Tέσσερα ευσύνοπτα δοκίμια για επιμέρους πτυχές στο έργο των ποιητών Βλαδιμίρ Μαγιακόφσκι, Γιάννη Ρίτσου, Θοδόση Πιερίδη και Τεύκρου Ανθία καθώς και βιβλιοπαρουσιάσεις 50 ποιητικών συλλογών από την Κύπρο περιλαμβάνει το νέο βιβλίο του Γιώργου Φράγκου «Ποιηματογραφίες». Το βιβλίο προβάλλει ως ενδεικτικό απόσταγμα της ποίησης που γραφόταν και γράφεται κατά την περίοδο 2011-2021.

– Τι σε ώθησε στην έκδοση αυτού του βιβλίου; Η ανάγκη να μοιραστώ, μ’ ένα κοινό όσο γίνεται πιο ευρύ, προβληματισμούς, ερεθίσματα, σκέψεις αλλά και την ψυχική ανάταση και τέρψη που μου προκαλεί η ανάγνωση ποιητικών έργων. Η πανσπερμία συναισθημάτων και βαθύτερων σκέψεων που διεγείρει η ανάγνωση ποίησης πρέπει να μοιράζεται, να διαχέεται όσο το δυνατόν πιο πλατιά, ώστε να αποτελεί προσκλητήριο για ολοένα και πιο πολλούς, ολοένα και πιο νέους αναγνώστες. Κι αυτό διότι η ποίηση, η ύψιστη μορφή δημιουργίας, -το πιστεύω ακράδαντα- κάνει τον άνθρωπο καλύτερο, πιο ευαίσθητο, πιο αλληλέγγυο, αισθητικά και συναισθηματικά πληρέστερο.

– Γιατί αποφεύγεις τη λέξη «κριτική»; Εκείνο που αποφεύγω είναι οι ηχηρές και πομπώδεις εκφράσεις, οι πόζες και τα δήθεν. Οι όροι «κριτική» και «κριτικός λογοτεχνίας» πιστεύω πως είναι έμφορτοι μεγαλοσύνης και υψαυχενισμού. Γι’ αυτό τους αποφεύγω. Δεν απαρνιέμαι την κριτική μου φύση, αρνούμαι όμως την πόζα και την επιτήδευση.

– Ποιες προϋποθέσεις θεωρείς αδιαπραγμάτευτες για τη συγγραφή ενός κριτικού κειμένου; Βασική κι αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση είναι το βιβλίο στο οποίο αναφέρομαι να μιλήσει πρώτα μέσα μου. Εάν δεν μου μιλήσει, δεν του… μιλώ ούτε εγώ! Δεν γράφω για ν’ αποδομήσω ή ν’ αποθαρρύνω κανένα συγγραφέα. Αντιθέτως, φιλοδοξώ τα κείμενά μου να συνιστούν ενθάρρυνση και παρότρυνση για ακόμα καλύτερη γραφή. Ωστόσο, οι φίλοι που έχασα απ’ αυτή την ενασχόληση είναι περισσότεροι από αυτούς που απέκτησα.

– Έχεις αποκρυσταλλώσει στον νου σου τι συνιστά «καλή λογοτεχνία»; Καλή λογοτεχνία είναι ο ευτυχής συγκερασμός της καλλιέπειας του λόγου, δηλαδή της μορφής, με τον βαθύ νοηματικό φόρτο, δηλαδή του περιεχομένου. Εάν πληρείται μόνο η προϋπόθεση του αισθητικού κάλλους έχουμε μια κουραστική ωραιολογία. Εάν πληρείται μόνο η προϋπόθεση του νοηματικού βάθους, έχουμε ένα άχαρο κήρυγμα. Αποζητώ βεβαίως την καλή, την πολύ καλή λογοτεχνία και, γιατί όχι, προσδοκώ την αριστουργηματική λογοτεχνία. Όμως, δεν απορρίπτω τη μέτρια λογοτεχνία. Κάθε πουλί με τη δική του τη λαλιά κελαηδάει. Φτάνει αυτό να γίνεται έντιμα, με ειλικρίνεια, ευθύτητα, χωρίς επιτήδευση και πόζα. Από εκεί και πέρα, δεν ανέχομαι την κακή λογοτεχνία που είναι μάλιστα ενσυνείδητα κακή, διότι επενδύει στα χαμηλά ένστικτα του αναγνώστη και στην απορρέουσα απ’ αυτά τα ένστικτα εμπορευματοποίηση ως αποκλειστικό σκοπό. Η αποκαλούμενη και ευπώλητη λογοτεχνία, αυτού ειδικά του είδους, με βρίσκει όχι μόνο παγερά αδιάφορο αλλά και εχθρικό. Πρόκειται για παραλογοτεχνία, που παραπλανεί και διαβρώνει την πραγματική ουσία της καλής λογοτεχνίας.

– Ποιες ιδιαίτερες δυσκολίες αντιμετωπίζει η κριτική στην Κύπρο; Ο Θοδόσης Πιερίδης στην «Κυπριακή Συμφωνία» έχει ένα στίχο που λέει: «Κι αν μικρός ειν’ ο τόπος και το θέλει και μπόρει/ τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι». Παραφράζοντάς τον θα έλεγα ότι ακριβώς επειδή ο τόπος μας είναι μικρός και το σινάφι το οποίο ασχολείται με τα της λογοτεχνίας ακόμα πιο μικρό, το «νύχι» της κριτικής σπάει εύκολα πάνω στον «βράχο» της δημιουργίας. Τα κωλύματα, τα κομπιάσματα, οι ανασχέσεις, γενικά οι ανασταλτικοί παράγοντες είναι πολλοί. Θυμάμαι σε μια συνέντευξη πριν από πολλά χρόνια είχα υποβάλει στον Πάνο Ιωαννίδη ανάλογη ερώτηση με τη δική σου. Η απάντησή του καυστική, ειρωνική και εύστοχη: «Μα στην Κύπρο η κριτική είναι μια σχέση όπου ο ένας θωπεύει τον άλλο».