Ο Λοΐζος Πίπης γράφει για τον Τάκη Χατζηδημητρίου και θυμάται μια συγκέντρωση της ΕΔΕΚ στο χωριό του το κατεχόμενο σήμερα Αργάκι.
Τιμήθηκε από τον Πρόεδρο κ.κ. Νίκο Αναστασιάδη με το Ανώτατο Παράσημο της Κυπριακής Δημοκρατίας ο Τάκης Χατζηδημητρίου, τόσο για την αμισθί προσφορά του ως πρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής Αποκατάστασης Θρησκευτικών – Ιστορικών Μνημείων όσο και για την ευσυνείδητη εκτέλεση του καθήκοντός του.
Γόνος ευγενούς οικογένειας, ο τιμηθείς Τάκης Χατζηδημητρίου, ακολούθησε πιστά, τόσο στην αρετή όσο και στις μορφωτικές – πνευματικές αξίες σε όλα τα σενάρια της ζωής του, τον πρώην υφυπουργό Παιδείας, Λουκή Ακρίτα, στην ελληνική πρωτεύουσα.
Άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας ο Τάκης, τόσο αυτός όσο και η αδελφή του, Ήβη, παρέλειπαν τα ταπεινά ασήμαντα και υιοθετούσαν τα άριστα και τα υψηλά. Από τα πρώτα χρόνια της φοιτητικής ζωής του μέχρι και χθες πρόσφερε στον Αγώνα για την ελευθερία της Πατρίδας του. Βαθύς στοχαστής και πρωτοπόρος πολιτικός, αγωνίστηκε πρώτος των πρώτων για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα βοηθώντας ποικιλοτρόπως τους κατατρεγμένους από τη Χούντα, προσφέροντας τους στέγη, ψωμί και ύδωρ. (Πού ήταν τότε ο Παναγούλης);
Ήταν στ’ αλήθεια δύσκολη και σκληρή η χούντα με τους ανελεύθερους Νόμους της. Και όμως, αυτός στολισμένος με μια εσω-δημοκρατική μεμβράνη, φλεγόταν υπέρ Βωμών και Εστιών.
Ρίχτηκε στη μάχη μαζί με όμαιμους του – ζωντανούς αγωνιστές, οι οποίοι όλοι μαζί δημιούργησαν κι έφτιαξαν κάτι που έλειπε από καιρό στην Κύπρο – ένα κόμμα, μια οργάνωση αγωνιστική που αγαπούσε τον άνθρωπο κι αγωνιζόταν για το ψωμί και τη Λευτεριά.
Σε τούτη την εποχή, κάτι που μου έμεινε ζωντανό μέσα στη ψυχή μου και δεν μπορούσε να αποκοπεί από τη μνήμη μου ήταν η πανηγυρική συγκέντρωση της ΕΔΕΚ στο χωριό μου Αργάκι – με προπομπούς Λυσσαρίδη, Χατζηδημητρίου, Θεοδώρου και πολλούς άλλους θερμούς νέους της περιοχής Μόρφου και από αλλού. Ήταν μια λαοθάλασσα που όλοι τους ήσαν εκεί. Η ενθουσιώδης προσφώνηση Χατζηδημητρίου προς το πλήθος και η ιστορική ομιλία Λυσσαρίδη πύκνωνε τον ενθουσιασμό για την ελευθερία.
Γυναίκες έκλαιαν. Γέροντες μονολογούσαν: «Ο Θεός να σκέπει και οι άγγελοι να σκεπάζουν αυτά τα παιδιά με τα μεγάλα τους φτερά». Την ώρα που συνεχιζόταν η ομιλία και ο κόσμος κινείτο και πήγαινε προς τα εκεί, μια μαυροφορεμένη γυναίκα με το παραδοσιακό της τσεμπέρι προχωρούσε αργά και σταθερά κρατώντας μέσα στα χέρια της κάτι σαν φυλακτό.
Το σκοτάδι πύκνωνε για καλά. Τα φώτα της πλατείας έσβησαν κι ένας – ένας οι άνθρωποι αναχωρούσαν για τα «εκεί» έσω του.
«Θα έλθω αύριο» έλεγε και ξαναέλεγε η γριά «για να εκπληρώσω το «τάμα» μου προς εκείνα τα παιδιά, που από πάλαι ποτέ μέχρι σήμερα δημιουργούσαν προπύργια αντίστασης κατά των εθνοδούλων».
Ναι θα έλθω αύριο – «ίσως αύριο έσεται άμεινον»– για να σφίξω θερμά το χέρι στους όσους ή όποιους φύλαγαν στη ζωή τους Θερμοπύλες.
Στάθηκα και την παρακολουθούσα που έφευγε. Θαύμαζα την υπομονή της, την αφοσίωση της προς το «τάμα» της. Μικροί εμείς και ασήμαντοι, Μεγάλη όμως εκείνη και υπερ-ύψηλη, χωρίς κανένα ανθρώπινο χέρι να μπορεί να την αγγίζει.