατέληξε το Ανώτατο.