Ο Κύπριος που δείχνει το δάχτυλο απέναντι — αλλά ποτέ τον εαυτό του.
Το πρόσφατο περιστατικό στην χώρα μας με τους δύο αστυνομικούς που καταγράφηκαν εν αγνοία τους σε προσωπική, ερωτική στιγμή εν ώρα υπηρεσίας, έχει ξεπεράσει κάθε όριο θεσμικής και κοινωνικής υποκρισίας.
Δύο άνθρωποι, δημόσιοι λειτουργοί, τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και διασύρθηκαν παγκύπρια (και όχι μόνον) – όχι λόγω κάποιας σοβαρής παραβίασης καθήκοντος, αλλά εξαιτίας της ψηφιακής ηδονοβλεψίας και της αδηφάγου δίψας του TikTok για «προβολές».
Καμία κοινωνία δεν αποτελείται από τέλειους ανθρώπους. Το πρόβλημα όμως στην περίπτωση αυτή δεν είναι απλώς το λάθος ή η απερισκεψία των εμπλεκομένων. Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι η ευκολία με την οποία εμείς οι υπόλοιποι βιαζόμαστε να κρίνουμε, να κουτσομπολέψουμε, να δακτυλοδείξουμε, να αδικήσουμε. Είναι η τάση να σκεφτόμαστε μόνο τη δική μας «ζαχαρένια» — τον εαυτό μας, την άνεσή μας, την εντύπωση που θα κάνουμε — χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το πώς μπορεί να νιώσουν οι άλλοι, τι μπορεί να προκαλέσουν οι επιλογές μας και πράξεις μας. Η αδιαφορία για τις συνέπειες, η έλλειψη ενσυναίσθησης και η συναισθηματική ρηχότητα είναι το ίδιο τοξικές με την αδικία.
Οι δύο αστυνομικοί φέρουν την ευθύνη τους επειδή βρίσκονταν εν ώρα υπηρεσίας με στολή και υπηρεσιακό όχημα. Η πράξη τους ήταν απερίσκεπτη και άτοπη, ειδικά με δεδομένο το δημόσιο λειτούργημα που φέρουν. Όμως από την πειθαρχική ή ποινική αξιολόγηση ενός περιστατικού, μέχρι τον δημόσιο διασυρμό και την κοινωνική εξόντωση, η απόσταση είναι τεράστια. Γιατί αν οι ίδιοι έκαναν αυτή την επιλογή, αυτό δεν μας δίνει την ηθική άδεια να τους εξευτελίσουμε μπροστά σε ολόκληρη την κοινωνία. Η ευθύνη τους δεν ακυρώνει τη δική μας — στο πώς σχολιάζουμε, πώς διαμοιράζουμε, και πώς επιλέγουμε να πράξουμε.
Εντελώς έξω από τη δική μας δουλειά μπαίνουμε στην προσωπική ζωή των άλλων, ρωτάμε δεξιά και αριστερά, καταγράφουμε, ανεβάζουμε, διαπομπεύουμε, χωρίς να αναρωτιόμαστε τι μπορεί να προκαλέσει η οποιαδήποτε πράξη μας – τι αλυσιδωτές συνέπειες μπορεί να επιφέρει η όποια πράξη μας. Αναζητούμε αφορμές να ασχολούμαστε με το τι κάνει ο κάθε άνθρωπος στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στο σώμα του χωρίς πια κανένα ίχνος ενσυναίσθησης. Το εάν οι ίδιοι δεν σκέφτηκαν το χώρο, την ώρα και ενόχλησε τον οποιοδήποτε πολίτη, μπορούσε η καταγγελία να γίνει ιδιωτικά και να επιβληθούν τυχών πειθαρχικές ή ποινικές ευθύνες.
Η Αστυνομία αρχικά ανακοίνωσε ότι θα διερευνήσει την αυθεντικότητα του βίντεο. Στη συνέχεια, επιβεβαίωσε ότι «φαίνεται να είναι γνήσιο» και έθεσε τους δύο αστυνομικούς σε διαθεσιμότητα αφού το κοινωνικό επιχείρημα είναι ότι «φορούσαν στολή». Αυτή η ταχύτητα στην αντίδραση, σε συνδυασμό με την απόλυτη απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στον δράστη της παράνομης βιντεοσκόπησης, αποκαλύπτει την πρόθεση των Αρχών: να σώσουν προς το παρών την εικόνα τους, όχι να αποδώσουν δικαιοσύνη.
Η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων, σε δημόσια τοποθέτησή της δήλωσε ότι η δημοσιοποίηση του βίντεο όντως αποτελεί παραβίαση προσωπικών δεδομένων και ότι οι εμπλεκόμενοι έχουν δικαίωμα προστασίας. Ωστόσο, η Αρχή περιορίστηκε στην επισήμανση, χωρίς να ανακοινώσει οποιαδήποτε ενέργεια κατά του προσώπου που βιντεοσκόπησε και διέρρευσε το υλικό – τουλάχιστον όχι ακόμα.
Μας αρέσει να λέμε πως έχουμε κράτος δικαίου – αλλά λειτουργούμε αντίθετα, δηλαδή εκεί όπου η ηθική καταδίκη προηγείται της νομικής ερμηνείας, όπου η δημόσια διαπόμπευση μετρά περισσότερο από τη θεσμική δικαιοσύνη, όπου η ιδιωτική ζωή καταργείται, όχι από κράτη-παρακολουθητές, αλλά από πολίτες-επόπτες με κινητό και λογαριασμό TikTok.
