Ο Ζαχαρίας Μ. Γεωργίου, φιλόλογος από τη Χλώρακα, φίλος και συναγωνιστής των δύο ηρώων, γράφει για το ιστορικό της δολοφονίας των δύο αγωνιστών της ελευθερίας της Κύπρου.
Ήταν γύρω στις 3 το πρωί, στις 7 του Μάρτη του 1957, βαθειά χαράματα. Μια ομάδα προδοτών, 4 άτομα, καταφθάνει στην Ιερά Μονή του Αγίου Νεοφύτου, πλαισιωμένη από αγγλικά στρατεύματα. Γνωρίζοντας το σύνθημα και το παρασύνθημα, συναντούν τον ηγούμενο του μοναστηριού. Ζητούν απ’ αυτόν να συναντήσουν επειγόντως τον Χρίστο Κκέλη, τον μεγάλο αγωνιστή της ΕΟΚΑ. Τότε τους αποστέλλει στον ιερομόναχο Λαυρέντιο. Ήταν ντυμένοι όπως και οι αντάρτες της ΕΟΚΑ, πάνοπλοι σαν αστακοί, σκονισμένοι και ταλαιπωρημένοι. Προφασίστηκαν ότι ανήκαν στην ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου και μόλις κατόρθωσαν να διαφύγουν από τη μάχη του Μαχαιρά, η οποία έγινε 3 ημέρες πριν. Ζήτησαν επειγόντως να συναντήσουν τον Κκέλη γιατί του κυνηγούσαν οι Άγγλοι. Ήθελαν να καταταγούν στην ομάδα του.
Ο ιερομόναχος Λαυρέντιος παρασύρθηκε από όλα αυτά τα σκηνοθετημένα και τους οδήγησε στην Τάλα. Εκεί συνάντησαν τους δύο, επίσης, μεγάλους αγωνιστές Μιλτιάδη Στυλιανού και Δανιήλ Παπαδόπουλο. Όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το μέρος του κρησφύγετου, όπου ο Κκέλης απούσιαζε. Στάθμευσαν στο σπιτάκι που ήταν και το κρησφύγετο και ο Μιλτιάδης πήγε να ειδοποιήσει τον Κκέλη.
Μόλις απομακρύνθηκε ο Μιλτιάδης, οι δύο προδότες μαζί με τον Δανιήλ και τον ιερομόναχο απομακρύνθηκαν λίγο πιο πάνω από το κρησφύγετο. Εκεί υπήρχε ένα άλλο μικρό σπιτάκι και έτσι όπως έκαναν τον περίπατο τους θέλησαν να το δουν.
Όταν ο Μιλτιάδης πήγε στο σπίτι του Κκέλη, ο Κκέλης απούσιαζε. Η μητέρα του επειδή γνώριζε καλά τον Μιλτιάδη του είπε «θα είναι στο σπίτι του Λαχανά», δηλαδή στον Αντώνη Λαχανά. Πράγματι ήταν εκεί με τα παιδιά του Λαχανά. Αφού του διηγήθηκε το κάθε τι και μετά από πεισματώδη παρότρυνση πείσθηκε να πάει στο κρησφύγετο παρά και την αντίρρηση των παιδιών του Λαχανά.
Αφού περάσανε από το καφενείο του αδελφού το Κκέλη, Γεώργιου-Σάρπα, ήπιανε τον καφέ τους, πήρανε τα τσιγάρα τους, συζήτησαν και πάλι το θέμα αν έπρεπε να πάνε στο κρησφύγετο. Ήταν τότε εκεχειρία και ο Κκέλης υποψιαζόταν παγίδα. Επειδή περίμενε όμως να του στείλουν ένα όλμο, για να κτυπήσει ένα φυλάκιο που εγκατέστησαν οι Άγγλοι πρόσφατα στη Κισσόνεργα, αποφάσισε να πάνε.
