Οι Έλληνες παππούδες μου πήγαν στην Αμερική αφού έχασαν τα πάντα. Ο παππούς μου στη Μικρά Ασία ήταν καθηγητής πανεπιστημίου και στην Αμερική δεν μπορούσε να δουλέψει. Έτσι, άνοιξε ένα μανάβικο και μετά ένα εστιατόριο. Και όταν ο πατέρας μου θέλησε να αναλάβει το εστιατόριο, ο παππούς μου του είπε πως θέλει να βρει να κάνει κάτι καλύτερο. Γι’ αυτό ο πατέρας μου μπήκε στις επιχειρήσεις. Έτσι ήταν οι περισσότερες αμερικανικές οικογένειες εκεί που μεγάλωσα. Μεταπολεμικές οικογένειες με τους περισσότερους πατεράδες να στήνουν τη δική τους δουλειά.
Ο πατέρας μου ασχολείτο στην τράπεζα με τα στεγαστικά δάνεια. Ήταν μια βαρετή δουλειά, όπου θα έπρεπε να διασφαλίζει πώς οι άνθρωποι θα πληρώνουν τις δόσεις τους και εκείνος θα έβγαζε λίγα χρήματα απ’ αυτό. Ήταν μια σταθερή αλλά όχι συναρπαστική δουλειά. Καθώς μεγάλωνε ήθελε να ασχοληθεί με τα ακίνητα και να γίνει μεσίτης. Αυτό ήταν πιο ριψοκίνδυνο. Η μητέρα μου του έλεγε «είμαστε μια χαρά, μπορούμε τώρα να βγούμε στη σύνταξη». Ο πατέρας μου όμως δεν το ήθελε αυτό. Ήθελε να κάνει το τελευταίο του μεγάλο κατόρθωμα. Έτσι, ασχολήθηκε με τα ακίνητα, έβγαλε πολλά λεφτά και στο τέλος τα έχασε όλα. Το θεωρώ τραγική συνέπεια της ύβρεως. Κλασική ύβρις με την αρχαιοελληνική έννοια. Είναι φοβερό το γεγονός ότι δεν ήθελε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του με μια βαρετή σύνταξη. Δεν του βγήκε σε καλό αλλά μπορώ να καταλάβω τον ενθουσιασμό του.
Το γεγονός πως ο πατέρας μου ήταν επιχειρηματίας με έκανε να μάθω πως η σκληρή δουλειά θα έπρεπε να έχει ξεκάθαρο υλικό κέρδος.