Η πορεία των γυναικών για ισότιµη παρουσία και συµµετοχή σε σχέση µε τους άντρες ήταν και συνεχίζει να είναι ένα δύσκολο εγχείρηµα, σε όλους τους τοµείς της κοινωνικής, πολιτικής και οικονοµικής ζωής. Τα ανθρώπινα δικαιώµατα των γυναικών χρονολογικά είναι µια πρόσφατη υπόθεση που πρωτοαναδύχθηκε στην Ευρώπη τις αρχές του 19ου αιώνα. Μόνο µετά από πολυετείς αγώνες και παρακάμπτοντας τον παραδοσιακό τους ρόλο πέτυχαν, τουλάχιστον από νοµική άποψη, να εισπράξουν αναγνώριση.

Τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει µεταξύ των στόχων της πολιτικής της το θέμα της Ισότητα των Φύλων στην Απασχόληση. Στη Συνθήκη του Άµστερνταµ το 1997, αποσαφηνίζεται ακόµη περισσότερο ο στόχος αυτός και υιοθετείται το πλαίσιο αυτό στην πράξη.

Στην Κύπρο, το πλαίσιο της Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση προστατεύεται κυρίως από το Νόµο περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην απασχόληση και στην επαγγελµατική εκπαίδευση 2002, από το Νόµο περί Καταβολής Ίσης Αµοιβής µεταξύ Ανδρών και Γυναικών για τη ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίδια αξία 2002 και από  το Νόμο περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στα Επαγγελματικά Σχέδια Κοινωνικής Ασφάλισης 2002.

Είναι γεγονός λοιπόν, πως τα εµπόδια που συναντά το γυναικείο φύλο στην προσπάθεια του να ανελιχθεί επιτυχώς επιχειρηματικά  και να επιτύχει ταυτόχρονα να κρατήσει τις ισορροπίες συµφιλίωσης των οικογενειακών και των επαγγελµατικών ευθυνών είναι πολλά.

Η Κυπριακή οικονομία, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα «οικονομικά θαύματα» του 20ου αιώνα (Jonathan Temple «The New Growth Evidence, Journal of Economic Literature», 1999).

Συγκεκριμένα, παρά το καταστροφικό πλήγμα που δέχθηκε η Κύπρος από την παράνομη Τουρκική εισβολή το 1974,  η τοπική ανάπτυξη που ακολούθησε ήταν ραγδαία.

Παρά ταύτα, υπήρξε μετατόπιση της ανάπτυξη προς το πόλο των υπηρεσιών, παρά τον  πρωτογενή τομέα, ο οποίος το 1960 αποτελούσε το ένα τέταρτο της οικονομίας και απασχολούσε πέραν του 45% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Συνέπεια της εν προκειμένω μετατόπισης της ανάπτυξης και εξειδίκευσης στο τομέα των υπηρεσιών είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο αντιφατικές επιδράσεις στην αγορά εργασίας.

Πρώτον, η ζήτηση χαμηλής ποιότητας εργασίας λόγω της ανάπτυξης της βιομηχανίας του τουρισμού, της εστίασης, της μεταποίησης και του εμπορίου και δεύτερον η ανάπτυξη άλλων συναφών κλάδων οδήγησαν κατ΄ επέκταση στη ζήτηση εργασίας εξειδικευμένων επαγγελματιών και γραφειακής υποστήριξης. 

Η έφεση των Κυπρίων για σπουδές στους προαναφερόμενους τομείς και η συνεπακόλουθη αύξηση της προσφοράς υψηλής ποιότητας εργασίας δεν συμβάδιζε με την εξειδίκευση της οικονομίας σε συναφείς κλάδους αλλά και με την παράλληλη δημιουργία χαμηλής ποιότητας εργασίας.

Στα διαρθρωτικά προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί στην αγορά εργασίας αποτέλεσε λοιπόν διέξοδο η στροφή και η εισαγωγή εργατικού δυναμικού από Τρίτες χώρες. Συγκεκριμένα είχαν δοθεί λύσεις ως προς την απασχόληση και πλήρωση των κενών θέσεων εργασίας, αυτές που οι Κύπριοι δεν ήταν πρόθυμοι να εργαστούν, γεγονός όπου παρατηρείται μέχρι και σήμερα.

Ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο που παρατηρήθηκε και χαρακτηρίζει την Κυπριακή αγορά εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες είναι η μεγάλη αύξηση εισαγωγής οικιακών βοηθών από Τρίτες χώρες. Από τη δεκαετία του 1990 αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος εισαγωγής εργατικού δυναμικού από Τρίτες χώρες. Αυτή τη στιγμή υπολογίζονται σε 25.500 (αλλοδαποί και κοινοτικοί) και σύμφωνα με σχετική μελέτη της ΑΝΑΔ (Προβλέψεις ζήτησης και προσφοράς εργατικού δυναµικού στην κυπριακή οικονοµία 2022-2032) αποτελούν τη δεύτερη επαγγελματική ομάδα με τις μεγαλύτερες μέσες ετήσιες συνολικές ανάγκες απασχόλησης για την περίοδο 2022-2032, ύψους 934 άτομα (309 άτομα λόγω αναπτυξιακών αναγκών και 625 άτομα λόγω αποχωρήσεων). Το γεγονός αυτό οφείλεται, εν μέρει, στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κυπριακών νοικοκυριών καθώς για τη συγκεκριμένη υπηρεσία απαιτείται επιπλέον οικονομική άνεση.

Παράλληλα όμως, η απασχόληση των οικιακών βοηθών προσφέρει στα μέλη του νοικοκυριού και ειδικά στη γυναίκα, περισσότερη ανάπαυση ή χρόνο για εργασία και εξασφάλιση μεγαλύτερου εισοδήματος, πέραν του συνεπαγόμενου κόστους που απαιτεί η απασχόληση της.  Παραδοσιακά, στην κυπριακή κοινωνία οι γυναίκες είχαν μικρή συμμετοχή στην αγορά εργασίας καθώς αφιέρωναν μεγάλο μέρος από τον ημερήσιο χρόνο τους στις οικογενειακές, οικιακές υποχρεώσεις καθώς και στη φροντίδα των παιδιών τους. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η νοοτροπία έχει μεταβληθεί άρδην, καθώς οι γυναίκες έχουν αλλάξει δραστικά τη συμπεριφορά τους επιδεικνύοντας μεγάλη έφεση για ανώτερες σπουδές, επαγγελματική ανέλιξη και οικονομική δραστηριοποίηση. Η εισαγωγή οικιακών βοηθών προώθησε και οδήγησε την αύξηση της συμμετοχής του γυναικείου φύλου στο ενεργό εργατικό δυναμικό και εμπλοκή στο Κυπριακό επιχειρείν.  Εν ακολουθία, συνέβαλε και στη θετική επίδραση της αύξησης του μισθού του γυναικείου φύλου και κατ’ επέκταση και στη μείωση των μισθολογικών ή άλλων διακρίσεων σε βάρος τους.

Το σχετικό χάσμα αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων στην Κύπρο σήμερα ανέρχεται στο 9.9% κάτι το οποίο συνεχίζει να έχει επιπτώσεις ως προς την υγιή ανάπτυξη του επιχειρείν.  Παρά τη σημαντική μείωση που σημειώθηκε, καθώς το 2017 βρισκόταν στο 14%, σύμφωνα με στατιστικές υποδεικνύονται πως χρειάζονται πολλά ακόμη να βελτιωθούν. Στα συμπεράσματα της πρόσφατης μελέτης “Women in Work Index” (WiW), του  Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), διαπιστώνεται πως σύμφωνα με τον τρέχοντα ρυθμό θα χρειαστεί περισσότερος από μισός αιώνας για να κλείσει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση με τίτλο  «25 Years and Growing»,που πραγματοποίησε το Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Επιχειρηματικότητας (GEM) για το 2023 – 2024, καταγράφεται πως οι γυναίκες επιχειρηματίες της Κύπρου αξίζουν περισσότερη κοινωνική υποστήριξη και ευκολότερη πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους. Επίσης καταγράφηκε πως ο φόβος της επιχειρηματικής αποτυχίας εξακολουθεί να παραμένει εμπόδιο στη δημιουργία νέων startups για τις γυναίκες. 

Η διαχείριση και υλοποίηση των στρατηγικών που καθορίζονται στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο του πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων αποτελεί κοινή ευθύνη των θεσμικών οργάνων των Κρατών Μελών και κατά συνέπεια και των Κοινωνικών Εταίρων.

Το ΚΕΒΕ, ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των εργοδοτών, προς αντιμετώπιση αυτής της δυσμενούς εικόνας και αλλαγή της επικρατούσας κουλτούρας, προωθεί έμπρακτα σχετικές δράσεις για την ενδυνάμωση του γυναικείου ρόλου τόσο κοινωνικά όσο και επιχειρηματικά. Με επίκεντρο την υγιή επιχειρηματικότητα, το ΚΕΒΕ προγραμματίζει συχνές παρεμβάσεις για ενίσχυση του γυναικείου θεσμού, μέσω συγκεκριμένων δράσεων, διοργανώνοντας σχετικές εκδηλώσεις και σεμινάρια. Επίσης είναι βασικό μέλος του Εθνικού Φορέα Πιστοποίησης Επιχειρήσεων που εφαρμόζει πολιτικές διασφάλισης ίσων ευκαιριών, κάτι που του απονέμει την πλεονεκτική ευελιξία για να αναδείξει τα σχετικά.

