Η αριστουργηματική μουσική του έντυσε πολλά απ’ τα τραγούδια που αποτελούν το soundtrack της ζωής μας με κομμάτια που σήμερα είναι κλασικά. Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για έναν εξαίσιο πιανίστα που χαρίζει ιδιαίτερη ευαισθησία σε ό,τι δημιουργεί. Έτσι και τώρα.
Αλήθεια, πώς είναι να μεγαλώνεις ως παιδί-θαύμα; Παίζω πιάνο από 4 χρονών. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα ένα παιδάκι σε τέτοια ηλικία να κάθεται στο πιάνο και να παίζει, να αυτοσχεδιάζει και με το αφτί να αναπαραγάγει με απίστευτη ευκολία όλους τους κλασικούς συνθέτες. Εκεί ο γονιός ή τρελαίνεται και δείχνει παράεξω «τι παιδί κάναμε» ή για οικονομικούς λόγους το σπρώχνει περισσότερο.
Με τους δικούς σου γονείς σου τι έγινε; Ποια ήταν η σχέση σας; Είχα την τύχη να μεγαλώσω με ανθρώπους πολύ μετρημένους. Τον πατέρα μου τον έχασα πρόσφατα. Είχαμε μια ιδιαίτερη σχέση, επειδή κι αυτός υπήρξε ένας άνθρωπος πολύ σχιζοειδής. Ήταν πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, μετά σπούδασε χημικός, έπειτα ασχολήθηκε με business, έκανε όλους αυτούς τους πίνακες που βλέπεις απέναντί σου, ήταν συγγραφέας. Ήταν λίγο απ’ όλα, ένας πανέξυπνος άνθρωπος, με τρομερή διορατικότητα. Η μητέρα μου ήταν γλύπτρια, με τρομερό ταλέντο, αλλά δυστυχώς την χτύπησε μια ασθένεια, η μυασθένεια Gravis που παραλύει τους μυς.
Και πώς επηρέασε αυτό την οικογένεια; Σκοτείνιασαν όλα. Εκεί που ήταν όλα πολύ όμορφα και υπήρχε από πάνω μας ένας γαλάζιος ουρανός, συνέβη αυτό και ξαφνικά σκοτείνιασε το σύμπαν. Η μητέρα μου όμως είναι ένας άνθρωπος, υπόδειγμα υπομονής. Ποτέ δεν παραπονέθηκε…
Με σένα πώς ξεκίνησαν όλα; Πότε κατάλαβες ότι έχεις ταλέντο στη μουσική; Είχα πάει σινεμά με τον πατέρα μου να δούμε τις «Ομπρέλες του Χεμβούργου» με μουσική του Μισέλ Λεγκράν. Όταν γύρισα στο σπίτι με ρώτησε η μάνα μου τι κατάλαβα απ’ την ταινία και της είπα πως θα της παίξω τη μουσική. Γέλασε και εκείνη και ο πατέρας μου, μέχρι που κάθισα στο πιάνο και έπαιξα όλη τη μουσική. Την επομένη με πήγαν στην αείμνηστη Μαρία Παπαϊωάννου και τη Μαρία Χαϊρογιώργου που ήταν οι δυο τοπ πιανίστριες. Και οι δυο είπαν πως δεν πρέπει να με βάλουν στο Ωδείο γιατί θα έχανα το ταλέντο μου. Αν έμπαινα σε καλούπια θα μισούσα τη μουσική. Με άφησαν να ζήσω τα παιδικά μου χρόνια σαν μην τρέχει τίποτα. Έπαιζα μπάλα κάτω στο χώμα, πλακωνόμουν με τους συμμαθητές μου και γενικά έζησα μια καταπληκτική παιδική ηλικία χωρίς να στερηθώ το τόσο δα. Δεν άκουσα ούτε μια φορά «πρόσεχε τα χέρια σου».

Και πότε μπήκες στο Ωδείο; Στα 11 το ζήτησα, γιατί ήθελα να μπω σε ένα χώρο που να με πάει παραπέρα. Τότε είχα καταλάβει ότι θα γίνω μουσικός. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τον εαυτό μου να κάνει κάτι άλλο πέρα απ’ αυτό, παρόλο που είχα μια μεγάλη έφεση στα μαθηματικά.
