Η Γερμανία, ο “μεγάλος ασθενής” της Ευρώπης, πρόκειται να ολοκληρώσει ένα τρίμηνο το οποίο θα προτιμούσε να ξεχάσει. Το α’ τρίμηνο του 2024 πιθανότατα σηματοδότησε το δεύτερο συνεχόμενο οικονομικής συρρίκνωσης και για ολόκληρο το έτος η χώρα αναμένεται να καταγράψει μικρή έως καθόλου ανάπτυξη. Η βιομηχανική της ισχύς έχει μετατραπεί σε… βαρίδι, με τη ζήτηση να είναι ακόμη υποτονική, ενώ ένας κόσμος ο οποίος αποπαγκοσμιοποιείται τής έχει αφαιρέσει μοχλούς όπως οι κινεζικές εξαγωγές, το φθηνό ρωσικό αέριο και μια αξιόπιστη εγγύηση ασφαλείας από πλευράς των ΗΠΑ.

Η νέα ανησυχία είναι ο ήχος του “βήχα” που προέρχεται από αλλού στη ζώνη του ευρώ. Οικονομίες όπως η Ολλανδία και η Ιρλανδία οι οποίες εξαρτώνται από το εμπόριο υπήρξαν μεγάλοι μοχλοί της ευρωπαϊκής ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια (ίσως παραπλανητικά στην περίπτωση της Ιρλανδίας), αλλά τώρα αρχίζουν να “φρενάρουν”. Η Γαλλία, της οποίας η οικονομία, καθοδηγούμενη από τη ζήτηση, συνήθως κάνει ζικ όταν η Γερμανία κάνει ζακ, επιτυγχάνει πενιχρή ανάπτυξη παρά το διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια “δαγκώνουν”. Η αισιοδοξία ότι μια ύφεση μπορεί να αποφευχθεί μετριάζεται από τις αναιμικές επενδύσεις και την αντίστοιχα αναιμική αύξηση της παραγωγικότητας.

Η Γερμανία είναι άρρωστη, όμως άλλοι "βήχουν" στην ευρωζώνη
Η επίδραση του superbonus στο ιταλικό ΑΕΠ

Ιταλία και… superbonus

Και πάμε στην τελευταία ελπίδα – την Ιταλία, όπου οι αξιωματούχοι της Τζόρτζια Μελόνι αψηφούν το ζοφερό ευρύτερο περιβάλλον, αναμένοντας ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν θα αυξηθεί γύρω στο 1% φέτος. Αυτό θα ήταν καλύτερο ποσοστό σε σχέση με τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και τον μέσο όρο της ευρωζώνης και θα συμβαδίζει με την υπεραπόδοση της Ιταλίας από το 2019 παρά το ιστορικό χαμηλής ανάπτυξης, υψηλού χρέους και ασταθούς πολιτικής ζωής της χώρας. Δίπλα σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες μετά από χρόνια κρίσεων απολαμβάνουν υψηλότερη ανταγωνιστικότητα και αύξηση εξαγωγών, σύμφωνα με έρευνα της ING, η ανάκαμψη της Ιταλίας έχει αποτελέσει μια ώθηση για την Ευρώπη.

Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν επίσης σημάδια κακής υγείας, ή εκείνο που ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Giancarlo Giorgetti αποκάλεσε πρόσφατα “στομαχόπονο”. Αναφερόταν στο Superbonus, μια έκπτωση φόρου για φιλικές προς το περιβάλλον ανακαινίσεις σπιτιών αξίας 110% του κόστους τους, που έφερε μια μεγάλη βιασύνη για επενδύσεις σε κατοικίες και έπαιξε σημαντικά θετικό αναπτυξιακό ρόλο στην Ιταλία μετά την πανδημία.

Ο οικονομολόγος της Financiere de la Cite, Nicolas Goetzmann, εκτιμά ότι το superbonus – αξίας 107 δισεκατομμυρίων ευρώ (116 δισ. δολ.) σε επιλέξιμες επενδύσεις – πρόσθεσε περίπου 15 φορές περισσότερο στο ΑΕΠ της ευρωζώνης ως πάγιες επενδύσεις στο πεδίο των ιταλικών κατασκευών από ολόκληρη τη γερμανική οικονομία από το τέλος του 2019.

ψφγωδφβγ
Η Ιταλία “χάνει” το αναπτυξιακό της μομέντουμ

Εκείνο που προκαλεί δυσπεψία στον Giorgetti δεν είναι τόσο η ανάπτυξη αλλά το χτύπημα στα δημόσια οικονομικά – σε τελική ανάλυση μιλάμε για έκπτωση φόρου – γι’ αυτό το superbonus “μαζεύεται”, αφού συνέβαλε σε δημοσιονομικό έλλειμμα 7,2% πέρυσι. Χωρίς όμως αυτό, το Bloomberg Economics αναμένει ότι η αναπτυξιακή δυναμική θα συνεχίσει να υποχωρεί, όπως δείχνει το παραπάνω διάγραμμα. “Τα οικονομικά οφέλη ανήκουν στο παρελθόν, ενώ το δημοσιονομικό κόστος είναι το μέλλον”, λέει ο οικονομολόγος της HSBC, Fabio Balboni.

