Η τρίτη ποιητική συλλογή της Αυγής Λίλλη «Στην Άκρη Μια Ουρά» κυκλοφόρησε φέτος κι έχει χαρακτηριστεί από τον ποιητή και κριτικό Παναγιώτη Νικολαΐδη ως μια ερωτική ιστορία ενηλικίωσης, σπαραγμού και καλλιτεχνικής αυτογνωσίας. 

– Τι αφορά η ουρά που βρίσκεται στην άκρη; Η άκρη της άκρης, ας πούμε, είναι η εκκρεμότητα, το ανολοκλήρωτο, το «ίσως», το «πιθανόν». Είναι αυτό που συχνά δεν παρατηρούμε, αλλά ορίζει σιωπηρά και ουσιαστικά την ύπαρξή μας και τη σχέση μας με τους άλλους, τη σχέση μας με τον εαυτό μας και με τον κόσμο. Ο τίτλος προκύπτει από κάποιου είδους σύμπτυξη του ποιήματος «Αρκούδα στον ουρανό»: «Έχεις της αρκούδας το ρύγχος, έχω της αρκούδας/ την ουρά, ενός ζώου που βρυχάται, κλαίει, πονά: θρηνεί/ μέσα στης νύχτας το πένθος. Είσαι η καρδιά ενός/ τέρατος που αγαπά να μισεί και να αγαπά, ζωή/ που άρρυθμα χτυπά κοντά μου και μακριά./ Στου σχήματος την άκρη εγώ αστέρας/ πολικός ή δορυφόρος μετρώ έτη,/ χτύπους, βήματα, χωρίς ποτέ/ να καταφέρνω ν’ αγγίξω/ τη μορφή σου· ακούω μόνο ήχους. Εσύ μπροστά/ κι εγώ πίσω δυστυχώς∙/ τη λησμονιά του προσώπου σου/ σέρνω». Πρόκειται για ένα ποίημα για την ερωτική απώλεια, την ανολοκλήρωτη πορεία, τον ασυγχρόνιστο βηματισμό. 

– Υπάρχουν κάποιες αγαπημένες λέξεις κι έννοιες στις οποίες επιστρέφεις συχνά; Ο χρόνος, η μνήμη, ο έρωτας, το σώμα (και η απώλειά τους) είναι σίγουρα έννοιες γύρω από τις οποίες περιστρέφομαι ποιητικά, συγγραφικά και, εννοείται, υπαρξιακά. 

– Είναι απαραίτητη για έναν ποιητή η συνθήκη της μοναξιάς ή της μοναχικότητας για να δημιουργήσει; Τις δύο έννοιες και συνθήκες χωρίζει μια σημαντική γραμμή. Δεν θεωρώ απαραίτητη τη μοναξιά ως όρο δημιουργίας, μπορεί να είναι αποθαρρυντικός παράγοντας μάλιστα, αλλά τη μοναχικότητα μάλλον ναι. Είτε ως συνήθεια είτε ως περιστασιακή επιλογή, προσωπικά βρίσκω τη μοναχικότητα και την απομόνωση αναγκαία, κυρίως πριν από την απόφαση της δημοσίευσης. Χρειάζεται συγκέντρωση και ησυχία. Τα ποιήματα πρέπει και να τα ακούμε, όχι μόνο να τα διαβάζουμε. Άρα, έστω και εντελώς πρακτικά και διαδικαστικά μιλώντας, χρειάζεται η απομόνωση, για να τα ακούσουμε πριν τα «τραγουδήσουμε». 

– Ένα ποίημα προϋποθέτει ένα έντονο συναίσθημα για να γραφτεί; Ένα ποίημα προϋποθέτει επιθυμία, σε μια μεγαλύτερη κλίμακα προσέγγισης των πραγμάτων θα έλεγα και όραμα, και -ενίοτε σκληρή- δουλειά. Η γραφή είναι μια κοπιώδης και συνάμα γόνιμη διαδικασία, εμπερικλείει πόνο και πάθος, οπότε με αυτή την έννοια θα μπορούσα να απαντήσω πως ναι. Ωστόσο, δεν αισθάνομαι ότι εξελίσσεται ακριβώς έτσι η γραφή του ποιήματος πάντα. Το συναίσθημα μπορεί να έχει προϋπάρξει προ πολλού και το ποίημα να ξεκινήσει σαν άσκηση, σαν δοκιμή, σαν «στοίχημα». Με την έννοια ότι θέλεις να γράψεις ένα ποίημα για το τάδε βίωμα, το οποίο μπορεί να είναι εντελώς καθημερινό, όχι δηλαδή αυτό που λέμε «υψηλό». Όπως συμβαίνει με την πεζογραφία, για παράδειγμα – δεν συνδέουμε το έναυσμά της τόσο με το συναίσθημα όσο με τον στόχο, την επιθυμία της συγγραφής μιας ιστορίας με συγκεκριμένες τεχνικές. Δεν ξέρω γιατί συνεχίζουμε -κατά την αντίληψη του ρομαντισμού ή και κατά μία άποψη του μοντερνισμού- να συνδέουμε ακόμα την ποίηση με το έντονο (και συχνά δραματικό) συναίσθημα κι όχι με τον αρχέτυπο στόχο της αφήγησης, αν όχι μιας ιστορίας με την αριστοτελική πλοκή, σίγουρα μιας κατάστασης. Το συναίσθημα του ποιήματος ενδέχεται να προκύψει μετά, όταν ο ποιητής κερδίσει το «στοίχημα». 

– Η ποίηση είναι μια δήλωση ταυτότητας ή ετερότητας; Και τα δύο. Η ετερότητα προϋποθέτει ταυτότητα και δη ταυτότητες (ας πούμε του ποιητή και του αναγνώστη/ του έργου/ του κόσμου). Το ποίημα γράφεται από και υπό μία ταυτότητα ή ενδύεται μια άλλη. Το σημαντικότερο εν προκειμένω είναι η ταυτότητα του ίδιου του ποιήματος, του έργου, η οποία καθίσταται αυτόνομη κι έτοιμη για κάθε διάλογο, από τη στιγμή που βγαίνει από το συρτάρι του δημιουργού.  

– Πώς φαντάζεσαι έναν κόσμο που θα ζούσε ποιητικά; Καλή ερώτηση! Δεν το σκέφτηκα και δεν το φαντάστηκα ποτέ. Έχω την εντύπωση ότι κανένας κόσμος πλασμένος μονοδιάστατα δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Ωστόσο, ο χρόνος, ο ρυθμός, ο κραδασμός στην τέχνη λειτουργούν πραγματικά ελεύθερα. Ίσως αν ακολουθούσαμε πιο συνειδητά αυτή την ελευθερία- έκφρασης, βιώματος, αποδοχής-, αφού «η ζωή αντιγράφει την τέχνη», ο κόσμος να ήταν μάλλον καλύτερος.