Υπάρχει συγγένεια μεταξύ της μουσικής και των μαθηματικών; Απόλυτα. Γι’ αυτό και μου άρεσε ο συνδυασμός, παρόλο που γενικά ως μαθητής ήμουν παράδειγμα προς αποφυγή, σε όλα τα επίπεδα. Έβλεπες τον έλεγχο και ήταν σαν να έπαιζες ΠΡΟΠΟ. Στα μαθηματικά και στη μουσική μόνο υπήρχαν τα 20άρια.
Αυτό ήταν από αντίδραση; Του τύπου είμαι πολύ καλός στη μουσική… Βαριόμουν. Ίσως βέβαια να ήταν κακή διδασκαλία. Την Ιστορία δεν μπορούσα να την ανεχτώ και στη γεωγραφία έπαιρνα δρόμο. Όταν όμως άρχισα να κάνω ταξίδια, ξεκίνησα και να ασχολούμαι. Θα έπαιζα στη Βραζιλία για παράδειγμα και έψαχνα να μάθω για τη χώρα και την ιστορία της.
Μπορεί ένας κακός δάσκαλος να καταστρέψει έναν καλό μαθητή; Βέβαια! Η αδελφή μου είναι μια τέτοια περίπτωση. Έπαιζε επίσης πιάνο και όταν πήγε για μάθημα, με την πρώτη λάθος νότα η δασκάλα της βάρεσε το χέρι. Αυτό ήταν, το σιχάθηκε. Έχω δει παιδιά που τους έχουν καταστραφεί τα χέρια από την κακή τοποθέτηση πάνω στο πιάνο.
Εσύ είσαι καλός δάσκαλος; Όχι, είμαι σπαστικός. Είμαι καλός στο να μεταδίδω τις εμπειρίες μου. Με ενδιαφέρει τα νέα παιδιά να μάθουν από μένα τι είναι τραγούδι, πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε, πώς ενορχηστρώνουμε. Το να διδάξω ένα μαθητή πιάνου αυτό δεν το μπορώ. Είμαι κάκιστος. Αλλά έναν καλλιτέχνη θα τον ταλαιπωρήσω μέχρι να έχω το αποτέλεσμα που θέλω. Αυτό δεν είμαι σίγουρος ότι είναι θέμα καλής διδασκαλίας, γιατί ξέρω ότι είμαι σκληρός. Αυτό το παραδέχομαι. Με τη Σοφία (σ.σ. Μανουσάκη), ειδικά στο θέμα του Καβάφη, ήμουν αμείλικτος. Ήθελα όλα να είναι σωστά, να μην είναι παρατονισμένα. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι αυτό που κάνω, μπλοκάρει τον καλλιτέχνη.
Και τι έγινε; Σηκώθηκα και έφυγα. Την άφησα με τον παραγωγό μας, τον Αντώνη Παπαβομβολάκη, έκαναν 2-3 take και διάλεξα το καλύτερο. Με έχουν ταλαιπωρήσει και μένα όμως οι παραγωγοί.
Θυμάσαι περιστατικά; Πολλά! Ο παραγωγός μου ο Haydn Bendall –ένας θρυλικός παραγωγός που έκανε το «Simply the best» με την Tina Turner, το «Still got the blues» με τον Gary Moore, ήταν ο παραγωγός των Queens, ανέλαβε για την Deutsche Grammophon όλη τη σειρά για τις συμφωνίες του Μπετόβεν κ.λπ- με ταλαιπωρούσε επί 6 ώρες για ένα μουσικό μέτρο μέχρι να έρθει στην ισορροπία που ήθελε. Για 6 ώρες! Το να είσαι τελειομανής στη δουλειά σου είναι καλό παρόλα αυτά. Γενικά όμως «έφαγα» πολύ ξύλο μικρός για να μάθω: το Ωδείο Αθηνών ήταν ό,τι πιο ακαδημαϊκό και με παρωπίδες μπορούσες να βρεις.
