Δεν αποδίδουν, όπως για πολλοστή φορά προκύπτει από έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του το Τμήμα Φορολογίας, με την τοποθέτηση ΜΕΜΟ σε περιουσίες και τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών των ασυνεπών φορολογουμένων, με αποτέλεσμα οι καθυστερημένες εισπράξεις να αυξάνονται και να συσσωρεύονται. Ελάχιστη είναι η έκπληξη ανάμεσα στην κοινή γνώμη από τα χιλιάδες νομικά και φυσικά πρόσωπα που «κλέβουν» το κράτος καθώς είναι κοινός τόπος ότι το κράτος απέτυχε παταγωδώς να ελέγξει τη φοροδιαφυγή.

Σύμφωνα με την έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το Τμήμα Φορολογίας, που αφορά το 2020, οι καθυστερημένες οφειλές (άμεση και έμμεση φορολογία) περιλαμβανομένων των τόκων και των επιβαρύνσεων ανέρχονται στα €2.34 δισ., σε σχέση με €2.21 δισ. το 2019.

Από την ανάλυση των ευρημάτων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, η συσσώρευση των καθυστερημένων εσόδων φαίνεται να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε νομικά και φυσικά πρόσωπα που δεν δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα, αποφεύγοντας να καταβάλουν τις σχετικές φορολογίες.

Αναλυτικά, οι καθυστερημένοι φόροι άμεσης φορολογίας ήταν ύψους €1.83 δισ., σε σχέση €1.62 δισ. το 2019. Αξίζει να σημειωθεί πως ποσό ύψους €696,13 εκατ. ή 38% θεωρείται ανείσπρακτο. Αναλυτικά, τα καθυστερημένα έσοδα άμεσης φορολογίας είναι:

– Ποσό €1 δισ. ή ποσοστό 55% αφορά σε αμέσως απαιτητά οφειλόμενα ποσά, για τα οποία εφαρμόστηκαν ή αναμένεται να εφαρμοστούν τα μέτρα που αφορούν σε εγγραφή εμπράγματου βάρους σε ακίνητη ιδιοκτησία (memo) ή/και δέσμευση και κατάσχεση ποσών που βρίσκονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς (garnishment).

– Ποσό ύψους €448 εκατ. ή ποσοστό 24,38% αφορά σε ποσά μη εισπρακτέα μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας εκκαθάρισης, καθώς και ποσά για τα οποία υπάρχει σε εξέλιξη διαδικασία εκκαθάρισης ή διαδικασία πτώχευσης φυσικού προσώπου. 

– 9.598 νομικά πρόσωπα εξακολουθούν να είναι ενεργοί φορολογούμενοι στο σύστημα Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων του Τμήματος, ενώ το ανείσπρακτο συνολικό ποσό για την συγκεκριμένη κατηγορία τον Μάιο του 2022 ανέρχεται σε €19 εκατ. 

– Για 6.326 φυσικά πρόσωπα που εξακολουθούν να είναι ενεργοί φορολογούμενοι στο σύστημα, η διαδικασία πτώχευσης έχει επίσης ολοκληρωθεί, ενώ το ανείσπρακτο συνολικό ποσό τον Μάιο 2022 ανέρχεται σε €30,6 εκατ.

Εξάλλου, οι καθυστερημένοι φόροι έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ) ανέρχονται συνολικά σε €510,57 εκατ., σε σύγκριση με €594,3 εκατ. την προηγούμενη χρονιά, δηλαδή υπήρξε μια μείωση της τάξης του 14%. Σύμφωνα με την έκθεση, 269 εταιρείες, παρόλο που η διαδικασία εκκαθάρισής τους έχει ολοκληρωθεί εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένες στο Μητρώο ΦΠΑ, με αποτέλεσμα το ανείσπρακτο ποσό φέτος τον Μάιο να ήταν €129,3 εκατ. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ:

Άνεργος λογιστής, διευθυντής σε εταιρεία

Η Ελεγκτική Υπηρεσία εντόπισε και περίπτωση φορολογούμενου ο οποίος το 2015, ενώ δήλωνε άνεργος λογιστής, μεταξύ 2014 μέχρι 2020 βρέθηκε να είναι μέτοχος/ διευθυντής σε δύο εταιρείες, οι οποίες εισέπραξαν €3 εκατ. από το κράτος για την προμήθεια ιατροφαρμακευτικών προϊόντων. Επίσης, το 2014 επένδυσε σε άλλη συγκεκριμένη εταιρεία, που ασχολείται με εστιατόρια. Συγκεκριμένα, παρόλο που συνεργαζόταν με το κράτος, απέκρυψε τα εισοδήματά του. Παράλληλα, η Ελεγκτική Υπηρεσία εντόπισε συναλλαγές και ανταλλαγή μετοχών μεταξύ κυπριακών εταιρειών που δραστηριοποιούνταν στον τομέα του στοιχήματος, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες με συγκεκριμένο όμιλο (συνολικά 31 κυπριακές εταιρείες) και οι οποίες φαίνεται είτε να μην έχουν αριθμό φορολογικής ταυτότητας, είτε να μην υποβάλλουν δηλώσεις εισοδήματος εδώ και πολλά χρόνια. Παράλληλα, εντόπισε και περιπτώσεις ξένων εταιρειών στην Κύπρο, που άλλο κύκλο εργασιών δήλωναν στον φόρο εισοδήματος και άλλο στον ΦΠΑ. 

Χάθηκαν και άλλα από ΚΕΠ

Εκτός από την απώλεια των €204 εκατ. από τον μειωμένο ΦΠΑ με τον οποίο επωφελήθηκαν ξένοι επενδυτές, χάθηκαν δημόσια έσοδα και από την αναγνώριση εσόδων από κατασκευαστικά έργα για φορολογικούς σκοπούς. Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, δινόταν στις κατασκευαστικές εταιρείες (με εγκύκλιο της δεκαετίας του ‘80) το δικαίωμα να επιλέξουν, είτε να αναγνωρίσουν τις δαπάνες και τα έσοδα ενός έργου μετά την εκτέλεση του 50% του έργου, είτε να αναγνωρίσουν το κόστος και τα έσοδα μετά την ολοκλήρωση του 90%. Ωστόσο, στις πλείστες περιπτώσεις των ξένων επενδυτών καταβαλλόταν προκαταβολικά ολόκληρο το ποσό της τιμής. Συνεπώς, οι επιχειρηματίες ανάπτυξης γης φορολογούνταν μερικά ή αρκετά χρόνια μετά την είσπραξη του τιμήματος.