«Ξύπνησα ένα πρωί και έξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Στο ραδιόφωνο µιλούσαν λες κι έγινε κατακλυσµός. Εγώ, πάλι, σκέφτηκα σήµερα είναι η ηµέρα! Κι ας οδηγούσα µόλις ένα χρόνο… Είχα πάρει βέβαια άδεια οδήγησης όταν επέστρεψα από τη Γαλλία αλλά ήταν σαν να µην είχα µάθει, αφού για είκοσι χρόνια δεν οδηγούσα. Μπήκα στο αυτοκίνητο λοιπόν χωρίς να ξέρω πού ακριβώς θα πήγαινα. Αποφάσισα απλά να βγω εκτός πόλης. Ήθελα να πάω κόντρα στους φόβους µου, να αναµετρηθώ µαζί τους…

Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, πήρα τον δρόμο που οδηγεί στην Άλωνα. Έβρεχε ασταμάτητα και εγώ αισθανόμουν ότι ήμουνα σε μια άλλη διάσταση, σε άλλον χρονοχρόνο. Έβαλα τον Μάλαμα στη διαπασών, άνοιξα λίγο το παράθυρο για να βρέχομαι και οδηγούσα γρήγορα. Όσο αύξανα την ταχύτητα, τόσο βίωνα έναν εσωτερικό καβγά. Ήταν σαν να ταξίδευα και να είχα έναν ίσκιο πλάι μου, μια μάζα σκότους, η οποία συνομιλούσε μαζί μου. Την ένιωθα αυτή τη συζήτηση, σαν να είχα βγει εκτός σώματος.

Κάποια στιγμή έφτασα στον Άη Γιάννη της Μαλούντας. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να επιστρέψω στη Λευκωσία αλλά μέσα σ’ εκείνη την παρόρμηση, έστριψα σ’ ένα δρόμο με εργοστάσια. Ήταν σαν να βρέθηκα στο Φαρ Ουέστ! Τα οροπέδια έμοιαζαν σαν να τα έκοψε το σπαθί του Διγενή Ακρίτα. Ξαφνικά ακούω τα «Διόδια». Σταματώ το αυτοκίνητο, βγαίνω έξω, φοράω το παλιό μου παλτό, βάζω στο τέρμα τη μουσική και χορεύω ένα ζεϊμπέκικο κάτω από τη βροχή. Μόνη μου, εγώ και ο ουρανός. Μου θύμισε τον Κλιντ Ίστγουντ που περπατά αργά, βγάζει το τσιγάρο μ’ ένα χαμόγελο, πυροβολεί, το ανάβει, γυρνάει και φεύγει…

Μπήκα ξανά στο αυτοκίνητο και συνέχισα τα ταξίδι ενώ η εσωτερική συζήτηση με τη σκιά συνεχιζόταν. Ήμουνα σε μια κατάσταση έκστασης. Σαν να άνοιξαν οι ουρανοί εντός μου κι άρχισαν ν’ αναβλύζουν οι αισθήσεις. Τότε σκέφτηκα, αφού έφτασα ώς εδώ ας πάω στον σταθμό της Παναγιάς, εκεί όπου αρχίζει το δάσος Αδελφοί. Είναι δυο αντικριστά βουνά κι ανάμεσά τους ο γκρεμός μ’ ένα χείμαρρο από κάτω.

Απ’ εκεί και πέρα ήτανε μόνο βουνά πια, όμως δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Ήταν λες και ξύπνησαν μέσα μου οι μνήμες από το πουθενά. Δεν ξέρω ποια χαραμάδα βρέθηκε, σ’ εκείνο το σημείο της έντασης, αλλά ξαφνικά άρχισα να θυμούμαι πράγματα μιας ηλικίας που υποτίθεται δεν θυμόμαστε. Όπως το λεωφορείο του χωριού, γεμάτο γυναίκες και γέρους, όταν πηγαίναμε στην Πύλα για να δούμε τους πατεράδες μας που τους κρατούσαν οι Άγγλοι. Θυμήθηκα τις ιστορίες αυτούσιες, άκουγα τα λόγια τους, τα τραγούδια τους. Έτσι πήρα την απόφαση να συνεχίσω μέχρι το χωριό μου την Άλωνα.

Έβλεπα μόνο στα τρία μέτρα, εκεί όπου φώτιζαν οι φανοί του αυτοκινήτου. Πώς είναι οι αφηγήσεις αυτών που πέθαναν και επανήλθαν στη ζωή; Όπου θυμούνται πράγματα από τη ζωή τους; Ε, αυτό μου συνέβη ουσιαστικά. Εκείνη τη στιγμή, με τους φανούς, έγινε ένας κατακλυσμός από ιστορίες της παιδικής μου ηλικίας. Εν τω μεταξύ οδηγούσα και γύρω μου υπήρχαν κατολισθήσεις. Σταματούσα, απομάκρυνα τις πέτρες, συνέχιζα, σταματούσα ξανά, χόρευα ζεϊμπέκικο και προχωρούσα. Όταν πέρασα την Πλατανιστάσα, βρέθηκα ανάμεσα στα βουνά που κυκλώνουν την Άλωνα. Εκεί πια, ήταν σαν να άκουγα Ζαν Μισέλ Ζαρ καθώς οι αντίλαλοι κτυπούσαν από το ένα βουνό στο άλλο.

Όταν έφτασα στο χωριό για πρώτη φορά φοβήθηκα. Περίμενα να δω κάνα άνθρωπο στο δρόμο ή ένα φως έστω. Το μόνο που έβλεπα όμως ήταν τα φύλλα πεσμένα από την καταρρακτώδη βροχή. Ούτε τα βουνά έβλεπα κι ας ήξερα ότι ήταν εκεί. Βρέθηκα σε έναν αόρατο τόπο. Δεν έβλεπα ούτε τα σπίτια, ούτε τους ανθρώπους, ούτε τα βουνά. Ήταν μια καταχνιά και εγώ ήμουνα μέσα σε αυτήν. Σταμάτησα λίγο κι όταν αποφάσισα πια να φύγω άνοιξε η πόρτα ενός βαν και βγήκε ένα συγχωριανός μου που έκανε τότε τον καφετζή. «Κατέβα να σου φτιάξω καφέ» μου είπε. «Δεν σε παραξενεύει που έχω μούσια;». Όχι, του λέω. «Θα γίνω παπάς». Πώς σου ήρθε; «Κάμνω;» Δεν ξέρω, για να σου πω αν κάμνεις φέρε το ευαγγέλιο, φέρε και ζιβανία και διάβασέ μου μια περικοπή από κάθε ευαγγελιστή. Άρχισε να μου διαβάζει ώσπου ξεκίνησε να νυχτώνει και κατάλαβα ότι έπρεπε να επιστρέψω. Μπήκα στο αυτοκίνητο και του φώναξα “Άξιος”»

* Η Ελένη Νικοδήμου εξέλιξε εκείνο το ταξίδι στη βροχή, πριν από τέσσερα χρόνια, στο μυθιστόρημα που συγγράφει. Μια ψυχαναλυτική αφήγηση που αντλεί από τον ιδιότυπο διάλογο της ζωγράφου με τις «σκιές» και που ανατρέχει στις μνήμες τής παιδικής της ηλικίας.