Το πραγματικό σκάνδαλο δεν είναι η ερωτική συνεύρεση δύο ενηλίκων. Το σκάνδαλο είναι η απόλυτη απουσία θεσμικής πυγμής απέναντι σε μία εκδικητική, ανώριμη καταγραφή και δημόσια διαπόμπευση.
Είναι βλέπετε, η επιλεκτική ευαισθησία των θεσμών και η επιλεκτική «πολιτισμένη συμπεριφορά» – αναλόγως πως βολεύει κάθε φορά. Είναι το γεγονός ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία, δύο άνθρωποι διαλύθηκαν κοινωνικά, οικογενειακά και επαγγελματικά, όχι για κάτι που έκαναν κρυφά και/ή απερίσκεπτα διάλεξαν το λάθος τόπο και χρόνο —αλλά επειδή κάποιοι άλλοι επέλεξαν να το διαφημίσουν δημοσίως.
Την ίδια ώρα, μεγάλα οικονομικά, πολιτικά και «ένστολα» επίσης σκάνδαλα λιμνάζουν για χρόνια χωρίς ουσιαστική τιμωρία. Η υπόθεση του στρατιώτη Θανάση Νικολάου συνεχίζει να ταπεινώνει όχι μόνο τη μνήμη του ίδιου, αλλά και κάθε έννοια δικαιοσύνης. Είκοσι χρόνια η μητέρα του πολεμά μόνη της απέναντι σε ένα κράτος που αντί να ζητήσει συγγνώμη, εξακολουθεί να σιωπά, να καθυστερεί και – οξύμωρα – να καλύπτει «ένστολους»!
Κάθε τόσο ακούμε για “αδιάφθορους”, για “κάθαρση”, για “διαφάνεια”. Και όμως, οι πραγματικοί υπαίτιοι της διαφθοράς συνεχίζουν να κυκλοφορούν ελεύθεροι και ατιμώρητοι. Περιμένουμε χρόνια για δικαιοσύνη που δεν έρχεται ποτέ εν αντιθέσει, σε δύο μόλις μέρες, τιμωρήθηκαν με σκληρότητα δύο αστυνομικοί επειδή είχαν ερωτική συνεύρεση — απλώς και μόνο επειδή φορούσαν στολή. Οι άλλοι που φορούσαν στολή;
Επιπλέον, ορισμένοι ίσως σπεύσουν να αναφέρουν ως επιχείρημα π.χ. παλαιότερες περιπτώσεις δημοσιοποίησης φωτογραφιών από κρατικές δομές όπως εικόνες στα νοσοκομεία μας, οι οποίες ανέδειξαν σοβαρά ζητήματα εγκατάλειψης, αναξιοπρέπειας και κακομεταχείρισης συνανθρώπων μας. Εκεί, οι αποκαλύψεις αυτές στόχευαν στην αλλαγή και την ευαισθητοποίηση. Ήταν κοινωνικά απαραίτητες, γιατί αφορούσαν το κοινό καλό. Στην περίπτωση των αστυνομικών όμως, δεν υπάρχει τίποτα συλλογικά χρήσιμο. Υπάρχει μόνο δημόσιος διασυρμός. Δεν μπορεί να συγκρίνεται μία πράξη με σκοπό την κοινωνική δικαιοσύνη με μία πράξη καθαρά ανώριμη, εκδικητική και προσβλητική.
O τρόπος που τιμωρήθηκαν ήτο εξοντωτικός και άνισος σε σύγκριση με το πώς αντιμετωπίζονται άλλοι, πιο ισχυροί παραβάτες. Δύο άνθρωποι με οικογένειες, παιδιά, καριέρες, στιγματίστηκαν για πάντα για μια στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας και επιλογής – όχι αμέσως από τις δημόσιες αρχές του κράτους, αλλά από τον λαό και το ίντερνετ. Από εμάς!
Αν ο άνθρωπος που κατέγραψε το βίντεο ήθελε πραγματικά να αναδείξει ένα πειθαρχικό ή ποινικό ζήτημα ή εάν τον επηρέασε προσωπικά ή το ευρύ κοινωνικό σύνολο μπορούσε να απευθυνθεί εσωτερικά στην Αστυνομία και στην Ηγεσία του Σώματος νόμιμα και διακριτικά.
Αντ’ αυτού, προτίμησε τη «δόξα» του TikTok, την ψηφιακή αποθέωση και τον ρόλο του ηθικού δικαστή, διαλύοντας οικογένειες — όχι για να γίνει κάτι καλύτερο, αλλά για να γίνει θέμα. Όχι για να προστατεύσει την κοινωνία, αλλά για να την ψυχαγωγήσει. Κι αυτή είναι η πιο επικίνδυνη μορφή ανευθυνότητας: αυτή που κρύβεται πίσω από το δήθεν «καθήκον» και την άποψη τύπου «σαν επηγαίναν που κάτω που κανένα δέντρο».
Αν το μεγαλύτερο μας πρόβλημα είναι δύο ένστολα άτομα που έκαναν σεξ σε περιπολικό, κι όχι όσοι ανακατεύονται καθημερινά με τα πίτουρα — κουτσομπόληδες, κακεντρεχείς και τιμωροί της διπλανής πόρτας — ούτε και η ατιμωρησία πολιτικών με σκάνδαλα εκατομμυρίων, βίντεο τύπου Al Jazeera και ξεκάθαρη διαφθορά, τότε το πρόβλημα με βεβαιότητα δεν είναι μόνο στους θεσμούς – είναι στη νοοτροπία μας η οποία αγγίζει μεδούλι. Είναι στον τρόπο που σκεφτόμαστε, που κρίνουμε και κουτσομπολεύουμε.
Και είναι βαθιά κυπριακό χαρακτηριστικό! Μια πολύ κακή αντανάκλαση του EQ Vs IQ μας.