Η ώρα ήταν περίπου 6 το πρωί. Όταν πλησίασαν οι δύο αγωνιστές της ελευθερίας το κρησφύγετο, ακούστηκε η φωνή των προδοτών: «Κκέλη και Μιλτιάδη παραδοθείτε γιατί είστε περικυκλωμένοι».
Εκείνοι όμως άρχισαν αμέσως να πυροβολούν προς το μέρος των προδοτών που βρίσκονταν καλυμμένοι μέσα στη λίμνη. Οι προδότες και τα αγγλικά στρατεύματα, τα οποία ακολουθούσαν τους προδότες και τους προστάτευαν, ανταπέδωσαν το πυρ. Οι δύο αγωνιστές κατάφεραν να μπουν στο σπιτάκι. Μετά από λυσσώδη μάχη, ο στρατός χρησιμοποίησε χειροβομβίδες οι οποίες πέσανε στη χωματένια στέγη του σπιτιού. Το έργο των προδοτών εξετελέσθη.
Τα δύο παλληκάρια που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Άγγλων με τις αμέτρητες ενέδρες και όχι μόνον, προτίμησαν τον τιμημένο θάνατο παρά την ταπείνωση. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Δανιήλ, ο ιερομόναχος και οι δύο προδότες που βρίσκονταν λίγο μακριά από την ενέδρα διερωτόντουσαν τι συμβαίνει. Μετά τους δύο αυτούς αγωνιστές τους οδήγησαν στον Αστυνομικό Σταθμό Πάφου και από εκεί στα κρατητήρια των Πλατρών όπου και άκουσαν τα κακά μαντάτα.
Μετά τη μάχη οι Άγγλοι ειδοποίησαν το στρατόπεδο τους, όπου σε λίγο έφθασε ένα ασθενοφόρο και πήρε τα δύο νεκρά παλληκάρια στο νεκροτομείο του νοσοκομείου.
Στις 11 προ μεσημβρίας, ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο τύπου τζιπ, σταμάτησε έξω από το σπίτι του Κκέλη. Ο επικεφαλής αξιωματικός φώναξε τον αδελφό του Κκέλη, Γεώργιο Σάρπα και τον πήρε στο νεκροτομείο του Νοσοκομείου Πάφου για αναγνώριση. Πράγματι τους αναγνώρισε. Ο Μιλτιάδης βλήθηκε από 7 σφαίρες από το λαιμό και κάτω. Ο Χρίστος Κκέλης από βλήμα χειροβομβίδας που πέρασε από το κρανίο του και βγήκε από το σαγόνι. Επίσης, είχε βληθεί βαρύτατα στο ένα πόδι. Μετά οδήγησαν τον Σάρπα σε άλλο δωμάτιο και του έδωσαν τα ματωμένα ρούχα, τα προσωπικά τους αντικείμενα και ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Ήταν το ραδιοφωνάκι που έδωσα στον Κκέλη πριν λίγο καιρό. Μόλις το είχα αγοράσει και είχε δύο κολανάκια και το έδεσα στο σκελετό του ποδηλάτου μου. Μόλις το είδε και το άκουσε που έπαιζε μία απέραντη χαρά σκέπασε το πρόσωπο του.
– Ζαχαρία δώσε μου το.
– Χρίστο μου, μόλις το αγόρασα, δεν έχει μία ώρα.
– Να χαρείς Ζαχαρία, δώσε μου το για να ακούω τα νέα και λίγη μουσική στο κρησφύγετο μου.
Τι να κάνω, του το έδωσα. Την επόμενη της δολοφονίας, στις 8 το πρωί φέρανε τον Χρίστο για την ταφή. Το χωριό όλο υπό περιορισμό στα σπίτια. Δεν επέτρεψαν σε κανένα να παρακολουθήσει την κηδεία, εκτός από τους γονείς και τους πολύ στενούς συγγενείς, Το ίδιο έγινε και στη κοινότητα της Τάλας με τον Μιλτιάδη Στυλιανού. Έτσι γράφτηκε ο επίλογος των δύο ηρώων. Κατάρα στους προδότες.