Βαρύς ο πέλεκυς για τη γερμανική τράπεζα Deutsche Bank ύψους 150 εκατ. δολαρίων μετά από πρόστιμο που επέβαλε το Τμήμα Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών της Νέας Υόρκης. Το πρόστιμο επιβλήθηκε σε σχέση με τρεις περιπτώσεις, στις οποίες η εποπτική Αρχή εντόπισε παραβάσεις από μέρος του τραπεζικού κολοσσού. Η μία αφορά σε συναλλαγές του διαβόητου πολυεκατομμυριούχου χρηματιστή Jeffrey Epstein, η άλλη αφορά την περίπτωση της Danske Bank Εσθονίας και η τρίτη την περίπτωση της κυπριακής FBME Bank.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανακοίνωση, η ανώτατος επόπτης οικονομικών υπηρεσιών Linda A. Lacewell ανέφερε πρόσφατα πως η Deutsche Bank στη Νέα Υόρκη και η Deutsche Bank Trust Company America, συμφώνησαν να πληρώσουν το ποσό των 150 εκατ. δολαρίων, πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε στην τράπεζα αναφορικά με την υπόθεση του Jeffrey Epstein αλλά και των σχέσεων της με την Danske Bank Estonia και FBME Bank.
Όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα του Bloomberg, η Deutsche Bank AG είχε βοηθήσει τον Epstein να μεταφέρει αρκετές χιλιάδες δολάρια σε άλλους λογαριασμούς, τους οποίους διαχειρίζονταν συνεργάτες του. Πρόκειται για πρόσωπα τα οποία αργότερα κατηγορήθηκαν ως συνεργάτες στις δραστηριότητες του πολυεκατομμυριούχου χρηματιστή. Μάλιστα, σύμφωνα με το Bloomberg, η τράπεζα διαχειρίστηκε μεταβιβάσεις μερικών εκατομμυρίων σε γυναίκες με λογαριασμούς σε ρωσικές τράπεζες.
Στην επίσημη ανακοίνωση της Lacewell, γίνεται αναφορά για τις Danske Bank Estonia και FBME Bank και πως αυτές συνδέονται με την Deutsche Bank. Στην πρώτη περίπτωση, η Danske Bank Estonia βρίσκεται στο επίκεντρο του μεγαλύτερου σκανδάλου παγκοσμίως για ξέπλυμα χρήματος. Η τράπεζα είχε τεράστια προβλήματα στους ελέγχους της για το πώς κινούνται οι καταθέσεις, με αποτέλεσμα Ρώσοι ολιγάρχες να διακινούν ελεύθερα χρήματα τονίζει η Lacewell. Η Deutsch Bank κατά τη διάρκεια της συνεργασίας που είχε με την Danske Bank, είχε αναφερθεί επανειλημμένα σε αυτές τις αδυναμίες και επιχείρησε κάποιες βελτιώσεις στις διαδικασίες. Μάλιστα, είχε κατηγοριοποιήσει την εσθονική τράπεζα, σε ίδρυμα πιθανού υψηλού κινδύνου. Ωστόσο, η Deutsche Bank δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την διακίνηση δισεκατομμυρίων δολαρίων από ύποπτες συναλλαγές προς λογαριασμούς στη Νέα Υόρκη, τονίζεται.
Όσον αφορά την FBME τα πράγματα ήταν πιο απλά και πιο τεταμένα από την αρχή της συνεργασίας με την Deutsche Bank. Η γερμανική τράπεζα, θεωρούσε εξ’ αρχής την FBME ως ίδρυμα υψηλού κινδύνου και ότι χρειαζόταν ετησίως να επανεξετάζονται οι διαδικασίες περί ξεπλύματος χρήματος. Παρά τους ελέγχους και τον κίνδυνο που υπήρχε, η FBME δεν έκανε αρκετά για να βελτιώσει την ποιότητα των ελέγχων. Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι η FBME διατηρούσε υποκατάστημα στην Κύπρο από το 1982, μέχρι που η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου έθεσε το υποκατάστημα της FBME κάτω από εξυγίανση και στις 21 Δεκεμβρίου 2015 ανακάλεσε την άδεια που χορηγήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2003 στην FBME Bank Ltd της Τανζανίας για λειτουργία υποκαταστήματος στην Κύπρο. Είχε προηγηθεί παρέμβαση των αμερικανικών Αρχών με την οποία απαγόρευαν σε τραπεζικά ιδρύματα της χώρας να παρέχουν υπηρεσίες ανταποκρίτριας τράπεζας στην FBME λόγω εμπλοκής της τράπεζας σε παράνομες συναλλαγές. Απόφαση η οποία αποτέλεσε την αρχή του τέλους για την τράπεζα. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, η Deutsche Bank ήταν η τελευταία μεγάλη δυτική τράπεζα που διατηρούσε σχέσεις με την FBME και ήταν ανταποκρίτρια σε αμερικανικό δολάριο, πριν σταματήσει τη λειτουργία της.
