Από ένα οδοιπορικό μισού αιώνα, ο αρχιτέκτονας Ανδρέας Φιλίππου αποτυπώνει σε σχέδια και υδατογραφίες τη φθορά της κυπριακής φύσης.
– Πώς ξεκινήσατε το οδοιπορικό σας για το τοπίο της Κύπρου; Το ενδιαφέρον μου για το τοπίο της Κύπρου και το σχέδιο ξεκίνησε από την παιδική μου ηλικία, στον γενέθλιο τόπο μου στη Γαλάτα. Ο πατέρας μου ήταν λαϊκός τεχνίτης που εξελίχθηκε σε πρωτομάστορα και εργολάβο. Τον παρακολουθούσα στις καθημερινές του ασχολίες και έμαθα να μελετώ και να εκτιμώ τη φύση και τα κτίσματα που έδεναν μεταξύ τους με αρμονικό τρόπο. Το ενδιαφέρον μου καλλιεργήθηκε ακόμη περισσότερο στην εφηβική μου ηλικία, με την καθοδήγηση του καθηγητή μου Τέχνης στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, του Αδαμάντιου Διαμαντή, που με έμαθε να σχεδιάζω εκ του φυσικού. Η ενασχόλησή μου με το σχέδιο, αποτυπώνοντας σχεδόν αποκλειστικά το τοπίο, συνεχίστηκε και στα φοιτητικά μου χρόνια στο Λονδίνο, όπου σπούδαζα αρχιτεκτονική. Επιστρέφοντας στην Κύπρο το 1960, πιο ώριμος ως αρχιτέκτονας, διερευνούσα το κυπριακό τοπίο, το κτισμένο και άκτιστο περιβάλλον, με έναν διαφορετικό τρόπο και το θαύμαζα.
– Πότε αρχίσατε να αποτυπώνετε πιο συστηματικά το κυπριακό περιβάλλον; Οι συστηματικές εξορμήσεις μου σε όλη την Κύπρο άρχισαν προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα· πάντοτε με ένα τετράδιο σκίτσων στο χέρι και ένα μολύβι στην τσέπη. Στο μακρύ οδοιπορικό μισού και πλέον αιώνα μαζεύτηκε ένας τεράστιος όγκος σκίτσων που τον επεξεργάστηκα δημιουργώντας υδατογραφίες και σχέδια με μελάνι και χρωματιστά μολύβια.
– Η ιδιότητα του αρχιτέκτονα σας βοήθησε να δείτε με άλλο φακό τα έργα των λαϊκών τεχνιτών και μαστόρων; Ασφαλώς. Με βοήθησε να μελετήσω σε μεγαλύτερο βάθος τα έργα τους και να διεισδύσω στη σκέψη, σοφία και εφευρετικότητα αυτών των απλών ανθρώπων που δεν είχαν τη στοιχειώδη μόρφωση και αρχιτεκτονική κατάρτιση. Κατασκεύαζαν όλα αυτά για την καθημερινή ζωή και χρήση με τρόπο λειτουργικό και θαυμαστό. Έπαιρνα μαθήματα στο πώς έδιναν ιδανικές λύσεις στη σωστή χρήση των υλικών και σε περίπλοκα κατασκευαστικά προβλήματα.
– Πώς εξηγείτε τη σοφία που είχαν οι λαϊκοί μαστόροι; Κανένας δεν τους δίδαξε. Ήταν η εμπειρία και η μαστοριά που μεταδιδόταν από τη μια γενιά στην άλλη. Όλος αυτός ο πλούτος της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και λαϊκής τέχνης του τόπου μας δημιουργήθηκε σε συνθήκες σκλήρης οθωμανικής κατοχής από τους λαϊκούς τεχνίτες και πρωτομάστορες της Κύπρου, σε μια περίοδο που στην Ευρώπη κυριαρχούσε η Αναγέννηση σε όλους τους τομείς της Τέχνης.
– Αλήθεια, γιατί πιστεύετε ότι έχουμε χάσει σήμερα το μέτρο; Σήμερα το περιβάλλον δεν το διαμορφώνουν οι ειδικοί στον τομέα αλλά οι τεχνοκράτες και οι επιχειρηματίες γης. Οι αρχιτέκτονες δεν δρουν απολύτως ελεύθερα, αλλά πολλές φορές συμβιβάζονται με τις απαιτήσεις των επιχειρηματιών ανάπτυξης ακινήτων. Σήμερα, για να υλοποιηθεί ένα έργο πρέπει να εξευρεθούν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι, και αυτοί που τους διαθέτουν στις πλείστες περιπτώσεις δεν ανταποκρίνονται στο όραμα και στις ιδέες των δημιουργών.