Φαντάζομαι και στο Παρίσι πέρασες δύσκολα. Την περίοδο που σπούδαζα συνέβαιναν μαγικά πράγματα στη μουσική. Υπήρχε όμως μια στενή παρακολούθηση που εμένα δεν μου πήγαινε, γι’ αυτό και κάποια στιγμή τα βρόντηξα. Με είχαν σε ένα χρυσό κλουβί όπου έλεγχαν αν μελετάω, πόσες ώρες, εάν ξενυχτούσα. Ένιωθα ότι μονίμως κάποιος με παρακολουθεί. Αυτός ήταν ένας λόγος που δεν πήγα στο Ωδείο Τσαϊκόφσκι στη Ρωσία. Είχα ακούσει διάφορες ιστορίες όπου κλειδώνανε τους φοιτητές για να μελετούν 10 ώρες τη μέρα και απ’ έξω υπήρχε επιστάτης για να ακούει αν μελετάς σωστά. Έτσι διάλεξα το Παρίσι αλλά και εκεί ήταν δύσκολα. Αφού έκανα τον κύκλο των σπουδών μου βρέθηκα με σπουδαίους ανθρώπους. Στάθηκα πολύ τυχερός, γιατί υπήρχε μετάδοση εμπειρίας από έναν τεράστιο μουσικό σε έναν εκκολαπτόμενο. Ήμουν δίπλα στον σπουδαίο Vladimir Horowitz. Καθόμουν μαζί του και μου έλεγε να κάνω τρικ που έκανε αυτός. Ήμουν δίπλα στον Piazzola. Για την ακρίβεια δεν ήμουν απλά δίπλα του. Μου έδωσε ένα χαρτί που λέει ότι μπορώ να παίζω τα έργα του όπως θέλω και όπως μου γουστάρει. Το ίδιο πήρα και απ’ τον Θεοδωράκη. Αυτά είναι μεγάλα παράσημα.

Έκανες δυο δισκογραφικές δουλειές με έργα του Θεοδωράκη. Αφού υπάρχουν οι μουσικές του ποιος ο λόγος να επέμβεις εσύ; Δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος -μιας και είναι τέτοιο το μέγεθός του- να βγει κάτι που να μην αρέσει; Τον Θεοδωράκη τον άκουσα πολύ μικρός, τις μέρες της δικτατορίας όπου στα κρυφά, αντί να κοιμάμαι άκουγα τις παρέες της μάνας μου και το πατέρα μου να παίζουν κρυφά τα τραγούδια του. Μετά αγνοούσα το συμφωνικό του έργο όπως δυστυχώς και οι περισσότεροι Έλληνες σε αντίθεση με τον υπόλοιπο πλανήτη. Είδα τυχαία στην ΕΡΤ3 το έργο του «Σουίτα για Πιάνο και Ορχήστρα» και έπαθα πλάκα. Σκεφτόμουν ότι έπαιξα με τόσες ορχήστρες, τόσους μαέστρους αλλά ποτέ με τον Θεοδωράκη. Μετά απ’ αυτό άρχισα να ψάχνω τη συμφωνική πλευρά του και ανακάλυψα έναν πλούτο. Η μελωδικές του γραμμές είναι απίστευτες, λες και έχουν φτιαχτεί με μοιρογνωμόνιο. Ο ίδιος -με αφορμή ένα ντοκιμαντέρ που γινόταν- ήθελε να ακούσει το δικό μου σκεπτικό πάνω στη μουσική του. Μου ήρθε η ιδέα να τα πάρω αυτά και να τα πάω στη μορφή του πιο κλασικού.
