«Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου την γνώριζα πολύ επιφανειακά. Ήξερα βεβαίως ότι έχει γράψει κάποια σπουδαία τραγούδια, αλλά τίποτε παραπάνω από αυτό. Όταν μου προτάθηκε ο ρόλος, παρόλο που είχα ενδοιασμούς εάν έπρεπε να παίξω ένα ακόμα μονόλογο, κάτι σε αυτή τη γυναίκα με γοήτευσε. Γιατί κι αυτή, όπως και η κυρά Εκάβη στο “Τρίτο Στεφάνι” του Ταχτσή, κουβαλάνε με κάποιο παράδοξο τρόπο το κάρο των κακοδαιμονιών της Ελλάδας. Όλ’ αυτά που έφεραν δυστυχώς τα ψαλιδίσματα… Κόβεται λίγο από δω, φεύγει λίγο από κει και κάπως έτσι χάνονται οι πατρίδες. Το γεγονός αυτό εμένα με συγκλονίζει, με συγκινεί, με δονεί και με πονά βαθιά μέσα μου.

Την Ευτυχία λοιπόν την είδα σαν μια πονεμένη αλλά και διαολεμένη γυναίκα, που καταφέρνει τα πάντα. Όπως άλλωστε είναι και ο Έλληνας. Με το βάρος που κουβαλά από τα 400 χρόνια της σκλαβιάς του και την απώλεια εντέλει της ταυτότητάς του. Γιατί εκεί που απόκτησε μια ταυτότητα αυτός ο κόσμος της ανατολής, ήρθε στην Ελλάδα και ξαναχάθηκε το πρόσωπό του. Αρχικά τους έβαλαν σε γκέτο, όμως στο τέλος κατάφεραν να ενσωματωθούν αφού δεν υπάρχει ελληνική οικογένεια που να μην έχει έναν πρόσφυγα. Από την πηγή της ιστορίας, από παντρειές, από κουμπαριές… Τα κουρέλια των μνημών από τη Μικρά Ασία, τη χαμένη πατρίδα, εμφυτεύτηκαν μέσα στον μητροπολιτικό ελληνισμό. Να γιατί με συγκίνησε αυτή η γυναίκα. Ήταν ανάμεσα σε αυτούς που ανέβηκαν τούτο τον Γολγοθά. Αλλά φυσικά και γιατί ανάμεσα στα πάθη της τα μεγάλα -το θέατρο, τα χαρτιά, την ίδια τη ζωή που ρούφαγε και την ρούφαγε- έβρισκα γνωρίζοντάς την μια καλά κρυμμένη ευαισθησία. Πολύ βαθιά, στα μύχια της, στην κοιλιά της μέσα, είχε τόσο πόνο! Επειδή δεν γνώρισε μάνα και πατέρα; Και γι’ αυτό σίγουρα. Αλλά επειδή έδινε και τη μάχη της για να επιβιώσει, μια γυναίκα χωρίς άντρα δίπλα της, με δυο μικρά παιδιά που έπρεπε να αναθρέψει.  

Άκου τώρα γιατί έχουν σημασία αυτά… Εγώ ανήκω σε μια γενιά που δεν μεγάλωσε με την τηλεόραση. Για εμάς η τηλεόρασή μας ήταν οι αφηγήσεις των γονιών, των παππούδων, των γιαγιάδων και των θειάδων μας. Όλες αυτές οι αφηγήσεις μετουσιώνονταν σε μεγάλες στιγμές και μας άνοιγαν τα παράθυρα ζωής που μας χάραζαν. Η ιστορία που θα σου αφηγηθώ, είναι μια από αυτές τις στιγμές…

Ο πατέρας μου είχε συλληφθεί για κάποιον έρανο που έκανε για γυναίκες αριστερών και θα τον μετέφεραν από την Ασφάλεια στις φυλακές του Πειραιά για να δικαστεί. Η μάνα μου μού ‘λεγε πως όταν έμαθε ότι θα μεταφέρουν τους φυλακισμένους για τη δίκη, αμέσως σκέφτηκε “να φτιάξω του Μέμου μια σουπίτσα”. Οπότε ανεβαίνει τη γέφυρα του τρένου, πάει στον ψαρά, παίρνει το ψάρι και γυρίζει με το δίχτυ για να πάει σπίτι να μαγειρέψει την ψαρόσουπα. Ενώ περιμένει στο πεζοδρόμιο να περάσουν τα αυτοκίνητα για να διασταυρώσει τον δρόμο, ακούει ξαφνικά μια φωνή: “Ευαγγελίαααα, Ευαγγελίαααα…” Από το φορτηγό που πέρναγε από μπροστά της βλέπει τον πατέρα μου πίσω από τα κάγκελα να φωνάζει μέσα από την κλούβα το όνομά της. Τότε αυτή αρχίζει να τρέχει με το δίχτυ ξοπίσω του και να φωνάζει με όση δύναμη είχε…  “Μέμοοο Μέμοοοο…” 

Αυτή η μικρή ιστορία, εκτός του ότι με αγγίζει εμένα συναισθηματικά, αισθάνομαι ότι αντικατοπτρίζει ένα λαό, μια γενιά, μια εποχή ολόκληρη για τα πάθη που έχει περάσει. Έτσι είδα και την Ευτυχία Παπαγιανοπούλου, μια γυναίκα – ψηφιδωτό που εμπεριέχει τις μικρές μικρές αφηγήσεις από όπου άντλησα εγώ στη ζωή μου. Γι’ αυτό αισθάνομαι ότι η κυρά Εκάβη του Ταχτσή ήταν πρόδρομος. Γιατί και αυτή έζησε μέσα σε ένα σώμα Ελλάδας που κατακερματιζόταν. 

Αυτός είναι ο λόγος που δεν χρειάστηκε να “ξεκλειδώσω” τον ρόλο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Κυκλοφορούν τόσο πολύ μέσα μου αυτές οι πληροφορίες… Έχουν εγγραφεί πια στα κύτταρά μου.» 

*H Αννίτα Σαντοριναίου πρωταγωνιστεί στην «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», σε σκηνοθεσία Γιώργου Μουαΐμη και κείμενο της Χριστιάνας Αρτεμίου. Επόμενη παράσταση στις 4 Οκτωβρίου, στο Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου (8:30 MM).