– Μέσα από τα σχέδιά σας αποτυπώνετε την αγωνία σας για την καταστροφή της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς; Στις πρώτες τρεις δεκαετίες του οδοιπορικού μου, αποτύπωνα το κυπριακό τοπίο από αίσθημα αγάπης και θαυμασμού για την ομορφιά του. Εκ των υστέρων, φάνηκε η δραματική έλλειψη προστασίας και η εγκατάλειψή του στη φθορά του χρόνου. Δεν υπήρξε η επιβαλλόμενη μέριμνα για τον σεβασμό του και την παράλληλη συνύπαρξή του με την ανάπτυξη και τις αλλαγές που επέφερε η τεχνολογική πρόοδος. Τα τελευταία είκοσι χρόνια βλέπω το κυπριακό τοπίο να χάνεται από την αδιαφορία που επικρατεί και θλίβομαι. Αποτυπώνω την αγωνία μου για την οδυνηρή καταστροφή που επιτελείται σε όλο το μέτωπο του κυπριακού τοπίου, ιδιαίτερα στα κατεχόμενα εδάφη, όπου εκτός από την εγκατάλειψη και φθορά, κυριαρχεί και η λεηλασία και η σκόπιμη εξαφάνιση σημαντικών στοιχείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
– Ποιες ιδιαιτερότητες παρουσιάζει το τοπίο που αποτυπώσατε στα κατεχόμενα; Υπάρχουν σχέδιά μου της περιόδου 1967-1973, πριν από την εισβολή, και σχέδια μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003. Η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει το τοπίο είναι το βουνό που σμίγει με τη θάλασσα, το πράσινο του πεύκου της οροσειράς του Πενταδακτύλου, οι ελιές, οι χαρουπιές, τα κυπαρίσσια, οι μερσινιές και ανδρουκλιές, που κυριαρχούν σε όλο το μέτωπο της παραλίας της Κερύνειας και της Καρπασίας. Τα φυσικά υλικά της περιοχής που χρησιμοποιούνται για τα κτίσματα ταιριάζουν απόλυτα με το τοπίο, και μαζί με τα εναλλασσόμενα χρώματα και το μπλε της θάλασσας δημιουργούν έναν ανεπανάληπτο και ελκυστικό χαρακτήρα στο τοπίον που το συμπληρώνουν τα απλοϊκά και ανεπιτήδευτα κτίσματα. Στην κατεχόμενη Κύπρο συναντούμε πολυάριθμα σημαντικότατα μνημεία βυζαντινής αρχιτεκτονικής σπάνιων ρυθμών, που έχουν υποστεί τη βαναυσότητα των εισβολέων και προκαλούν σπαραγμό ψυχής.
– Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι πολλά χωριά, και η ύπαιθρος γενικά, αφέθηκαν στη φθορά του χρόνου; Η τεχνολογία αντικατέστησε τη λαϊκή τέχνη. Πρόχειρες και αμελέτητες επεμβάσεις και χρήση ευτελών υλικών επιτάχυναν τη φθορά και αλλοιώσαν τον χαρακτήρα των χωριών. Άλλαξε δραματικά ο τρόπος ζωής των κατοίκων με την εγκατάλειψη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η χειρότερη όμως μάστιγα είναι η αστυφιλία που ερήμωσε πολλά χωριά της υπαίθρου.
– Ποιες θεωρείτε τις σημαντικότερες πληγές στο τοπίο της Κύπρου; Πρώτη έρχεται η ταπελλορύπανση και άλλες πρόχειρες εγκαταστάσεις στις οροφές των κτιρίων. Γέμισε η ζωή μας και ο τόπος διαφημιστικές ταπέλλες, όχι μόνο στις προσόψεις των κτιρίων, αλλά και στους υπεραστικούς δρόμους και στην ύπαιθρο. Η χρήση ευτελών βιομηχανικών υλικών που δεν συμβαδίζουν με το περιβάλλον. Ασυλλόγιστο κτίσιμο για το σήμερα με αποκλειστικό κίνητρο το κέρδος. Η πολεοδομική αναρχία που επικράτησε σε προηγούμενα χρόνια, επέφερε ανεπανόρθωτη ζημιά. Δεν έγινε καμία μέριμνα για να λειτουργήσει η τεχνολογική ανάπτυξη παράλληλα με τα αρχαία και λαϊκά μνημεία, με τον πρέποντα σεβασμό για διαφύλαξη αυτής της πολύτιμης πολιτιστικής κληρονομιάς.
maria.panayiotou@phileleftheros.com
Ελεύθερα, 5.12.2021.