Ένας απ’ τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της γενιάς του θυμάται ποιο είναι το πιο σκληρό δίδαγμα που του πρόσφερε μια διαδρομή 40 και πλέον χρόνων και εξηγεί γιατί οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς χειροκρότημα. 
 
– Είναι ο ρόλος ή το έργο που σας προσέλκυσε στην παράσταση «Το Παγκάκι»; Εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι πάντα το έργο και τα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας μέσω αυτού. 
 
– Τι θα δει κάποιος ερχόμενος να δει τη συγκεκριμένη παράσταση; Κατ’ αρχάς μία κωμωδία. Μία κωμωδία που όσο πιο πολύ γέλιο γεννάει τόσο πιο σκληρή γίνεται. Δύο άνθρωποι μόνοι συναντιούνται σ’ ένα πάρκο και κάθονται στο ίδιο παγκάκι. Προσπαθούν να είναι μαζί. Το πρόβλημα όμως ξεκινάει στο πώς παρουσιάζει ο καθένας τον εαυτό του στον άλλον. Όλοι μας ξέρουμε τι είμαστε και την ίδια στιγμή ξέρουμε και τι θα θέλαμε να είμαστε. Το κακό αρχίζει όταν μιμούμαστε αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, πριν γίνουμε. Αυτή η ανθρώπινη γελοιότητα απαγορεύει στην ουσία να είναι οι άνθρωποι μαζί. Γιατί αν δεν σέβεσαι και δεν εμπιστεύεσαι αυτό που είσαι , αλλά καμώνεσαι πως είσαι αυτό που θα ήθελες να γίνεις, με μαθηματική ακρίβεια θα σου συμβούν τα εξής: και δε θα καταφέρεις ποτέ να γίνεις αυτό που θες και κανείς δε θα σεβαστεί ούτε και θα εμπιστευτεί αυτό που είσαι.
 
– Ανάμεσα σε άλλα, το σημείωμα της παράστασηw γράφει πως «είναι μία ιστορία που εγείρει ένα ιδιαίτερο σύγχρονο και βασανιστικό ερώτημα: μπορούν πλέον οι άνθρωποι να ζήσουν πραγματικά μαζί;». Γιατί είναι τόσο δύσκολες οι ανθρώπινες σχέσεις σήμερα κύριε Κιμούλη; Όλες οι σχέσεις των ανθρώπων στην εποχή μας είναι διαποτισμένες από την άποψη πως πάνω απ’ όλα υπάρχει ο αδιάφορος ατομικισμός και ο απύθμενος και κυνικός εγωτισμός. Η πίστη όμως στη σημαντικότητα του Ενός, η λατρεία του μοναδικού και του μόνου, η απομόνωση του καθενός απ’ τον περιβάλλοντα χώρο και η διαγραφή της κοινωνικής και πολιτικής του συνείδησης, οδηγεί σε αδιέξοδο. Ένα ολόκληρο σύστημα μας μαθαίνει με πρόστυχο τρόπο πως η αυτάρκεια είναι το μοναδικό και βασικό του όπλο και πως η κοινωνική συνύπαρξη του περιορίζει την αυτοτέλεια. Οι άνθρωποι που σκέπτονται έτσι ποτέ δε θα μπορέσουν να ζήσουν μαζί με κάποιον.
 
– Βρίσκετε κομμάτια του εαυτού σας στον ρόλο σας; Κανείς δε γίνεται κάποιος άλλος. Όλοι μόνον ίδιοι με τον εαυτό μας μπορούμε να είμαστε. Είναι φυσικό λοιπόν το υλικό που χρησιμοποιούμε στην κατασκευή του προσώπου που παρουσιάζουμε απάνω στη σκηνή, να είναι δικό μας. Αυτό δε σημαίνει πως ό,τι κάνει ένα θεατρικό πρόσωπο, το κάνουμε κι εμείς στη ζωή. Στη ζωή μας χρησιμοποιούμε κάποιες μάσκες συμπεριφοράς. Δυστυχώς όχι πολλές. Χρησιμοποιούμε τις μάσκες που μας έχουν μάθει ή που μας έχουν επιβάλλει, καθώς και τις μάσκες συμπεριφοράς με τις οποίες πιστεύουμε πως αρέσουμε.
 