Επιπλέον, το ΚΕΒΕ με δική του πρωτοβουλία, πρόσφατα έχει συνυπογράψει με την Επίτροπο Ισότητας σχετικό Μνημόνιο Συναντίληψης, το οποίο είχε άμεσο αποτέλεσμα, καθώς δρομολογήθηκαν δράσεις προώθησης για την Ισότητα των Φύλων στον εργασιακό χώρο, στην πρόσβαση των γυναικών στα Διοικητικά Συμβούλια οργανισμών και σε άλλες ηγετικές θέσεις κ.ά.

Συνοψίζοντας, σύμφωνα με την εφαρμογή των οικονομετρικών μεθόδων, εκτιμάτε πως η επίδραση που έχει η δαπάνη για οικιακό βοηθό αποτελεί πρωταγωνιστικό παράγοντα και ανταποδίδει τα μέγιστα ως προς τη θετική επίδραση και συμμετοχή της γυναίκας στην αγορά εργασίας, η οποία διατηρεί παράλληλα και την εξισορροπημένη συμφιλίωση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.

Αναμφίβολα, η αγορά εργασίας λαμβάνει τον αντίκτυπο των αξιών και των θεσμών μεταξύ των πλαισίων που λειτουργεί. Η συμπεριφορά και συμπερίληψη του γυναικείου φύλου στην αγορά εργασίας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι στην εξίσωση.

Εν κατακλείδι, παρά τις σημαντικές προκλήσεις που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις με τη μορφή του υψηλού πληθωρισμού, των αέναων αλλαγών στο εργασιακό πεδίο, των γεωπολιτικών εντάσεων, της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης, της έλλειψης δεξιοτήτων, της μακροοικονομικής αστάθειας και των κινδύνων στον κυβερνοχώρο, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η εκμετάλλευση όλου του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού στην οποιαδήποτε θέση.

Τεκμηριωμένα, η υπάρχουσα ανομοιογένεια στην αγορά εργασίας έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διακρίσεων που οδηγεί σε μη ορθολογική αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού  και ενεργεί ως τροχοπέδη στην υγιή οικονομική ανάπτυξη –  με έμφαση στο γυναικείο επιχειρείν.

Στη χώρα μας, σημειώνεται πρόοδος στα συγκεκριμένα θέματα και οι οικιακοί βοηθοί αποτελούν πρωταγωνιστικό ρόλο καθοριστικής σημασίας για τη βελτίωση του φαινομένου. Με αυτά διαφαίνεται πως είναι πολύτιμοι και πολύ χρήσιμοι οι οικιακοί βοηθοί καθώς   δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να διασφαλιστεί ένα έμφυλο εργασιακό περιβάλλον, ώστε κάθε γυναίκα να φτάνει στο μέγιστο των ικανοτήτων της μακριά από στερεότυπα και προκαταλήψεις.

Βεβαίως, αναπόσπαστο κομμάτι για την ενίσχυση του Κράτους Πρόνοιας αποτελεί και η ενσάρκωση συγκεκριμένου πυλώνα επενδύσεων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με Φορέα υλοποίησης τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Μεταξύ άλλων, καταγράφεται ειδικός στόχος επένδυσης στη διαθεσιμότητα ποιοτικών δομών φροντίδας και κοινωνικής ανάπτυξης παιδιών, στην αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας των γυναικών και συμβολή στην ισότητας των φύλων, στη συμφιλίωση της οικογενειακής με την εργασιακή ζωή, καθώς και στις ίσες ευκαιρίες για όλους.  Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η βελτίωση των δομών απογευματινής επίβλεψης και φροντίδας ανήλικων τέκνων είναι πολύτιμης σημασίας καθώς οι σημερινές ρυθμίσεις είναι δεν επαρκείς, υπολειτουργούν και παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας και του γυναικείου επιχειρείν.

Για το ΚΕΒΕ, η ισότητα των φύλων στην αγορά εργασίας είναι θεμελιώδης αξία τόσο για τον ίδιο τον άνθρωπο όσο και για την επιχείρηση. Μια ισορροπηµένη συµµετοχή γυναικών και ανδρών στην επιχειρηματική δραστηριότητα συµβάλει στη δηµιουργία ενός παραγωγικότερου, καινοτοµικού περιβάλλοντος και νοοτροπίας καθώς και σε καλύτερες οικονοµικές επιδόσεις. Βεβαίως, η ορθή κατεύθυνση προς αυτό το στόχο δεν πρέπει να εξαντλείται με την επιβολή θεσμικών υποχρεώσεων, αλλά να ενστερνίζεται την χωρίς αποκλεισμούς κουλτούρα ως βασικό συστατικό δημιουργικότητας και βελτίωσης.

Λειτουργός στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, Κοινωνικής Πολιτικής & Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού του ΚΕΒΕ