Είναι περίεργο πάντως ενώ υπάρχει μια παρτιτούρα η ερμηνεία της να έχει τόσες διαφορετικές απολήξεις. Εσύ το αντιλαμβάνεσαι αυτό; Ένα μουσικό κομμάτι του Μπαχ, για παράδειγμα ή του Θεοδωράκη, είναι χίλιες διαφορετικές ερμηνείες ή μία και μοναδική; Όταν μιλάμε για ένα μουσικό κομμάτι, οφείλεις να το αποδώσεις όπως το ήθελε ο συνθέτης. Από κει και πέρα θα το φέρεις στη δικιά σου προσωπικότητα ως σολίστ και αυτό θα κάνει τη διαφορά με τον άλλο που το παίζει διαφορετικά. σχιζοειδής
Συνήθως από πού αντλείς τη βεβαιότητα ότι πλησιάζεις σε αυτό που θέλεις; Πώς το καταλαβαίνεις; Εάν έρθει έμπνευση το βράδυ, που είναι η χειρότερή μου γιατί μπορεί να «ακούσω» ένα κομμάτι έτοιμο ενορχηστρωμένο, ξεκινά το δίλημμα για το εάν πρέπει να σηκωθώ και να πάω στο πιάνο ή εάν πρέπει να το αφήσω για το πρωί. Εάν αξίζει, σκέφτομαι, θα το θυμάμαι. Συνήθως συμβαίνει το δεύτερο. Ξέρω επίσης ότι κάτι είναι αυτό που θέλω, όταν βγει με την πρώτη. Όλες οι μεγάλες επιτυχίες έτσι έγιναν. Το «Άγγελός μου» ήταν μια τέτοια περίπτωση. Μου έφερε η Άλκηστις τους στίχους του Μωραϊτη και το έγραψα επί τόπου. Αυτό σημαίνει ότι λειτουργεί απόλυτα η ταύτιση με τον στίχο και τη μουσική χωρίς να παρέμβει το μυαλό καθόλου, είναι καθαρά ψυχική υπόθεση.
Αυτό είναι το ταλέντο τελικά; Ξέρω γω; Είναι μια προσέγγιση. Υπάρχουν άλλοι συνθέτες που το σκαλίζουν περισσότερο, που λένε θα πάει αυτό εκεί, εκείνο παραπέρα. Θεωρώ πως μετά γίνεται κατασκευή, μπαίνεις στο εργαστήριο. Δεν μου αρέσει εμένα αυτό. Πρόκειται για μια επικοινωνία και οι δυο ψυχές πρέπει να επικοινωνήσουν με το καλημέρα. Όταν γράφω ένα συμφωνικό έργο, είναι άλλη υπόθεση. Εκεί ξεκινώ ένα έργο που αν με πάει και με πάει ξέρω ότι έχουμε θέμα, είμαστε σε έναν καλό δρόμο.
Η τελευταία σου δουλειά «Θα ‘θελα αυτήν τη μνήμη να την πω» κυκλοφορεί ως χρυσόδετο βιβλίο από την Panik Oxygen και είναι μελοποιημένα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη. Πότε πρωτοήρθες σε επαφή με τα ποιήματά του; Η Δανάη Στρατηγοπούλου ήταν φίλη της γιαγιάς μου και της έκανε δώρο ένα βιβλίο του. Ήταν η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του, σε μια αριθμημένη έκδοση και αυτό το βιβλίο ήταν σαν Ευαγγέλιο στο σπίτι μας. Επίσης στο σχολείο είχαμε μια εξαιρετική φιλόλογο που μας έκανε να αγαπήσουμε τα αρχαία ελληνικά και απ’ αυτήν μάθαμε ποίηση. Στην πορεία διάβαζα ποίηση…
Γιατί όμως επέλεξες Καβάφη και όχι κάποιον άλλο ποιητή; Γιατί είναι ο πιο σύγχρονος Έλληνας ποιητής. Είναι πολύ πιο μπροστά απ’ όλους και με γοήτευσε η γραφή του. Ακόμα και τα σημεία στίξης είναι ζωγραφική. Κάνοντας δυο δίσκους με τον Μίκη Θεοδωράκη, ήταν φυσική συνέχεια να κάνω και κάτι άλλο με ποίηση. Ήταν βέβαια και μια παρότρυνση του Μίκη. Όλα αυτά με έσπρωξαν και άνοιξα εκείνο το βιβλίο της γιαγιάς μου. Διαβάζοντάς το ένιωσα την ανάγκη να μάθω ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Πάντα το έκανα αυτό όταν ερμήνευα έναν κλασικό συνθέτη. Δεν πήγαινα στην παρτιτούρα αλλά πήγαινα να δω όταν ο Ραχμάνινοφ έγραψε το δεύτερο κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, τι ζούσε, σε τι φάση ήταν για να μπορέσω να αποδώσω τη στιγμή της δημιουργίας του.
