Με σύντροφο την Τέχνη, ο εικαστικός ερμηνεύει τις χαρές και τις λύπες, τα όνειρα και τις αγωνίες των ανθρώπων και αντιπαλεύει την αδιαφορία.
Η επαφή του με την εικαστική σκηνή της Κύπρου ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80, με μια έκθεση στην γκαλερί Διάσπρο της Χαράς Μεταξά και του Ιωάννη. Έκτοτε ο Δημήτρης Αληθεινός πηγαινοέρχεται στο νησί με διάφορες αφορμές. Δυο σημαντικές εκθέσεις του που είδαμε τα τελευταία χρόνια, ήταν στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λεμεσού το 2018 και στο Μουσείο Πιερίδη στη Λάρνακα το 2015. Αυτή τη φορά, αφορμή για τη διαδικτυακή συνάντησή μας η έκθεσή του στην γκαλερί Roma στην Αθήνα, με μια ενότητα έργων που πραγματεύονται τον θάνατο, τον έρωτα, τον στοιχειωμένο χρόνο και την αποσπασματική πραγματικότητα.
– Πώς βιώσατε την περίοδο της πανδημίας; Είχα όλες τις δικαιολογίες για να μην βγαίνω από το εργαστήριο και να δουλεύω ασταμάτητα χωρίς να σπαταλάω τον χρόνο μου. Τα έργα που εκθέτω στην γκαλερί Roma είναι αυτά που έγιναν εκείνη την περίοδο και αναφέρονται στον ανθρώπινο πόνο, στην καθημερινή αγωνία, σε αυτούς που παλεύουν ενάντια σε κάθε μορφή επιβολής, καθώς επίσης και σε όσους υποτάσσονται άνευ όρων.
– Μετά το τέλος αυτής της δύσκολης συνθήκης, πώς πιστεύετε ότι θα είναι ο κόσμος; Αισιοδοξώ ότι, βγάζοντας τις μάσκες προστασίας, δεν θα πιστέψουμε πως ο κόσμος έγινε καλύτερος επειδή αναπνέουμε ελεύθερα τον μολυσμένο αέρα. Ούτε πιο υποφερτός επειδή θα ψωνίζουμε χωρίς σελφ τεστ. Κι απαισιοδοξώ όταν σκέφτομαι πως το πιθανότερο είναι να χώσουμε το κεφάλι μας βαθύτερα στην αμμουδερή έρημο του φέισμπουκ, καταπνίγοντας εναλλάξ την ανιαρή ζωή μας στα κάθε είδους κέντρα διασκέδασης, στα τρίτης κατηγορίας θεάματα, παραμένοντας αδρανείς.
– Αλήθεια, φοβάστε τον θάνατο; Όχι, δεν τον φοβάμαι, αλλά ούτε και τον συμπαθώ. Απλά, δουλεύοντας καθημερινά στο εργαστήριό μου, απόχτησα την ψευδαίσθηση ότι τον προκαλώ, ότι τον φοβερίζω και τον ειρωνεύομαι, γιατί γνωρίζω πως, όταν κατασπαράξει το τελευταίο ζωντανό κύτταρο του πλανήτη, τότε θα έρθει αναπόφευκτα και το δικό του οριστικό τέλος. Κι από την άλλη, δεν σας κρύβω ότι τον βρίσκω συναρπαστικό όταν σκέφτομαι πως κάποια στιγμή θα καταβροχθίσει όλους αυτούς που, νομίζοντας ότι είναι αθάνατοι, απομυζούν σαν βδέλλες τις ζωές εκατομμυρίων δυστυχισμένων υπάρξεων.
