«Παρατηρώ διαρκώς –σχεδόν εμμονικά– τους ανθρώπους γύρω μου: τον τρόπο που κινούνται, μιλούν ή συμπεριφέρονται, το ντύσιμό τους, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τα πάντα. Κυρίως όμως ενδιαφέρομαι για τις ιστορίες τους.»
– Τι σας κινητοποίησε να γράψετε το «24»; Θυμάστε ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή των διηγημάτων σας; Η αρχική αφορμή δόθηκε στον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου του Πειραιά, όπου αναμένοντας το τρένο έγινα άθελά μου αυτήκοος μάρτυρας της θυελλώδους συζήτησης ενός ζευγαριού. Ο διάλογος συνεχίστηκε και μέσα στο βαγόνι, και ήταν τόσο αποκαλυπτικός που δεν κατέβηκα στον προορισμό μου, μόνο και μόνο για να συνεχίσω να τον παρακολουθώ. Στον γυρισμό, επίσης άθελά μου κρυφάκουσα όσα έλεγε ένας άντρας στο κινητό του. Χωρίς οι ίδιες ιστορίες να έχουν αξία –δεν περιλήφθηκαν καν στο βιβλίο– μου έδωσαν την ιδέα να χτίσω μια συλλογή με ιστορίες ανθρώπων που επιβαίνουν στο τρένο. Κάθε σταθμός της διαδρομής και από μία ή περισσότερες ιστορίες.
– Ποιο είναι το δικό σας αγαπημένο διήγημα; Η συλλογή είναι σπονδυλωτή, καθώς πολλά από τα διηγήματα συνεχίζονται σε άλλον «σταθμό», ενώ στα περισσότερα μπαινοβγαίνουν χαρακτήρες και παρεισφρέουν περιστατικά από άλλες ιστορίες. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι δεν μπορούν να διαβαστούν αποσπασματικά. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να επιλέξω κάποιο, θα διάλεγα το τελευταίο, το εικοστό τέταρτο, το οποίο λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης, από το ζοφερό κλίμα που έχει δημιουργήσει το προτελευταίο.
– Να υποθέσω ότι βρίσκεστε σε μια διαρκή παρατήρηση των ανθρώπων γύρω σας; Πράγματι, παρατηρώ διαρκώς –σχεδόν εμμονικά– τους ανθρώπους γύρω μου: τον τρόπο που κινούνται, μιλούν ή συμπεριφέρονται, το ντύσιμό τους, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τα πάντα. Κυρίως όμως ενδιαφέρομαι για τις ιστορίες τους. Για να είμαι ειλικρινής, με ενδιαφέρουν αποκλειστικά οι ιστορίες τους και αδιαφορώ πλήρως για τις απόψεις τους.
– Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας και πώς; Δεν θα πρωτοτυπήσω. Η ανάγκη να εκφραστείς μέσω της λογοτεχνίας δεν μπορεί παρά να πηγάζει από μέσα σου. Είναι πανίσχυρη και διακαής – άσχετα αν εσύ επιμένεις να την καταπιέζεις – κάτι που επί χρόνια συνέβαινε και με μένα. Η ανάγκη λοιπόν γεννήθηκε μέσα μου σε πολύ νεαρή ηλικία, αλλά άργησε να εκδηλωθεί.
– Πώς αποφασίζετε την ιστορία που θα μας αφηγηθείτε κάθε φορά; Αποθησαυρίζοντας τις ιστορίες που σας έλεγα προηγουμένως ότι προκύπτουν από την παρατήρηση ή αξιοποιώντας άλλες που έχω διαβάσει ή ακούσει, συγκεντρώνω θραύσματα που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση ή να εξελιχθούν σε πεζογραφήματα. Σίγουρα η δημιουργία εξαρτάται από τη συγκυρία και σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από το τυχαίο. Οι αφορμές λοιπόν για τα πεζά δεν είναι παρά οι σπίθες που θα ανάψουν τη φωτιά της αφήγησης, Η διαδρομή βέβαια από τη σύλληψη μιας αρχικής ιδέας μέχρι τη μετουσίωσή της σε στέρεη ιστορία, είναι μακρά. Το βασικό συστατικό της διαδικασίας αυτής είναι η σκληρή δουλειά. Αφού παρομοιάσαμε την αρχική ιδέα με σπίθα, θα λέγαμε ότι η επιμονή και η αφοσίωση είναι τα ξύλα που θα κρατήσουν τη φωτιά ζωντανή.
– Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας ενθουσίασε; Η συλλογή διηγημάτων «Η εγκυκλοπαίδεια των νεκρών» του Ντανίλο Κις (Καστανιώτης).
Φιλgood, τεύχος 224.