Λιγάκι μέθοδος Στανισλάφσκι. Κάπως έτσι! Άρχισα λοιπόν να μπαίνω και στον κόσμο του Καβάφη. Όχι μόνο βιογραφικά αλλά διαβάζοντας μελέτες, μέχρι που έφτασα στο σημείο να τον νιώθω δικό μου άνθρωπο. Όταν πήρα τα ποιήματα βγήκαν σχεδόν με την μια οι μελοποιήσεις. Και όλα, τα σημεία στίξεις, οι παύσεις είχαν νόημα και στη μουσική. Βγήκαν όλα αυθόρμητα.
Με το έργο του ο καλλιτέχνης διεκδικεί με κάποιον τρόπο την αθανασία; Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, αλλά εγώ όχι. Διεκδικώ από το έργο μου να κάνω χαρούμενους ανθρώπους επομένως καμία Αθανασία και καμία… Αναστασία. Μακριά από μένα! Με ενδιαφέρει να γράφω μουσική και όταν βλέπω ότι αυτό που έγραψα συγκίνησε κάποιον, θεωρώ ότι έχω εκπληρώσει το λόγο της ύπαρξής μου.
Ας κάνουμε ένα υποθετικό σενάριο. Έχεις πεθάνει, έχουν περάσει 100 χρόνια και ο ιστορικός του μέλλοντος θέλει να αναλύσει την περίπτωσή σου. Ποπ μουσική, ουρλιαχτά, συμφωνικά έργα, τραγούδια που έγιναν ραδιοφωνικά hits και που σήμερα είναι κλασικά. Θα βρει την περίπτωσή σου λίγο σχιζοφρενική; Εάν είναι ιστορικός τέχνης που είναι Έλληνας, ναι, θα τη βρει σχιζοφρενική. Εάν είναι από αλλού και δεν έχει στεγανά και προκαταλήψεις θα δει μια ωραία πορεία. Στο εξωτερικό ποτέ δεν με είδε κάποιος έτσι. Δηλαδή, ο Tom Hanks επειδή ξεκίνησε με κάτι χαζοκωμωδιούλες δεν θα έπρεπε να κάνει το «Philadelphia»; Αν λειτουργούσαν έτσι καλλιτέχνες με τα δικά μας τα μυαλά, δεν θα προχωρούσε κανένας μας.

Απ’ την ποπ περίοδο σου τι θυμάσαι ποιο έντονα; Μιλάμε για 5 χρόνια σε μια μεγάλη πορεία. Ήταν θέμα επιβίωσης και έπρεπε να τραγουδήσω δικά μου τραγούδια. Ήρθα από το Παρίσι που μιλούσανε για τον Κορκολή και φτάνω στην Ελλάδα και έρχομαι αντιμέτωπος με χίλια δυο. Η Γαλάνη προσπαθούσε να επιβάλει εμένα και τον Καρασούλο και όλοι έλεγαν ότι το τραγούδι που της είχα δώσει το «Δεν είσαι εδώ», ήταν δικό της, τα ραδιόφωνα δεν μας ανέφεραν καν. Ήταν ένα θέμα επιβίωσης λοιπόν. Τότε ο παραγωγός μου, ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος μου ζήτησε να τα πω εγώ. Και το έκανα μετά από πολύ ψήσιμο και δυσκολία. Έκαναν τρελή επιτυχία, γέμισε το Ειρήνης και Φιλίας με 25 χιλιάδες κόσμο. Πού να τα φανταστώ όλα αυτά;
Είχες νιώσει αμφισβήτηση; Όταν έκανα τους «Πέντε Ανέμους» μου έλεγαν ότι τρελάθηκα και μου την έπεφταν ότι κάνω ποπ τραγουδάκια, ότι σπαταλώ το ταλέντο μου. Είχα ακούσει τα εξ αμάξης ενώ σήμερα όλοι ζητάνε να παίξω και κάτι από τότε. Ο ιστορικός λοιπόν του μέλλοντος που λες εσύ -εγώ νομίζω δεν θα με θυμάται κανένας- θα δει ότι έπαιζα στο Ειρήνης και Φιλίας ή στο Τσίρειο στη Λεμεσό Ραχμάνινοφ και από κάτω ήταν μιλιούνια κόσμος. Άνθρωποι που μου λέγανε πως μάθανε μουσική εξαιτίας μου. Για μένα αυτό είναι το κέρδος. Η αλήθεια είναι πως μετά από 100 χρόνια που θα έχω εξαϋλωθεί δεν με ενδιαφέρει τι θα πει κάποιος για μένα. Δεν θέλω να γράψω ιστορία αλλά να απαλύνω ψυχές ανθρώπων.