– Φτιαγμένοι από πηλό τερακότα μέσα σε σιδερένια πλαίσια, οι πίνακες στην νέα σας πρόταση στην γκαλερί Roma παραπέμπουν σε ραγισμένη, ξεραμένη γη. Ποιο το σκεπτικό αυτής της δουλειάς; Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος ως άτομο και ως είδος, ο άνθρωπος σε κάθε κόγχη της Γης, σε κάθε φτωχοποιημένη χώρα, ο άνθρωπος στις καμένες ζούγκλες του Αμαζόνιου, στις άνυδρες περιοχές της Λατινικής Αμερικής, στην περιφραγμένη Σατίλα της Βηρυτού, στους σκουπιδότοπους του Βουκουρεστίου, στις παγωμένες κόγχες της Αθήνας. Με τον τρόπο μου ερμηνεύω τις χαρές και τις λύπες, τα όνειρα και τις αγωνίες οι οποίες, είμαι σίγουρος, δεν είναι μόνο δικές μου αλλά όλων μας. Κι ερμηνεύοντας το αίνιγμα της ζωής χάνω το εγώ μου, γίνομαι όλοι, κι ελπίζω –έστω ουτοπικά– σε κάτι καλύτερο, σε έναν πιο δίκαιο κόσμο.
– Κοιτώντας αυτούς τους πίνακες σκέφτεσαι ότι «τα πάντα προέρχονται από το χώμα και τα πάντα επιστρέφουν στο χώμα», γράφει ο Χριστόφορος Μαρίνος για τη νέα σας δουλειά. Αυτή η επίγνωση έχει επηρεάσει τη ματιά σας στην τέχνη και στη ζωή; Υποθέτω ότι αισθάνθηκα για πρώτη φορά τον οριστικό χαμό της ύπαρξής, αυτό το δίχως επιστροφή τέλος της ζωής μου, όταν ήμουν δεκαεφτά χρόνων. Λίγα χρόνια αργότερα συνειδητοποίησα και την ανθρώπινη τρέλα: Τη διαρκή απειλή μιας πυρηνικής καταστροφής του πλανήτη και την εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους. Κι από τότε πορεύομαι στην Τέχνη μου με αυτή την ιδέα, άλλοτε επαναστατώντας κι άλλοτε αδιαφορώντας, χωρίς ποτέ να συμβιβαστώ με την ανθρώπινη βλακεία.
– Είσαστε απαισιόδοξος, δηλαδή, για το μέλλον του πλανήτη; Διαισθάνομαι απαισιόδοξα ότι η καταστροφή είναι θέμα χρόνου, κι επειδή ο χρόνος δεν υπάρχει, είναι σαν να έχει ήδη συντελεστεί το κακό. Όμως, επειδή πρέπει να ζήσω, περιορίζομαι στη σοφή ρήση του Επίκουρου, «όσο εγώ είμαι παρών, ο θάνατος είναι απών, όταν ο θάνατος θα είναι παρών, εγώ θα είμαι απών», κι αντλώ την απαραίτητη δύναμη από τον έρωτα. Έτσι αντιπαλεύω την αδιαφορία, κι αντέχω τις τραγικές στιγμές με σύντροφο την τέχνη.
– Πάνω στους πίνακες χαράζετε επιγραφές που ζωντανεύουν αποσπάσματα από τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού και από τον «Εκκλησιαστή». Τις σας συγκινεί σ’ αυτά τα έργα; Θεωρώ ότι «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» είναι ενα ποιητικό αριστούργημα. Άρχισε να γράφεται το 1825, εκατό χρόνια πριν από τον Σουρεαλισμό, και θα έλεγα ότι είναι προάγγελός του. Όσο για τον «Εκκλησιαστή» (κείμενο αγνώστου συγγραφέα, που υποδηλώνει πρόσωπο το οποίο διδάσκει σε συνάθροιση), είναι ενα κείμενο-κανόνας κοινωνικής συμπεριφοράς το οποίο καταφέρνει να ξεπεράσει την απαισιοδοξία που γεννάει στον δάσκαλο η αμάθεια του μαθητή του. Για όποιον μπορεί να το καταλάβει, γίνεται εντέλει κείμενο χαράς και απόλαυσης της ζωής αφού, όπως μας διδάσκει, αν οι άδικοι ευημερούν και οι δίκαιοι δυστυχούν, εκείνο που απομένει είναι να απολαμβάνει κανείς την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία.
– Πείτε μας μια φράση από τον «Εκκλησιαστή» που σας έχει αγγίξει; «Καιρός να κλάψεις, καιρός να γελάσεις, καιρός να ξεριζώσεις, καιρός να φυτέψεις, καιρός να γεννήσεις, καιρός να σκοτώσεις». Για όλα λοιπόν υπάρχει ο κατάλληλος καιρός. Στην έκθεση υπάρχει επίσης ένα έργο με κείμενο (ίσως προφητικό) του στρατηγού Μακρυγιάννη, που λέει, «Ελευθερωθήκαμεν από τους Τούρκους, και εσκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους», απαριθμώντας ένα προς ένα τα διακόσια χρόνια που μεσολάβησαν από την Επανάσταση του 1821, μέχρι σήμερα.
– Απ’ ό,τι γνωρίζω, συνεχίζετε τις Κατακρύψεις έργων σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Πότε υπολογίζετε να ολοκληρωθεί αυτό το πρότζεκτ; Όταν ο λόγος ο οποίος γέννησε τις Κατακρύψεις πάψει να ισχύει, τότε το έργο θα έχει ολοκληρωθεί. Εύχομαι να συμβεί άμεσα αυτό το θαύμα και οι άνθρωποι, συνειδητοποιώντας την απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής των πόλεων, των χωριών, των σπιτιών τους, να αντιδράσουν συνολικά. Και όταν λέω «οι άνθρωποι» δεν εννοώ τις μερικές χιλιάδες που συγκροτούν την οικονομικοπολιτική, στρατιωτική, θρησκευτική κ.λπ. ελίτ (θα ήταν αφελές να το περιμένει κανείς από αυτούς), αλλά τα τρία δισεκατομμύρια δυστυχισμένων που, αν αποφασίσουν να μην κοιμηθούν μια νύχτα, μπορούν να τους κάνουν μια χαψιά μέχρι το ξημέρωμα. Οι διακόσιες είκοσι μία Κατακρύψεις μέχρι σήμερα, επιμένουν να θίγουν το συγκεκριμένο θέμα εδώ και σαράντα χρόνια.
– Περιγράψτε μας την ατμόσφαιρα που επικρατεί στο στούντιό σας όταν δημιουργείτε… Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, συγκρίνοντας το εργαστήριο ενός ζωγράφου κι ενός γλύπτη της εποχής του, έλεγε ότι ο ζωγράφος κάθεται μπροστά από το έργο του ντυμένος ωραία, και με τη μεγαλύτερη των ανέσεων ακούει μουσική, προσθέτοντας φίνα χρώματα με το απαλό του πινέλο στον μουσαμά, ενώ ο γλύπτης είναι άσπρος σαν μυλωνάς από τη μαρμαρόσκονη, δουλεύει με θόρυβο και το εργαστήριό του είναι βρόμικο, γεμάτο σκόνη, γύψους και κομμάτια μάρμαρου. Εγώ, ανάλογα την ημέρα και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του έργου, ζω άλλοτε σαν ζωγράφος και άλλοτε σαν γλύπτης.
– Τι θα λέγατε σε έναν νέο που θέλει να σπουδάσει Τέχνη; Είναι πολύ σοβαρή η ερώτησή σας, και υποθέτω ότι πριν μερικά χρόνια θα είχα να δώσω αρκετές συμβουλές. Σήμερα θα τους διάβαζα μόνο έναν στίχο από το εικοστό τέταρτο Άσμα της Κόλασης του Δάντη: «Την οκνηρία σου εις το εξής οφείλεις να αποβάλλεις, διότι καθισμένος στα πούπουλα και ξαπλωτός εις τις προβιές, κανείς δεν φτάνει στη δόξα. Αν στου ανθρώπου τη ζωή η δόξα δεν υπάρχει, τότε η ζωή αυτή πηγαίνει στράφι, αφήνοντας επί της γης όσα ίχνη αφήνει ο αφρός εις το νερό και ο ατμός εις τον αέρα». Και θα ολοκλήρωνα αντικαθιστώντας τη λέξη «άνθρωπος» με τη λέξη «ζωγράφος», και την λέξη «δόξα» με τη λέξη «τέχνη».