Οι «πεταλούδες»
Η περίπτωση του Epstein και η σχέση με την Deutsche Bank, είναι μόνο ένα δείγμα, το οποίο αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο ο πολυεκατομμυριούχος και άλλοι, μετέφεραν χρήματα μέσω των τραπεζών για να μπορούν να χρηματοδοτούν τις παράνομες δραστηριότητες τους.
Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά, όλα άρχισαν για την Deutsche Bank το 2013. Η τράπεζα αγνόησε την πιθανότητα ο Epstein να χρησιμοποιούσε τα κεφάλαια του για να χρηματοδοτεί τις παράνομες δραστηριότητες – που όπως αποκαλύφτηκε αργότερα, αφορούσαν μεταξύ άλλων μαστροπεία και σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων κοριτσιών.
Όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία, Epstein και Deutsche Bank ξεκίνησαν να συνεργάζονται περί τα τέλη του 2012, όταν ένας από τους τραπεζίτες του χρηματιστή πήγε εκεί. Ο μάνατζερ έπεισε τους ανωτέρους του να αναλάβουν τον Epstein ως πελάτη, και πως από αυτό η τράπεζα θα κέρδιζε ροή καταθέσεων ύψους 100 με 300 εκατ. δολαρίων, όπως επίσης και ετήσια κέρδη 2 με 4 εκατ. δολαρίων σε βάθος χρόνου. Η Deutsche φαίνεται να αμέλησε να ελέγξει τις προηγούμενες τράπεζες με τις οποίες συνεργάστηκε ο Epstein, παρόλο που ήταν για χρόνια πελάτης της JPMorgan Chase & Co.’s. Τελικά, ο Epstein έγινε πελάτης της τράπεζας, παρά το γεγονός ότι είχε βεβαρημένο ιστορικό και μετέφερε τα κεφάλαια του με άλλα ονόματα. Έτσι ξεκίνησε να στέλνει οριακά πληρωμές των 10,000 δολαρίων σε πρόσωπα, δημιουργώντας το «Butterfly Trust». Πρόκειται για πληρωμές συνολικού ύψους 2.65 εκατ. δολαρίων σε «γυναίκες με επίθετα Ανατολικής Ευρώπης» για έξοδα ξενοδοχείων, σχολείου και ενοικίων, σύμφωνα με τις αρχές της Νέας Υόρκης.
«Η Deutsche Bank απέτυχε να ελέγχει τις δραστηριότητες των πελατών της, θέτοντας την τράπεζα σε μεγάλο κίνδυνο. Στην περίπτωση του Jeffrey Epstein, παρότι ήταν γνωστό το πώς είχε ποινικό μητρώο, η τράπεζα απέτυχε να εντοπίσει ή να αποτρέψει ύποπτες συναλλαγές εκατομμυρίων δολαρίων», αναφέρει η Lacewell.
Σε επίσημη δήλωση προς τις αμερικάνικες αρχές, η Deutsche Bank εξέφρασε τη λύπη της για την σχέση που είχε με τον Epstein και πως πλέον συνεργάζεται με τις ΗΠΑ για την υπόθεση. «Κατανοούμε το λάθος μας να συνεργαστούμε με τον Epstein το 2013 και την αδυναμία στη διαδικασία μας, έχουμε μάθει από τα λάθη μας» ανέφερε εκπρόσωπος της τράπεζας. Σύμφωνα με τον ίδιο έχουν χρησιμοποιηθεί πάνω από 1 δις δολάρια για βελτίωση των ελέγχων που αφορούν ξέπλυμα χρήματος.
