Ορισμένοι πίστευαν ότι οι συναντήσεις του Τραμπ με τον Πούτιν στην Αλάσκα και με τον Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο σηματοδότησαν την έναρξη ενός νέου γύρου σοβαρών διαπραγματεύσεων για την ειρήνη στην Ουκρανία. Η πραγματικότητα είναι πως οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας, ΗΠΑ και Ευρώπης έχουν διακοπεί, αν όχι τερματιστεί, με πολλές διαφωνίες και από τις δύο πλευρές σχετικά με θέματα ασφάλειας και, κυρίως, τις εμπορικές κυρώσεις. Ο Πούτιν εντείνει τις επιθέσεις του και πιέζει για περαιτέρω στρατιωτικά κέρδη, αψηφώντας τις προθεσμίες του Τραμπ για την έναρξη σοβαρών ειρηνευτικών συνομιλιών. Επιπλέον, στη στρατιωτική παρέλαση της 3ης Σεπτεμβρίου στην Κίνα για τα 80 χρόνια από τη νίκη της χώρας επί της Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Πούτιν και Σι, ο ένας δίπλα στον άλλον, έστειλαν ένα σαφές μήνυμα στον πρόεδρο Τραμπ: οι δασμοί σας δεν θα αποτρέψουν μια νέα παγκόσμια τάξη.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας, οι κυρώσεις από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ έχουν κλιμακωθεί σε βάρος της Μόσχας και των εμπορικών της εταίρων. Έχουν επιβληθεί και δευτερογενείς κυρώσεις, κυρίως για να εμποδιστεί η Ρωσία από το να χρησιμοποιεί μεσάζοντες σε άλλες χώρες για να διατηρήσει -ανεπηρέαστη- τον ρόλο της στην παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με δελτία τύπου του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών, το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) ενέτεινε το τελευταίο έτος τις κυρώσεις σε βάρος περισσότερων από 400 άτομα και οντότητες σε 17 διαφορετικές χώρες. Αυτό ανάγκασε τη Ρωσία να στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα, ιδίως για να στηρίξει την οικονομία της σε καιρό πολέμου και, το πιο σημαντικό, να συνεχίσει τις εξαγωγές του πιο σημαντικού της εμπορεύματος: του αργού πετρελαίου.
Στην πραγματικότητα, τα τελευταία πέντε χρόνια, η Κίνα έχει γίνει ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου, καθώς προμηθεύεται περίπου το 50% του αργού που εξάγει η Ρωσία. Το διμερές εμπόριο Μόσχας – Πεκίνου αυξήθηκε στα 244,8 δισ. δολάρια το 2024, αφενός λόγω των δυτικών κυρώσεων και αφετέρου λόγω της ζήτησης εν καιρώ πολέμου. Από την πλευρά της η Κίνα προμηθεύει τη Ρωσία με αυτοκίνητα, ημιαγωγούς και καταναλωτικά προϊόντα. Οι δύο χώρες έχουν επίσης αυξήσει τις συναλλαγές τους σε ρούβλια και γιουάν. Τον Δεκέμβριο του 2024, ο Πούτιν ανακοίνωσε ότι το 90% των συναλλαγών των δύο χωρών διακανονίζονται στα εθνικά τους νομίσματα, παρακάμπτοντας το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μόλις το 18% των ρωσικών εμπορικών συναλλαγών πραγματοποιείται σε δολάριο ή σε ευρώ, σε σύγκριση με το 87% και το 67% των εισαγωγών και εξαγωγών, αντίστοιχα, στις αρχές του 2022.
Η Κίνα έχει υποστηρίξει άμεσα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας, με αναφορές που συνδέουν κινεζικές εταιρείες με την αποστολή γαλλίου, γερμανίου και αντιμονίου –βασικές πρώτες ύλες για την κατασκευή πυραύλων και drones – ενώ το Πεκίνο απαγορεύει την εξαγωγή τους στις ΗΠΑ. Ένα θεμελιώδες ερώτημα που πολλοί αναλυτές θέτουν είναι αν η οικονομική εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα σε καιρό πολέμου αποτελεί τακτική προσέγγιση ή συμβολίζει μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική αναδιάταξη.
Η Ρωσία είναι μαθημένη στις πιέσεις της Δύσης και στις οικονομικές κυρώσεις. Το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία, έμοιαζε με το σήμερα. Οι κυρώσεις έθεταν στο στόχαστρό τους την πρόσβαση της Μόσχας στα δυτικά χρηματοπιστωτικά συστήματα, τις εξαγωγές ενέργειας και την αμυντική βιομηχανία. Ως εκ τούτου, πολλές δυτικές τράπεζες, η Exxon, η BP και άλλες εταιρείες αποχώρησαν ή περιόρισαν τη δραστηριότητά τους στη Ρωσία. Έπειτα η Μόσχα στράφηκε προς το Πεκίνο, υπέγραψε τη συμφωνία για τον αγωγό Power of Siberia και επιτάχυνε την ανάπτυξη συστημάτων πληρωμών όπως το Mir και το System for Transfer of Financial Messages (SPFS) για να παρακάμψει το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτή η κίνηση της Ρωσίας έθεσε τα θεμέλια για τους σημερινούς ελιγμούς της υπό την πίεση της Δύσης.