– Όμως την ίδια στιγμή αναγνωρίζουμε όλες τις μάσκες συμπεριφοράς που βλέπουμε στον έξω κόσμο, άσχετα αν πολλές απ’ αυτές δε χρησιμοποιούμε στη ζωή μας. Με τι τις αναγνωρίζουμε; Μα, με το μυαλό μας! Άρα είναι εντός μας ενταφιασμένες όλες οι μάσκες συμπεριφοράς που αναγνωρίζουμε στον περιβάλλοντα χώρο μας. Στο θέατρο αυτό που μας ζητείται λοιπόν είναι να έχουμε τη δύναμη – γιατί περί δύναμης ο λόγος – να παρουσιάσουμε τις μάσκες που απαιτεί το κάθε πρόσωπο που ερμηνεύουμε. Είτε τις χρησιμοποιούμε στη ζωή, είτε όχι. Αυτές οι μάσκες είναι δικές μας. Βρίσκονται βυθισμένες στη μνήμη μας. Η λέξη μίμηση άλλωστε προέρχεται απ’ τη λέξη μέμνησο – σαν να προστάζει κάτι τη μνήμη μας, να φέρει στο φως αυτό που πολλές φορές μπορεί και να φοβόμαστε.
– Πώς επιλέγετε τι θα ανεβάσετε στο θέατρο; Υπάρχουν χιλιάδες ενδιαφέροντα έργα. Τι είναι όμως αυτό που κατευθύνει την επιλογή σας; Τα ερωτήματα που ακούω απ’ τον περιβάλλοντα χώρο μου και τα ερωτήματα που θέτω κι εγώ κάθε φορά. Ψάχνω λοιπόν να βρω ένα έργο με αντίστοιχο προβληματισμό. Προηγείται πάντα η δική μου ανάγκη να εκφράσω κάποια ερωτήματα. Το θεωρώ φυσικό και καθόλου εγωιστικό. Άλλωστε τα έργα θα υπάρχουν πάντα σε κάποια βιβλιοθήκη και θα περιμένουν όποιον θα θελήσει να τα παρουσιάσει πάνω στη σκηνή. 
– Πώς αποκτά ένας σκηνοθέτης την «υπογραφή» του; Πώς γίνεται κανείς να αναγνωρίζει ότι αυτή η δουλειά είναι μια παράσταση του Κιμούλη; Νομίζω, πως πρέπει να έχει σχέση με την προσπάθεια που κάνει κάποιος να τηρεί μία συνέπεια μεταξύ της ζωής του και του έργου του. Όσο πιο δίπλα και παράλληλα κινούνται αυτά, τόσο πιο εμφανής είναι η γραφή των πράξεων μας. Μερικοί αυτό το λένε μανιέρα, προσδίδοντας στη λέξη μία αρνητική έννοια. Κάνουν λάθος. Μανιέρα είναι ο τρόπος. Μακάρι λοιπόν κάθε καλλιτέχνης να βρει τον δικό του τρόπο. 
 
– Σε τι διαφέρει ένας καλός ηθοποιός από έναν μέτριο ηθοποιό; Κάποιοι λένε απ’ τον αριθμό των μεγάλων αποτυχιών. Ένας μέτριος ηθοποιός δε θα κάνει ποτέ μία μεγάλη αποτυχία, ούτε και μία μεγάλη επιτυχία. Εγώ πιστεύω πως η διαφορά βρίσκεται στην αφοσίωση. Στον εμμονικό τρόπο με τον οποίον δημιουργείς ένα καλλιτεχνικό έργο. Η εμμονή – ή μάλλον καλύτερα η εμμένεια – είναι το βασικό εργαλείο ενός καλλιτέχνη. Δηλαδή η απόλυτη και ξεκάθαρη απόφαση σε ποιον χώρο θα μείνει. Μόνον εδώ μπορώ και θέλω να ζω, αυτόν τον χώρο αγαπάω και σέβομαι. Έξω απ’ αυτόν δεν μπορώ ν’ ανασάνω. Η εμμένεια λοιπόν αυτή, σε απομακρύνει από οποιαδήποτε μετριότητα.

– Ταλέντο ή εργατικότητα; Τι από τα δυο είναι, λέτε, πιο σημαντικό; Και τα δύο βέβαια… Συν άλλα δύο: τύχη και αντοχή στη χυδαιότητα των άλλων, χωρίς όμως να επιτρέψεις στον εαυτό σου, λόγω αυτής της αντοχής, να γίνεις άθελά σου κι εσύ σκληρός και χυδαίος.

– Και τι συμβαίνει όταν κάποιος γίνεται δέσμιος της ματαιοδοξίας του; Εσείς; Περάσατε απ’ τα χωράφια της αλαζονείας; Αλαζονεία όχι. Ξέρετε πολλές φορές όταν κάποια όνειρά μας ή και φιλοδοξίες μας ακόμα, γίνονται πράξεις, πολλοί άνθρωποι το ερμηνεύουν ως έπαρση και ως αλαζονεία. Δεν είναι όμως. Σχεδόν κανείς – με εξαίρεση τους πολύ δικούς μας ανθρώπους – ξέρουν τον κόπο που έχει καταθέσει κάποιος για να μπορέσει να κάνει πράξη τα όνειρά του.

– Στο πέρασμα του χρόνου, πόσο έχει αλλάξει ο χαρακτήρας σας; Δεν μπορώ να βγω έξω απ’ τη ζωή μου και να την αναλύσω. Πολλές φορές προσπαθώ να το κάνω ερμηνεύοντας τα ίδια έργα με απόσταση δέκα χρόνια. Το έχω κάνει με τον Οιδίποδα, τον Άμλετ και τον Μάκβεθ. Εκεί ίσως μπορείς να δεις – απ’ τις διαφορετικές επιλογές που κάνεις – αυτό που λέτε εσείς αλλαγή ή αλλαγές. 

– Ποιο ήταν το πιο σκληρό και πιο σοφό δίδαγμα που σας προσέφερε όλη αυτή η διαδρομή; Η ανάγκη της ύπαρξης του Άλλου. Το θέατρο πάνω απ’ όλα μας μαθαίνει να είμαστε μαζί με τον άλλον. Το θέατρο είναι ένας διάλογος. Αυτό σημαίνει κι η λέξη υποκριτική. Δε βγαίνει όπως πολύ πιστεύουν ή θεωρούν απ’ τη λέξη υποκρισία. Βγαίνει απ’ το ρήμα αποκρίνομαι, που σημαίνει απαντώ ερμηνεύοντας ή ερμηνεύω απαντώντας. Ο Άλλος λοιπόν είναι το ήμισυ της ύπαρξης μας. Αυτό έχω μάθει και αυτό προσπαθώ πάντα να τηρώ. Μακριά από μένα οποιαδήποτε έννοια αυτάρκους ζωής.

– Λένε ότι οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το χειροκρότημα. Ισχύει; Οι καλλιτέχνες δε μπορούν ζήσουν χωρίς αυτούς στους οποίους απευθύνονται. Το χειροκρότημα λοιπόν είναι η επιβεβαίωση της ύπαρξης τους και τις περισσότερες φορές ο ήχος του δικού τους ευχαριστώ. 

– Αλήθεια, ονειρευόσασταν από μικρός το θέατρο; Όχι. Με το θέατρο αποφάσισα να ασχοληθώ εντελώς ξαφνικά μετά τα δεκαοκτώ μου χρόνια. Μέχρι τότε μάλλον δικηγόρος – λόγω και του επαγγέλματος των γονιών μου – έλεγα πως θα γινόμουν.

– Γιατί συνεχίζετε να κάνετε θέατρο; Γιατί δε θέλω και δε μπορώ να κάνω κάτι άλλο.

– Απ’ την τηλεόραση απέχετε τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα μέσο που σας λείπει; Η τηλεόραση είναι ένα ολόκληρο σύστημα. Μέσα εκεί μπορείς να παρουσιάσεις κάποια καλλιτεχνικά έργα. Αυτά όμως έχουν ανάγκη παραγωγών που θα σέβονται το αντικείμενο με το οποίο ασχολούνται. Δυστυχώς τέτοιες περιπτώσεις σπανίζουν ή σχεδόν δεν υπάρχουν. Οπότε προτιμώ να κρατώ τον εαυτό μου εκτός τηλεόρασης.

– Όταν δεν δουλεύετε τι είναι εκείνο που απολαμβάνετε να κάνετε; Η εμμένεια στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή δε μου επιτρέπει να απολαμβάνω τίποτ’ άλλο έξω απ’ την τέχνη μου. Και πιστέψτε με, δεν το κάνω καταπιέζοντας τον εαυτό μου. Στο θέατρο δε νιώθω πως δουλεύω. Στο θέατρο εργάζομαι – παράγω έργο. Και το να δημιουργείς διαρκώς είναι μεγάλη απόλαυση. Ίσως η μεγαλύτερη.

Ο Γιώργος Κιμούλης σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Το παγκάκι» του Αλεξάντερ Γκέλμαν. 8/4 στο Δημοτικό θέατρο Στροβόλου, 9/4 στο Παττίχειο Λεμεσού, στις 15/4 στο Δημοτικό θέατρο Λάρνακας και 16/4 στο Μαρκίδειο Πάφου. Όλες οι παραστάσεις ξεκινούν στις 20:30. Εισιτήρια: soldoutticketbox.com, tickethour.com.cy