Ανδρέας Παράσχος
«Ήταν καλοκαίρι του 1994 όταν γράφαμε τα τραγούδια για την επετειακή εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος του ΡΙΚ. Ο Παράσχος, ο Πάρης και εγώ. Τότε με πήρε τηλέφωνο η κοινή μας φίλη, η Γιάννα Λευκάτη. Μου είπε ότι ο Παράσχος κάτι έγραφε, αλλά δεν την άφησε να δει πολλά πράγματα. Είχε δει μόνο τον πρώτο στίχο: “εννιά τζιαι δέκα τζι’ εκατόν τζιαι σσιύλλιοι πεντακόσιοι…”. Τη ρώτησα τι σημαίνει αυτό. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, έλυσα την εξίσωση! Πάγωσα! Συνειδητοποίησα ότι με τον τρόπο αυτό ο Παράσχος σκέφτηκε να μας δώσει τον αριθμό των αγνοουμένων, τους 1619. Τον πήρα αμέσως τηλέφωνο. Μου είπε ότι δεν είχε ακόμα τελειώσει τον στίχο. Του είπα ότι θα περιμένω να τον ολοκληρώσει. Επειδή γνώριζα μέχρι πού μπορεί να φτάσει η πένα του, με έτρωγε η αγωνία. Ήμουν σίγουρος ότι θα έγραφε κάτι μοναδικό. Την επομένη, κατά τις εννιά το βράδυ, ετοιμαζόμουν να πάω στο σινεμά με φίλους, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο Παράσχος, που με ρώταγε αν έχω μετρητά στο σπίτι. Είχε μια επιταγή και χρειαζόταν μετρητά. Του είπα ότι θα πήγαινα από το σπίτι του αμέσως για να του τα δώσω. Καθοδόν προς το σινεμά, σταμάτησα κάτω από την πολυκατοικία που έμενε ο Παράσχος. Κατέβηκε κρατώντας την επιταγή και σε ένα χαρτί τους στίχους. Πήρα το χαρτί και του έδωσα τα μετρητά. Κάθισα στο αυτοκίνητο -ευτυχώς οδηγούσε άλλος- και άρχισα να το διαβάζω. «Του Βαγορή» ο τίτλος. Τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα από ό,τι τα υπολόγισα. Ένιωσα την ευθύνη που είχα απέναντι στον μοναδικό αυτό στίχο. Ό,τι καλύτερο είχε γραφτεί για το θέμα των αγνοουμένων. Πέντε τετράστιχες στροφές, χωρίς ρεφρέν, μια αλληγορική μυθοπλασία που ταυτόχρονα σε καρφώνει στην ωμή πραγματικότητα και στο δράμα των συγγενών. Πώς να διαχειριστείς τέτοιο στίχο; Φτάσαμε στο σινεμά. Ήμουν αλλού. Ούτε που κατάλαβα ποιο έργο είδα. Όταν επέστρεψα στο σπίτι, έβαλα την οικογένεια για ύπνο, κλειδώθηκα στο στούντιό μου και μέχρι τις τέσσερις τα χαράματα είχα γράψει τη μελωδική γραμμή, ενορχήστρωσα και τραγούδησα το τραγούδι. Αμέσως πήρα τηλέφωνο τον Παράσχο και τον ξύπνησα, λέγοντάς του να έρθει αμέσως από το σπίτι μου. Με ρώτησε αν θα μπορούσε να περιμένει μέχρι να ξημερώσει. Του απάντησα ότι ήταν αδύνατο να το διαχειριστώ. Έφτασε σε πέντε λεπτά. Από εκείνη την ώρα μέχρι τις έξι το πρωί ακούγαμε το τραγούδι, πίναμε κρασί και κλαίγαμε».
Koύλης Θεοδώρου
* Ο τίτλος του τραγουδιού «Του Βαγορή», είναι εμπνευσμένος από τον ήρωα της ΕΟΚΑ Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που στον στίχο του, συναντά τους αγνοούμενους του 1974.