Σχέση ανοχής και $618 δισ.
Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση της εποπτικής αρχής για την σχέση FBME με Deutsche Bank είναι αρκούντως ενδεικτικά των κενών που υπήρχαν.
Σημειώνεται πως από το 2005 ο γερμανικός όμιλος αναγνώρισε τις αδυναμίες της FBME σε θέματα συμμόρφωσης. Σε εσωτερική έκθεση της Deutsche Bank αναφέρεται πως ο επικεφαλής θεμάτων συμμόρφωσης της τράπεζας διηύθυνε ένα τμήμα με μόλις δύο λειτουργούς και λειτουργούσε με ένα σύστημα διεκπεραίωσης συναλλαγών, εν μέρει «manual». Μάλιστα, αναφερόταν στην έκθεση, η FBME τότε θεωρούσε το κόστος συμμόρφωσης με τους κανόνες AML και KYC ως το σημαντικότερο ζήτημα που απασχολούσε τον κυπριακό τραπεζικό τομέα εκείνη την εποχή.
Περί τα τέλη του 2005, ο γερμανικός όμιλος βαθμολόγησε την FBME Κύπρου με σκορ οκτώ σε δέκα από πλευράς ρίσκου. Όσοι πελάτες της Deutsche βαθμολογούνταν με πάνω από οκτώ θεωρούνται υψηλού ρίσκου. Τα επόμενα χρόνια, η βαθμολογία ήταν είτε οκτώ είτε εννέα. Από την άλλη πλευρά βέβαια, στην έκθεση αναφέρεται πως η Κεντρική Τράπεζας της Κύπρου θεωρούσε την FBME τέλεια από πλευράς KYC και AML και ότι ο λειτουργός συμμόρφωσης της ήταν ο πιο έμπειρος στην κυπριακή αγορά. Αυτό εν μέρει αποτέλεσε και τη δικαιολογία του γερμανικού ομίλου για να συνεχίσει την σχέση ανταποκρίτριας τράπεζας με την FBME.
Από πλευράς αριθμών, φαίνεται πως οι ενδείξεις ήταν εκεί. Από το 2008 και μετά, η Deutsche Bank αναγνώρισε συνολικά 826 ύποπτες συναλλαγές με 96 να αφορούν το 2008. Ο αριθμός των ύποπτων συναλλαγών αυξήθηκε στις 125 το 2009 και στις 132 την επόμενη χρονιά. Αν και το 2012 μειώθηκαν σε 77, το 2014 εκτοξεύθηκαν ξανά στις 131. «Παρά τον μεγάλο αριθμό ύποπτων συναλλαγών που σχετίζονταν με την FBME, η τράπεζα (Deutsche Bank) βοήθησε σε διεκπεραίωση 478,378 συναλλαγών σε δολάριο συνολικής αξίας πέραν των $618 δισ. κατά τη διάρκεια της σχέσης τους», αναφέρεται στην έκθεση.
Προστίθεται μάλιστα, πως σε περιπτώσεις που η Deutsche Bank ζητούσε να μάθει για τους τελικούς δικαιούχους των εταιρικών της πελατών, η FBME αρνιόταν να δώσει γραπτώς στοιχεία, εξηγώντας πως η παραχώρηση τέτοιων πληροφοριών θα παραβίαζε την τοπική νομοθεσία.
Η έκθεση περιλαμβάνει και παράδειγμα «offshore» εταιρείας για την οποία η Deutsche Bank ζήτησε πληροφορίες όσον αφορά τον τελικό δικαιούχο της δύο φορές, αλλά δεν την παραχωρήθηκαν. Σε κατοπινό στάδιο η αμερικανική κυβέρνηση αναγνώρισε τον ιδιοκτήτη της εταιρείας ως Ρώσο επιχειρηματία ο οποίος σχετιζόταν με συριακές εγκαταστάσεις έρευνας οι οποίες ανέπτυσσαν και παρήγαγαν με συμβατικά όπλα.