Είχες μια περιπέτεια υγείας για την οποία μίλησες δημόσια. Ποια ανάγκη σε οδήγησε σε αυτό; Δεν ήξερα ότι θα ακουστεί δημόσια. Το έκανα σε μια φιλανθρωπική συναυλία για τον Σύλλογο Ορίζοντα για τους καρκινοπαθείς στην Κρήτη. Εκείνη την ώρα λοιπόν μου βγήκε αυθόρμητα και ανθρώπινα και είπα «Μην το βάζετε κάτω. Και εγώ είμαι καρκινοπαθής και είμαι στο πιάνο μου». Αυτό το πήρε το Mega και το έκανε δακρύβρεχτο θέμα στο δελτίο. Απ’ την άλλη, δεν θεωρώ ότι έκανα κάτι κακό. Το τσιγάρο μου έκανε τη ζημιά και ο καρκίνος δυστυχώς είναι σε κάθε σπίτι πια. Είναι μια δύσκολη περίπτωση και όταν συμβεί είσαι σε ένα διαρκές μπουνίδι μαζί του. Το είπα μια φορά, αλλά έκανα κι άλλες εγχειρήσεις και δεν έχεις ακούσει κάτι.
Μετά από αυτή την περιπέτεια άλλαξε η θέαση απέναντι στη ζωή; Έδιωξα ό,τι με ενοχλούσε, ό,τι περιττό. Έφυγαν άνθρωποι, πράγματα, καταστάσεις. Γενικά πια είμαι πολύ συγκεκριμένος και πολύ στο δια ταύτα. Δεν θέλω να χάνω το χρόνο μου. Οι άνθρωποι που κρατώ δίπλα μου μετρώνται στο ένα χέρι και πλέον δεν είμαι τόσο ανεκτικός όσο παλαιότερα.
Τι συνειδητοποίησες μετά απ’ όσα πέρασες; Όταν τρως μια τόσο γερή φάπα, το βασικό είναι αφού συνέλθεις να αναθεωρήσεις πολλά πράγματα στον τρόπο που ζεις, που φέρεσαι. Έκοψα το τσιγάρο, εγώ που κάπνιζα 5 πακέτα τη μέρα. Έλεγα ότι είναι το τελευταίο πράγμα που θα κόψω και σήμερα δεν μπορώ καν να το μυρίσω. Βελτίωσα τα ωράρια μου και δεν ξενυχτάω πια. Θέλω να είμαι στο κρεβάτι μου νωρίς, να ξυπνάω νωρίς. Αυτά πριν δεν υπήρχαν αλλά άλλαξαν τα τελευταία 4 χρόνια. Βέβαια, έχεις και την αγωνία ότι μπορεί να έρθει ξανά ο καρκίνος. Δεν είναι ότι ξεμπερδεύεις με αυτό. Τον αντιμετωπίζεις και προχωράς.
* Οι παραστάσεις του Στέφανου Κορκολή και της Σοφίας Μανουσάκη με τίτλο «Η Μουσική είναι Μία» θα πραγματοποιηθούν στις 9/10, στη Μουσική Σκηνή RED, Λευκωσία, στις 21:00 Πληροφορίες: 99059257, 96245929 και στις 10/10 στο Θέατρο Ριάλτο, στην Πλατεία Ηρώων, στη Λεμεσό, στις 20:30 Πληροφορίες: 77777745
Η τελευταία του δουλειά «Θα ‘θελα αυτήν τη μνήμη να την πω» με τη συμμετοχή της Σοφίας Μανουσάκη κυκλοφορεί ως χρυσόδετο βιβλίο από την Panik Oxygen.