«Το πρώτο βιβλίο που πήρα στα χέρια µου ως επιµελήτρια ήταν η Οχυρωµένη σιωπή, των εκδόσεων Γλάρος. Μιλούσε για τον αυτισµό και ήταν γραµµένο από έναν ευαισθητοποιηµένο δάσκαλο, τον Σωτήρη Σταµάτη. 

»Από το ατελιέ όπου είχαμε δουλέψει αυτό το βιβλίο, με σύστησαν στον Καστανιώτη. Ήταν το 1987. Εκείνη την άνοιξη ανέλαβα Το πεθαμένο λικέρ του Γιάννη Ξανθούλη, που τον γνώριζα κυρίως ως δημοσιογράφο, αν και αυτό ήταν το πέμπτο βιβλίο του. Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά, ανακαλύπτοντας αράδα αράδα τη μυθική Κυψέλη του ’50, που ξεδιπλωνόταν με μαεστρία στις σελίδες του. Ο Γιάννης, έχοντας ήδη θητεία στο θέατρο, μου ζήτησε έναν κάπως περίεργο τρόπο συνεργασίας, τον οποίο διατηρούμε μέχρι σήμερα, καθώς παραμένω (ισοβίως;) επιμελήτριά του. Αφού ολοκληρώσω την επιμέλεια του βιβλίου, συναντιόμαστε για όσες μέρες χρειαστεί στο γραφείο του. Εκεί, με αυτόν μισοξαπλωμένο απέναντί μου στον καναπέ, αγκαλιά με τα χειρόγραφά του, διαβάζω φωναχτά το επιμελημένο κείμενο. Όλο! Κι αυτό, γιατί θέλει να το ακούσει∙ τον νοιάζει ο ρυθμός, το πόσο αβίαστα κυλάει ο λόγος. Αν κάτι κάπου δεν “του πάει”, με σταματάει. Βρίσκουμε στο χειρόγραφο το αρχικό κείμενο, συζητάμε την αλλαγή που δεν του άρεσε (συνήθως πρόκειται για κάποια δυσκολοπρόφερτη λέξη, που ο ίδιος δεν θέλει να εντάξει στον λόγο του) και καταλήγουμε σε μια τρίτη, κοινά αποδεκτή, λύση. 

»Κάθε καινούργια δουλειά είναι για μένα μια νέα πρόκληση, που μου δημιουργεί αμηχανία και ταραχή, σαν να είμαι πρωτάρα. Άλλωστε, μετά από τόσα χρόνια, συνεχίζω να δουλεύω με τον ίδιο τρόπο τη λογοτεχνία. Έχω δίπλα μου ένα μπλοκάκι, όπου σημειώνω κάθε λεπτομέρεια που μου δίνει ο συγγραφέας για καθέναν από τους ήρωές του: ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, χαρακτηριστικά, εργασία, τόπο διαμονής… τα πάντα! Το ίδιο κάνω και για τους χώρους. Έτσι, μέχρι και σε μεταφρασμένα βιβλία έχω βρει λάθη και ανακολουθίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι Η κοιλάδα του Αβραάμ, της Αγκουστίνα Μπέσα-Λουίς (Καστανιώτης 1996), που μάλιστα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σπουδαίο Πορτογάλο σκηνοθέτη Μανοέλ ντε Ολιβέιρα. Η κεντρική ηρωίδα είχε δύο κόρες που δεν έμοιαζαν μεταξύ τους. Είχα, όπως πάντα, σημειώσει τα χαρακτηριστικά της καθεμιάς. Προς το τέλος του βιβλίου, όταν η μία βρίσκεται πνιγμένη, έχει το όνομα της άλλης! Έκανα σιωπηρά τη διόρθωση και, μέσω της μεταφράστριας, ενημέρωσα σχετικά την ατζέντισσα της συγγραφέως, για να της το διαβιβάσει. Έτσι κι έγινε. Και λίγο αργότερα η Μπέσα-Λουίς μας έστειλε ένα πολύ θερμό ευχαριστήριο γράμμα. Οι απολαύσεις του επαγγέλματος!

»Τα χρόνια στον Καστανιώτη είχα την ευκαιρία και τη χαρά να γνωρίσω κάποιους πολύ σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων (και όχι μόνο) και να δουλέψω με αρκετούς από αυτούς. Θα μνημονεύσω εδώ μόνο κάποιους που έχουν περάσει πια στην αντίπερα όχθη. Λοιπόν, θυμάμαι πάντα με συγκίνηση και δέος την ευγένεια και τις απέραντες γνώσεις του Μάριου Πλωρίτη (καταλαβαίνετε τη χαρά μου, έτσι και του έβρισκα κανένα λαθάκι!), την αμεσότητα του Κωστή Παπαγιώργη, την ειλικρίνεια του (και σκηνοθέτη) Νίκου Νικολαΐδη, τη γλυκύτητα του σπουδαίου Έλληνα οικονομολόγου Αδαμάντιου Πεπελάση, που μας εμπιστεύθηκε τις προσωπικές του μνήμες, με τον τίτλο Στην άκρη του αιώνα, για τη σειρά του Θανάση Νιάρχου “Χρόνος, Τέχνη, Δημιουργοί”. 

»Κάποια στιγμή, μέσα στο 1990, μου ανατέθηκε το καινούργιο, τότε, βιβλίο του Παύλου Μάτεσι. Ήταν Η μητέρα του σκύλου. Ο Μάτεσις εθεωρείτο δύσκολος, γιατί διαφωνούσε συχνά και έντονα με τους επιμελητές. Έθετε όρους και έπρεπε να είσαι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να δικαιολογήσεις κάθε σου επέμβαση. Ολοκλήρωσα την επιμέλεια με τα τόσα βαρίδια και συναντηθήκαμε στο γραφείο του Θανάση Καστανιώτη. Εκεί του πρότεινα (για την ακρίβεια, τόλμησα να του προτείνω) κάποιες ακόμα διορθώσεις που, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να γίνουν. Μάλλον οι Ουρανοί ήταν ανοιχτοί, γιατί, προς μεγάλη έκπληξη όλων μας, συμφώνησε. Θα ξαναδιόρθωνα το βιβλίο, με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Ήταν πολυτονικό. Τότε γινόταν μεγάλη συζήτηση στην Ελλάδα για τα θέματα του πολυτονισμού και των προτεινόμενων απλοποιήσεων, με κυριότερο το αν θα θεωρούμε όλα τα δίχρονα βραχέα. Καθώς πήρα τα χειρόγραφα (τότε ακόμα πάνω στα χειρόγραφα ή τα δακτυλόγραφα κάναμε την επιμέλεια) και κινήθηκα προς την έξοδο, ο Μάτεσις με σταμάτησε: 

»“Σε παρακαλώ, το κρύο το θέλω με περισπωμένη, για να είναι βαρύ. Αλλά την κοπέλα με ένα λάμβδα, γιατί… τα δύο την παχαίνουν. Κι αν αυτά σε ενοχλούν, βάλε μια σημείωση ότι ακολούθησες την ορθογραφία του συγγραφέα”. 

»Δεν το θεώρησα απαραίτητο. Το βιβλίο βγήκε με τις ευλογίες του Μάτεσι, χάρη στο βαρύ κρῦο και στις αδύνατες κοπέλες, και έκανε την επιτυχία που έκανε…»

* Η Πόπη Μουπαγιατζή συμπληρώνει 30 χρόνια ως επιμελήτρια εκδόσεων. Τα τελευταία επτά χρόνια ζει στην Κύπρο και συνεχίζει να συνεργάζεται με εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα.