Με τον Αδαμάντιο Διαμαντή γνωριστήκαμε στις αρχές του 1969. Είχαμε γυρίσει με τον σύζυγό μου από την Αγγλία και συναντηθήκαμε σε μια φιλική συγκέντρωση. Συνδέθηκα πολύ με την Αντουανέτ, τη σύζυγό του, η οποία όταν εργαζόταν ήταν βοηθός του Άγγλου Γενικού Εισαγγελέα. Ο πατέρας της ήταν Κερκυραίος και σκοτώθηκε το 1912, όταν οι Έλληνες απελευθέρωσαν τα Ιωάννινα, τον τόπο που γεννήθηκα εγώ.
 
Και ο δικός μου πατέρας ήταν Κερκυραίος, γι’ αυτό λόγω των κοινών καταβολών αναπτύξαμε μια στενή σχέση. Ο Διαμαντής δεν πολυζωγράφιζε εκείνο τον καιρό, ήταν 69 χρονών και είχε αρχίσει να αρχειοθετεί το έργο του. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Αγγελίδης, αλλά το άλλαξε όταν ήταν φοιτητής. Σπούδασε στην Αγγλία και μοιράστηκε το βραβείο της Σχολής Καλών Τεχνών με τον Χένρι Μουρ. Πιστεύω πως αν είχε μείνει στην Αγγλία, θα είχε μια διεθνή αναγνώριση ως καλλιτέχνης. Στη διάρκεια των σπουδών του στο Λονδίνο, γνώρισε την Αντουανέτ και γύρισαν μαζί στο νησί το 1925. Ο Διαμαντής καταγόταν από τη Λάπηθο, αλλά έμενε στη Λευκωσία, σε ένα σπίτι στην Ονασαγόρου. Έγινε καθηγητής στα Δημόσια Σχολεία. Ήταν πολύ διαβασμένος άνθρωπος. Του άρεσε πολύ η ποίηση, η ιστορία και ό,τι είχε σχέση με την Κύπρο. Μου έλεγε πως όταν είχε αϋπνία απάγγελλε τον Εθνικό Ύμνο, τον οποίο ήξερε όλο απ’ έξω.
Είχε μεγάλη μανία με το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Κάθε αντικείμενό του το είχε μαζέψει ο ίδιος. Μετά το 1974, είχε αγωνία ότι οι Τούρκοι θα καταλάμβαναν τη Λευκωσία και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και έτσι η Κύπρος θα έχανε τη λαϊκή πολιτιστική κληρονομιά της. Γι’ αυτό και μια περίοδο πηγαίναμε κάθε μέρα μαζί του, με τη σύζυγό του και χωρίζαμε τα αντικείμενα του μουσείου σε δύο συλλογές. Όπως μας εξήγησε, η μια συλλογή προοριζόταν να μεταφερθεί στην Αθήνα, ώστε να διασωθεί σε περίπτωση που καταλάμβαναν οι Τούρκοι το Μουσείο και η άλλη θα έμενε στη Λευκωσία. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε.
 
Επίσης είχε μια αγωνία μήπως πάθουν κάτι τα δικά του έργα. Τα είχε φυλαγμένα σε ένα δωμάτιο στην Αρχιεπισκοπή και θυμάμαι, μια νύχτα αργά, στη διάρκεια μιας καταιγίδας, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάμε να τα μεταφέρουμε αλλού γιατί κινδύνευαν να βραχούν. Αυτή η αγωνία του τον οδήγησε να πουλήσει το γνωστό έργο «Ο Κόσμος της Κύπρου» στο Τελλόγλειο Ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη. Ο φόβος του ότι το έργο κινδύνευε να πέσει στα χέρια των Τούρκων τον οδήγησε σε μια προφορική συμφωνία με την Αλίκη Τέλλογλου, σύμφωνα με την οποία, αν σε διάστημα 10 χρονών βρεθεί κάποιος Κύπριος να αγοράσει το έργο αυτό όσα πλήρωσε η ίδια, να το επιστρέψει στην Κύπρο.
 
Έτσι, κάποια χρόνια μετά που φάνηκε ότι το έργο δεν κινδύνευε πια, ο Διαμαντής προσπάθησε να το επαναπατρίσει. Είχαμε πάει μαζί, σε διάφορους φορείς και ιδρύματα, όμως δεν βρέθηκε κανείς να δώσει τα χρήματα για να γυρίσει το έργο πίσω. Ας είναι καλά ο κ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής, ο διευθυντής του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, ο οποίος είναι φίλος με τη διευθύντρια του Τελλόγλειου Αλεξάνδρα Βουτυρά και συμφώνησαν να επιστρέψει το έργο στην Κύπρο επί δανεισμώ, στο Λεβέντειο Ίδρυμα. 
Μετά την τουρκική εισβολή, το 1974, ο καλλιτέχνης έκανε ένα μεγάλο σχέδιο με τίτλο «Ο Κόσμος της Κύπρου που Αναστατώθηκε». Σ’ αυτό το έργο ο κόσμος είναι όρθιος, σε μια προσπάθειά του να δείξει την αναστάτωση από την εισβολή. Αυτή την αγωνία του, για το τι θα γίνει ο τόπος, δεν την ξεπέρασε ποτέ. 
Μέσα από τη δουλειά του άλλαξε την τέχνη της Κύπρου. Η ιστορία της τέχνης του τόπου γράφεται από τον Διαμαντή, από το 1925  και μετά. Ήταν σύγχρονος για την εποχή του, παρόλο που δεν μιμήθηκε, δεν αντέγραψε τους τότε διάσημους. Κάποιοι συνάδελφοί του τον κατηγόρησαν γι’ αυτό και του έκαναν πόλεμο. 
Ήταν πολύ φίλος με τον Τηλέμαχο Κάνθο και τον Νεοπτόλεμο Μιχαηλίδη. Έλεγε πάντα, «Εγώ γεννήθηκα το 1900, ο Κάνθος το 1910 και ο Νεοπτόλεμος Μιχαηλίδης το 1920». Ήταν ένας σημαντικός διανοούμενος ο Διαμαντής, και όταν επισκέπτονταν την Κύπρο άνθρωποι των γραμμάτων ήθελαν να τον γνωρίσουν. Ο Σεφέρης ζήτησε να συναντηθούν και του αφιέρωσε το ποίημα «Λεπτομέρειες στην Κύπρο».
Θυμάμαι πως δεν υπήρχε έκθεση που να μην έρθει να τη δει στην γκαλερί μου. Του είχα προτείνει κάποια στιγμή να εγκαινιάσει μια έκθεση του Κώστα Αργυρού. Ο Αργυρού ήταν πολύ φίλος μου, αλλά ήταν λίγο ιδιόρρυθμος και το είπα στον κ. Διαμαντή. Έτσι, γνωρίστηκαν σε μια συνάντησή μας στο ξενοδοχείο Τέσσερα Φανάρια στη Λάρνακα και μετά ο Αργυρού μου είπε, «Δεν θέλω να μου κάνει τα εγκαίνια ο Διαμαντής γιατί σου έκλεισε το μάτι». Θεώρησε δηλαδή ότι τον κορόιδεψε για κάτι που είπε. Όταν το είπα στον Διαμαντή, μου λέει «αν είναι δυνατόν εγώ να κλείσω το μάτι σε μια κυρία». Τελικά λύθηκε η παρεξήγηση και έκανε τα εγκαίνια. 
 
Προτού πεθάνει πήγαινα και τον έβλεπα συχνά. Την τελευταία φορά που τον είδα, θυμάμαι πως του είπα, «Κύριε Διαμαντή τι κάνετε;». Μου είπε, «Ένα έχω να σου πω, οι Τούρκοι δεν συμπεριφέρονται καθόλου καλά». Η κατοχή ήταν μέσα στην ψυχή του, καρφί μεγάλο. Πέθανε το 1994. 

* Η Γκλόρια Κασσιανίδου κατάγεται από τα Ιωάννινα και ζει μόνιμα στην Κύπρο από το 1961. Το 1977 άνοιξε στη Λευκωσία την γκαλερί Γκλόρια την οποία διευθύνει μέχρι σήμερα. 

 
 maria.panayiotou@phileleftheros.com
 
Φιλgood, τεύχος 224.