– Αναγορευτήκατε πρόσφατα σε Επίτιμο Διδάκτορα της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τι σημαίνει για σας αυτή η τιμή; Σε ένα από τα σημειωματάρια του Λεονάρντο –για να επανέλθω σ’ αυτόν– υπάρχει ένα απόφθεγμα γραμμένο από κάποιον Γιοχάνες, το οποίο λέει, «δεν υπάρχει τέλειο δώρο χωρίς μεγάλο πόνο. Οι δόξες και οι θρίαμβοί μας, σβήνουν». Εγώ, χωρίς να το επιδιώξω, δέχτηκα ένα μεγάλο δώρο, και ευχαριστώ αυτούς που μου το πρόσφεραν. Γνωρίζω καλά ότι «οι δόξες και οι θρίαμβοι» σβήνουν, όμως μέχρι τότε θέλω να χαίρομαι τις στιγμές και να αγωνίζομαι με το έργο μου.
– Πηγαινοέρχεστε συχνά στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια. Σας έχει δώσει πολλά ερεθίσματα το νησί στο σύνολο του έργου σας; Αθροίζοντας τα κυπριακά μου χρόνια, συνειδητοποιώ ότι αυτά τα «τελευταία» που αναφέρατε είναι σαράντα παρά ένα. Η Κύπρος, από την πρώτη φορά που την επισκέφτηκα, έγινε μέσα μου μια αγάπη η οποία μεγάλωνε μαζί με τους Κύπριους φίλους μου. Έφευγα και λαχταρούσα να επιστρέψω όσο γινόταν πιο γρήγορα, ήθελα να κάνω πράγματα, να συνεισφέρω στον πολιτισμό της με όλους τους δυνατούς τρόπους, άλλοτε με εκθέσεις, άλλοτε με ομιλίες, άλλοτε με έργα στον χώρο. Κι όσο υπήρχαν οι φίλοι μου, τόσο μεγάλωνε ο ενθουσιασμός και οι δεσμοί μου με τον τόπο. Με τα χρόνια, όμως, τα πράγματα άλλαξαν.
– Ποιες αλλαγές παρατηρήσατε; Από τη μια οι φίλοι λιγόστεψαν κι από την άλλη ο πολιτισμός, όπως τον οραματιζόμουν, υποχωρεί (εύχομαι προσωρινά) στην άνιση μάχη με το κέρδος και την ημιμάθεια. Παρατηρώ, για παράδειγμα, ότι στο όνομα ενός αποδομημένου μοντερνισμού, ο εισαγόμενος «ντιζαïνισμός» καταστρέφει ανεπανόρθωτα την κυπριακή αρχιτεκτονική και την αισθητική των πόλεων (διακρίνω μια τάση ομοιογενοποίησης των παλιών γειτονιών), ενώ η υπέροχη κυπριακή γλώσσα, με γνώμονα τις νέες γενιές, φτωχαίνει σε λέξεις και εκφράσεις. Δεν ξέρω αν γίνεται τυχαία ή προγραμματισμένα όλο αυτό. Εξακολουθώ να ανησυχώ κι ας μην μπορώ να απαντήσω, όπως δεν μπορώ να απαντήσω αν ήταν πάντα έτσι κι εγώ απλά, παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό μου, δεν το έβλεπα. Όπως και να έχει, όμως, άλλοτε με χάρες κι άλλοτε με πίκρες, η Κύπρος και εγώ είμαστε δεμένοι για πάντα.
* Η έκθεση του Δημήτρη Αληθεινού «Για το καθετί υπάρχει ορισμένος καιρός» παρουσιάζεται στην Αθήνα στην Gallery Roma έως τις 15 Μαρτίου 2022.
maria.panayiotou@phileleftheros.com
Ελεύθερα, 13.2.2022.