Δεν είναι όλα “μαύρα”

Δεν είναι τα πάντα πηγή καταστροφής και κατήφειας: υπάρχουν ενδείξεις καλύτερης καταναλωτικής εμπιστοσύνης και ισχυρότερων μισθών και οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν ασκούν ακόμη πίεση στο ιταλικό χρέος. Η προσδοκία ότι τα επιτόκια έχουν κορυφωθεί, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του πληθωρισμού, μειώνουν τα στοιχήματα για επερχόμενη ύφεση. 

Το συμπέρασμα είναι ότι η Ιταλία εξακολουθεί να είναι πιο πιθανό να επιβραδύνει παρά να τα πάει καλύτερα του αναμενομένου φέτος, ενισχύοντας τον “συναγερμό” μεταξύ των Ευρωπαίων αξιωματούχων για το μακροπρόθεσμο άνοιγμα μεταξύ της ψαλίδας μεταξύ της Ευρώπης και της οικονομίας των ΗΠΑ, η οποία αναμένεται να μεγεθυνθεί κατά 2% φέτος. Ο Enrico Letta, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο οποίος έχει κληθεί από τις Βρυξέλλες να συντάξει έκθεση για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, την περασμένη εβδομάδα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου γι’ αυτό το θέμα. Η συζήτηση των επενδυτών για μια ήπια προσγείωση θα σήμαινε λίγα σε μια Ευρώπη με υψηλότερο χρέος και υψηλότερο πληθωρισμό που δεν μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερη ανάπτυξη.

δφγδφγδφγ
Το spread μεταξύ του 10ετούς ιταλικού και του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου κινείται σε χαμηλό διετίας

Πώς μπορεί να μοιάζει ένας καλύτερος δρόμος προς την ανάκαμψη; Μία εκδοχή για την Ιταλία – και την Ευρώπη – είναι να επιτύχει το Ταμείο Ανάκαμψης από την πανδημία, που έχει σχεδιαστεί για να θεραπεύσει τα σημάδια του Covid και να επενδύσει στο μέλλον. Η Ρώμη έχει ξοδέψει 45,7 δισεκατομμύρια ευρώ, ή λιγότερο από το ήμισυ της χρηματοδότησης που έλαβε, μέγεθος το οποίο δεν είναι επαρκές. Η Ευρώπη έχει τεράστιες επενδυτικές ανάγκες – συμπεριλαμβανομένων 620 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως για την κλιματική μετάβαση – και μια πιο επιτυχημένη εφαρμογή των ταμείων για την πανδημία σημαίνει περισσότερες πιθανότητες να ξεκινήσουν άλλες απαραίτητες πρωτοβουλίες δαπανών, όπως για την άμυνα. Θα αντιστάθμιζε επίσης και με το παραπάνω την απομείωση του superbonus, προσθέτοντας δυνητικά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ιταλικού ΑΕΠ έως το 2026.

“Δάνειο” από το… εγχειρίδιο

Και ενώ η επερχόμενη έκθεση του Letta θα έχει πολλές ιδέες για το πώς να καταργηθούν τα διαρθρωτικά εμπόδια στην ανάπτυξη, ίσως με την πρόταση για ένωση των ετερόκλητων χρηματοπιστωτικών αγορών και των επίσης ετερόκλιτων φορολογικών κανόνων της Ευρώπης, η Ευρώπη θα πρέπει επίσης να δανειστεί κάτι από το εγχειρίδιο της Αμερικής, υιοθετώντας περισσότερες πολιτικές βασισμένες στη ζήτηση για την τόνωση της κατανάλωσης. Η κακή εφαρμογή του superbonus δεν θα πρέπει να μας τυφλώνει έναντι του σημερινού άστοχου μείγματος αυστηρής νομισματικής πολιτικής και έλλειψης δημοσιονομικής στήριξης της Ευρώπης, με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ να είναι πιθανό να οδηγήσουν σε περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις – όχι ιδανική εξέλιξη δεδομένης της ανάγκης της ηπείρου να καταστεί περισσότερο γεωπολιτικά αυτοδύναμη.

“Πάντα γίνεται λόγος για τη Γερμανία ως τον μεγάλο ασθενή… Ανησυχώ περισσότερο ότι είναι η Ευρώπη που αρρωσταίνει”, δήλωνε την περασμένη εβδομάδα ο επικεφαλής της Bundesbank, Joachim Nagel. Δεν πέφτει έξω. Καλύτερα λοιπόν να ετοιμάζουμε το φάρμακο.

Απόδοση – Επιμέλεια – Επιλογή Κειμένων (2019-2024): Γ. Δ. Παυλόπουλος