Ο Κιμ Γιονγκ Ουν αποκαλύπτεται πως έζησε μια μυστική του εφηβεία στην Ελβετία. Για μία πενταετία, ο γιος της πιο κλειστής δυναστείας του πλανήτη έζησε υπό ψεύτικη ταυτότητα, φοίτησε σε δημόσιο σχολείο, μοιράστηκε θρανία με παιδιά μεταναστών και έζησε, για λίγο, σαν ένας έφηβος της Δύσης.

Τα χρόνια του Κιμ Γιονγκ Ουν στην Ελβετία παραμένουν ένα από τα πιο παράξενα και αποκαλυπτικά κεφάλαια της ζωής του ανθρώπου που θα γινόταν ο απόλυτος ηγέτης της Βόρειας Κορέας.

Μια πενταετία κατά την οποία ο γιος της πιο κλειστής δυναστείας του πλανήτη έζησε υπό ψεύτικη ταυτότητα, φοίτησε σε δημόσιο σχολείο, μοιράστηκε θρανία με παιδιά μεταναστών και έζησε, για λίγο, σαν ένας έφηβος της Δύσης – ακριβώς ό,τι δεν θα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του ως ενήλικας. Η αντίφαση ανάμεσα σε αυτή τη φάση «κανονικής ζωής» και στον ηγεμόνα που θα αναδυθεί από αυτήν, είναι που κάνει την ιστορία του τόσο συναρπαστική και ανησυχητική.

Ένας 12χρονος φτάνει στη Βέρνη

Το καλοκαίρι του 1996, ο 12χρονος τότε Κιμ, με ψευδώνυμο Πακ Ουν, αναχώρησε για τη Βέρνη. Έφτασε ως «γιος διπλωμάτων της Βόρειας Κορέας», συνοδευόμενος από τον μεγαλύτερο αδελφό του και υπό την επιμέλεια της θείας του, η οποία είχε αναλάβει να οικοδομήσει μια πειστική ιστορία κανονικότητας γύρω από τα παιδιά της δυναστείας.

Η οικογένεια είχε εγκατασταθεί σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στο προάστιο Λίμπεφελντ, σε μια περιοχή που δεν θύμιζε σε τίποτα την κλειστοφοβική υπερ-σκηνοθεσία της Πιονγκγιάνγκ. Το κτίριο, αγορασμένο από το καθεστώς για τους διπλωμάτες του, ήταν μια τριώροφη κατασκευή με κήπο και υδρογόνες, περισσότερο λειτουργική παρά πολυτελής. Ο μικρός Κιμ, όμως, είχε όσα μπορούσε να επιθυμήσει ένας έφηβος της εποχής: PlayStation, μίνι-ντισκ, DVD που δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη, συλλογή ταινιών του Τζάκι Τσαν και του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ.

Ένα περιβάλλον διεθνές, κοσμοπολίτικο, ασφαλές

Αρκεί μια ματιά στα οικογενειακά άλμπουμ της περιόδου για να αποκαλυφθεί το εύρος της ζωής του στη Δύση: Μασσαλία, ιταλικά εστιατόρια, διακοπές στο Euro Disney, σκι στις Άλπεις, φωτογραφίες με παίκτες του NBA. Κι όμως, όλα αυτά γίνονταν υπό το άγρυπνο βλέμμα των ελβετικών υπηρεσιών, που γνώριζαν πολύ καλά ποιοι ήταν οι φιλοξενούμενοι στο νούμερο 10 της Kirchstrasse.

Αρχικά φοίτησε στο International School of Berne, ένα ακριβό ιδιωτικό αγγλόφωνο σχολείο για παιδιά διπλωματών. Ένα περιβάλλον διεθνές, κοσμοπολίτικο, ασφαλές. Ένα πλαίσιο όπου ο νεαρός Κιμ, παρά την εσωστρέφειά του, μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς να ξεχωρίζει. Όμως αυτή η φάση θα διακοπεί απότομα όταν η μητέρα του θα διαγνωστεί με καρκίνο και η θεία του θα αποφασίσει, φοβούμενη για την επιβίωση της οικογένειας, να ζητήσει πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ. Τότε ο Κιμ θα μεταφερθεί στο δημόσιο σχολείο του Λίμπεφελντ, στο Steinhölzli, ένα σχολείο με μόλις 200 μαθητές.

Εκεί, το προσωπείο του «Πακ Ουν» θα συναντήσει για πρώτη φορά την πραγματικότητα. Δεν ήταν καλός μαθητής· δυσκολευόταν με τα γερμανικά, ένιωθε ταπεινωμένος όταν έπρεπε να απαντήσει μπροστά στην τάξη, γινόταν επιθετικός όταν δεν καταλάβαινε τους συμμαθητές που μιλούσαν τη δύσκολη ελβετική διάλεκτο.

Παιδιά θυμούνται ότι τους κλωτσούσε στις κνήμες ή τους έφτυνε από εκνευρισμό, ενώ φορούσε καθημερινά φόρμες Adidas και τα τελευταία Air Jordans – σύμβολα οικονομικής άνεσης αλλά και απόλυτης αποστασιοποίησης από τον τοπικό κώδικα νεανικής ένδυσης. Δεν φορούσε ποτέ τζιν· στο σπίτι του η λέξη «τζιν» ήταν συνώνυμο του αμερικανικού καπιταλισμού.