Ακόμη και όταν επιβλήθηκαν ηπιότερες κυρώσεις το 2018, κατά τη διάρκεια της χημικής επίθεσης στο Σάλισμπερι, οι ισχυρισμοί για ρωσική παρέμβαση στις εκλογές των ΗΠΑ και κυβερνοεπιθέσεις δεν έπαψαν. Η Ρωσία “έτρεξε” τις πολιτικές αποδολαριοποίησης αυξάνοντας τα αποθέματα χρυσού και διαφοροποιώντας το νομισματικό της χαρτοφυλάκιο διακανονισμού εμπορικών συναλλαγών. Μια πρακτική που χρονολογείται από τον Ψυχρό Πόλεμο: όταν η Ουάσιγκτον περιόρισε τις εξαγωγές τεχνολογίας μέσω της Συντονιστικής Επιτροπής για τους Πολυμερείς Ελέγχους Εξαγωγών (CoCom), οι Σοβιετικοί υποχώρησαν και προσαρμόστηκαν, πραγματοποιώντας εμπορικές συναλλαγές με ουδέτερα κράτη και βασιζόμενοι στον ανατολικό μπλοκ.
Όταν πιέζεται, η Ρωσία πάντα αναζητά λύσεις – συνήθως εκτός Δύσης. Αυτό υποδηλώνει ότι η σχέση της Ρωσίας με την Κίνα δεν προκύπτει απλώς από ανάγκη, αλλά είναι σημάδι μιας περαιτέρω αναδιάταξης που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες. Τα εμπορικά στοιχεία υποστηρίζουν αυτή την τάση, καθώς η Κίνα έχει ξεπεράσει τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, που στο παρελθόν ήταν πολύ σημαντικοί εμπορικοί εταίροι. Ωστόσο, η ιστορία δείχνει επίσης ότι μόλις οι κυρώσεις χαλαρώνουν, η Ρωσία επαναδομεί τις σχέσεις της με τη Δύση και την Ευρώπη. Μετά το 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας, οι ρωσικές εξαγωγές στη Γερμανία αυξήθηκαν. Η σημερινή συμπόρευση Ρωσίας – Κίνας μάλλον θα διατηρηθεί και εν καιρώ ειρήνης, αλλά σίγουρα δεν είναι μια σχέση αναλλοίωτη.

Ο ενεργειακός τομέας είναι ίσως η πιο σημαντική πτυχή της επαναπροσέγγισης Ρωσίας – Πεκίνου. Με την καταστροφή των αγωγών Nordstream και τη στροφή της Ευρώπης προς εναλλακτικούς προμηθευτές, η Γηραιά Ήπειρος έχει συνάψει συμφωνίες για να περιορίσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία. Αυτή η αλλαγή ενισχύεται από την προσπάθεια της Μόσχας να επεκτείνει τις υποδομές της προς τα ανατολικά μέσω των αγωγών Power of Siberia.
Το ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης έχει ήδη αναδιαρθρωθεί: οι εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία έχουν μειωθεί σημαντικά και έχουν αναπληρωθεί εν μέρει από συμφωνίες με τις ΗΠΑ, τη Νορβηγία και τη Λιβύη. Ακόμη και αν υπήρχε μια μεταπολεμική διευθέτηση, η νέα εφοδιαστική αλυσίδα ενέργειας για την Ευρώπη μάλλον δεν θα είχε στην κορυφή της τη Ρωσία. Είναι μια ευκαιρία για την Ευρώπη να στραφεί προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να αναπτύξει περισσότερες υποδομές πυρηνικής, αιολικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της και να υποβαθμίσει το ρόλο της Μόσχας στην ενεργειακή αγορά.
Η Ρωσία ενδιαφέρεται να αυξήσει τις εξαγωγές της στην Ασία λόγω των δυτικών κυρώσεων. Εδώ η Κίνα παίζει πρωταρχικό ρόλο. Στην αγορά ενέργειας φαίνεται πως δημιουργούνται εμπορικά μπλοκ “ψυχροπολεμικού” τύπου. Αντί για μια παγκοσμιοποιημένη αγορά, παρατηρείται η άνοδος παράλληλων ενεργειακών πόλων. Ο κατακερματισμός κλιμακώνει τις γεωπολιτικές εντάσεις και καθιστά το LNG και τους αγωγούς ενέργειας περιουσιακά στοιχεία στρατηγικής σημασίας.
Εξίσου σημαντική είναι η τάση αποδολαριοποίησης. Κίνα και Ρωσία πραγματοποιούν όλο και περισσότερες συναλλαγές σε γιουάν και ρούβλια και αποκλείονται όλο και περισσότερο από τις δυτικές αγορές μέσω δασμών και κυρώσεων. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο προστατεύονται από την οικονομική πίεση της Δύσης, αλλά και αναπτύσσουν τις υποδομές για τη δημιουργία παράλληλων χρηματοπιστωτικών δικτύων. Αυτό δημιουργεί ένα νέο χρηματοοικονομικό “πεδίο μάχης” όπου το Πεκίνο και η Μόσχα μπορούν να προωθήσουν εμπορικούς διακανονισμούς αποκλείοντας το δολάριο, ειδικά στον τομέα της ενέργειας αλλά και σε προηγμένα βιομηχανικά προϊόντα. Μια τέτοια εξέλιξη θα υπονομεύσει την κυριαρχία του δολαρίου στο οικοσύστημα του εμπορίου ενέργειας και θα προωθήσει (από ιδέα στην πραγματικότητα) έναν πολυπολικό χρηματοοικονομικό κόσμο.