Δεν ήταν καλός μαθητής· δυσκολευόταν με τα γερμανικά, ένιωθε ταπεινωμένος όταν έπρεπε να απαντήσει μπροστά στην τάξη, γινόταν επιθετικός όταν δεν καταλάβαινε τους συμμαθητές του


Κοινωνικά απομονωμένος

Την ίδια στιγμή όμως ήταν κοινωνικά απομονωμένος. Δεν πήγαινε σε πάρτι, σε εκδρομές, ούτε σε ντίσκο. Δεν άγγιζε αλκοόλ, δεν μιλούσε με κορίτσια, δεν αποκάλυπτε τίποτα για τη ζωή του. Οι συμμαθητές του τον θυμούνται ως ήσυχο, απόμακρο, με μια επιμονή που μπορεί να θύμιζε φιλοδοξία αλλά και μια εσωτερική ένταση.

Στην έκτη τάξη, όταν οι τάξεις χωρίζονταν σε πιο δυνατούς και πιο αδύναμους μαθητές, εκείνος και ο φίλος του Ζοάο κατέληξαν στο «αδύναμο» τμήμα. Εκεί ο Κιμ γινόταν συχνά νευρικός όταν δεν μπορούσε να εκφραστεί, αλλά μπορούσε να δείξει και αποφασιστικότητα, ακόμη και ξαφνικά ξεσπάσματα, χαρακτηριστικά που θα τον ακολουθούσαν και στην ενήλικη ζωή του.

Αν υπήρχε κάτι που φώτιζε πραγματικά τον νεαρό Κιμ, αυτό ήταν το μπάσκετ. Με φανέλα των Chicago Bulls, νούμερο 23, και αυθεντικά Air Jordan, ο Κιμ περνούσε τον χρόνο του στις μπασκέτες του σχολείου ή στη γειτονική Λερμπερματ – κάθε μέρα, μετά το κατώρι.

Ήταν ανταγωνιστικός, επιθετικός, μερικές φορές χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μητέρα του τον επισκεπτόταν συχνά για να τον επιπλήξει ότι παραμελούσε τα μαθήματα για το μπάσκετ, όμως ο μύθος ότι «το μπάσκετ σε ψηλώνει» ήταν για αυτήν μια παρηγορητική δικαιολογία. Ίσως και να δούλεψε, αφού εκείνος έφτασε τα 1,70 από ένα παιδί που ήταν πάντα πολύ κοντό.

Φορούσε καθημερινά φόρμες Adidas και τα τελευταία Air Jordans – σύμβολα οικονομικής άνεσης αλλά και απόλυτης αποστασιοποίησης από τον τοπικό κώδικα νεανικής ένδυσης / WIKIPEDIA
Ένα παιδί που δεν ξεχώριζε, που δεν εντυπωσίαζε πουθενά


Η ζωή του στην Ελβετία, παρά την ιδιότυπη μυστικότητα, ήταν γεμάτη από εικόνες που δεν είχε ξαναδεί: μια ανοιχτή κοινωνία, σχολικά μαθήματα για ανθρώπινα δικαιώματα, για διαπολιτισμικότητα, για τον Μαντέλα, τον Λούθερ Κινγκ, τον Γκάντι. Ένας έφηβος που μεγάλωνε σε ένα καθεστώς όπου τα δικαιώματα δεν υπήρχαν ούτε ως λέξεις, καλούνταν τώρα να μάθει για αυτά στην τάξη.

Και όμως, τίποτα δεν δείχνει πως αυτές οι έννοιες τον επηρέασαν ως αξίες. Ίσως, αντίθετα, να ενίσχυσαν μέσα του το αίσθημα ότι έξω από το σύστημα της δυναστείας του δεν θα ήταν κανείς – ένα παιδί που δυσκολευόταν στα γερμανικά, που δεν ξεχώριζε, που δεν εντυπωσίαζε πουθενά. Η αίσθηση αυτή, σύμφωνα με αναλυτές, μπορεί να ενίσχυσε την μετέπειτα ανάγκη του να κρατήσει τη χώρα του κλειστή και τον ίδιο στο κέντρο ενός ηγεμονικού σύμπαντος.

Το τέλος ήρθε ξαφνικά. Γύρω στο Πάσχα του 2001, είπε σε έναν φίλο του ότι ο πατέρας του τον καλούσε πίσω. Κανείς άλλος δεν έμαθε τίποτα. Μια μέρα απλώς δεν ξαναπήγε σχολείο. Οι δάσκαλοι δεν είχαν ενημερωθεί. Ο Πακ Ουν εξαφανίστηκε όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί: αιφνιδιαστικά και σιωπηλά.

Δέκα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ήσυχος έφηβος που κλωτσούσε συμμαθητές του από απογοήτευση, εμφανίστηκε σε μπαλκόνι της Πιονγκγιάνγκ ως «Μεγάλος Διάδοχος», στον πιο εντυπωσιακό θρόνο κληρονομικής εξουσίας του 21ου αιώνα. Τα χρόνια της Ελβετίας για πολλούς θα έπρεπε να είχαν καλλιεργήσει έναν πιο ανοιχτό ηγέτη. Στην πραγματικότητα, φαίνεται να του έμαθαν το αντίθετο: ότι έξω από το σύστημα της δυναστείας του, δεν υπήρχε τίποτα που θα τον έκανε «κάποιον». Κι έτσι το διατήρησε με κάθε μέσο.

iefimerida.gr