Η δημοσιογράφος Ελίνα Σταματίου αποκαλύπτει στο βιβλίο της «14 Εγκλήματα μιας Αυτοκρατορίας» άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959. Καταγράφει μέσα από συγκλονιστικά στοιχεία, μαρτυρίες και φωτογραφικά ντοκουμέντα όσα φρικτά βίωσαν 14 άνθρωποι μέχρι ν’ αφήσουν την τελευταία τους πνοή στα σκοτεινά δωμάτια ανάκρισης. Για πρώτη φορά,  εξασφαλίστηκαν και μαρτυρίες Βρετανών που υπηρέτησαν την επίμαχη περίοδο στην Κύπρο.

– Ποιο ήταν το «σημείο μηδέν» όπου αποφάσισες να προχωρήσεις με την έκδοση αυτού του βιβλίου; Όταν πριν τρία χρόνια ξεκίνησα την έρευνα για μία από τις 14 υποθέσεις θυμάτων βασανιστηρίων του ‘55-‘59 δεν είχα καν φανταστεί ότι θα συνέχιζα την έρευνα και για τους υπόλοιπους 13 αγωνιστές που πέθαναν με τον ίδιο τρόπο και φυσικά δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου η σκέψη της συγγραφής ενός βιβλίου. Αυτό έγινε πολύ αργότερα, όταν πια η έρευνα είχε φτάσει στα μισά του δρόμου. Από εκείνο το σημείο και μετά, κάθε βήμα προς την ολοκλήρωση, ήταν ουσιαστικά κι ένα βήμα πιο κοντά στο βιβλίο, που πλέον είχε καταστεί προσωπικός στόχος.

– Ποιο μέρος της ερευνητικής διαδικασίας ήταν το πιο δύσκολο; Πολλά κομμάτια της ερευνητικής διαδικασίας με δυσκόλεψαν. Σε πρακτικό επίπεδο θα έλεγα πως το σημαντικότερο ήταν ο παράγων «χρόνος». Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για γεγονότα που πάνε πίσω έξι και πλέον δεκαετίες, συνεπώς πολλά από τα πρόσωπα που είχαν άμεση σχέση, είτε είχαν αποβιώσει, είτε δεν ήταν σε θέση λόγω ηλικίας να ανακαλέσουν στη μνήμη με λεπτομέρεια τα γεγονότα. Οπότε η εξασφάλιση μαρτυριών ήταν μία διαδικασία αρκετά δύσκολη, χρονοβόρα και επίπονη. Τη μεγαλύτερη, ωστόσο, δυσκολία δεν τη συνάντησα τόσο στο πρακτικό κομμάτι της έρευνας, όσο στο ψυχολογικό. Η επαφή μου με τις οικογένειες των θυμάτων από κάποιο σημείο και μετά ξεπέρασε τα όρια του βιβλίου. Από ακροάτρια των εμπειριών και του πόνου τους έγινα, χωρίς να το καταλάβω, συμπάσχουσα. Δέθηκα μαζί τους κι αναπόφευκτα μεγάλωσε και το βάρος της υποχρέωσης που ένιωθα, να τους προσφέρω δηλαδή μιας μορφής ηθική δικαίωση μέσα από την έκδοση αυτού του βιβλίου.

– Πόσο «απέχουν» από την εποχή μας αυτές οι πρακτικές κι αυτές οι ιστορίες; Το θέμα των βασανιστηρίων κατά κρατουμένων ανέκυψε έντονα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετουσιώθηκε σε οικουμενική κατάκτηση με τη στοιχειοθέτηση της καθολικής απαγόρευσης τους στο άρθρο 5 της Οικουμενικής Διακήρυξης του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα το 1948. Έκτοτε, παραμένει επίκαιρο γιατί αυτή η καθολική απαγόρευση συνεχίζει να παραβιάζεται και μάλιστα όχι μόνο εν καιρώ πολέμου, αλλά κι εν καιρώ ειρήνης. Κατά την επική τετραετία του αγώνα η τακτική των βασανισμών συλληφθέντων αγωνιστών δεν ήταν καθόλου σπάνιο φαινόμενο. Μάλιστα εντάθηκε ως πρακτική μετά την κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης εκ μέρους του τότε Κυβερνήτη Χάρντινγκ. Αυτή η κατάσταση του «emergency» αποτέλεσε ουσιαστικά το όχημα των αποικιοκρατικών αρχών προς την επιχειρησιακή ασυδοσία, η οποία εκδηλωνόταν και με πολλούς άλλους τρόπους πέραν των βασανιστηρίων: αφθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις ανθρώπων χωρίς απαγγελία κατηγοριών, στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, δίκες παρωδία, απαγχονισμοί στο όνομα της «δικαιοσύνης», λογοκρισία.

– Μπορούμε να εφησυχάζουμε; Από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει 66 χρόνια, ωστόσο το θέμα υποβολής κρατουμένων σε βασανιστήρια εξακολουθεί να αποτελεί μια θλιβερή πραγματικότητα. Η επιβολή της όποιας αρχής -αστυνομικής, στρατιωτικής, κρατικής- μέσω σωματικών ή ψυχολογικών βασανιστηρίων είναι γεγονός για αρκετά σημεία του πλανήτη και κυρίως για εκείνα όπου απουσιάζει η συντεταγμένη πολιτεία και κυριαρχεί ο απολυταρχισμός. Όσο λοιπόν υφίσταται δεν μας επιτρέπεται και να εφησυχάζουμε. Η εγρήγορση αυτή όμως δεν θα πρέπει να περιορίζεται στο παρόν, αλλά να επεκτείνεται και σ’ όλα όσα συνέβησαν στο παρελθόν κι έμειναν κρυμμένα στο σκοτάδι. Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα βασανιστήρια, πρέπει να βρίσκουν τον δρόμο της δικαιοσύνης όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η ανάδυσή τους στην επιφάνεια αποτελεί υποχρέωση των ευνομούμενων κοινωνιών, γιατί μόνο τότε δίδεται η δυνατότητα λύτρωσης (δικαιικής ή έστω ηθικής) των θυμάτων, τιμωρίας των θυτών, αλλά και εξιλέωσης της ανθρωπότητας από το στίγμα της κτηνωδίας.

– Πιο εύκολα ο άνθρωπος εξοικειώνεται με τον πόνο ή με τον φόβο; Ο άνθρωπος νομίζω πως δεν εξοικειώνεται με κανένα από τα δύο, γιατί είναι καταστάσεις έξω από την υγιή υπόσταση της ανθρώπινης φύσης. Κάποιοι ωστόσο βρίσκουν τη δύναμη να τα ανεχτούν. Οι 14 ήρωες, οι ιστορίες των οποίων ξετυλίγονται στις σελίδες του βιβλίου μου, είναι ένα τρανό παράδειγμα αυτής της δύναμης… Οι άνθρωποι αυτοί είχαν την επιλογή ν’ απαλλαγούν κι από τον πόνο κι από τον φόβο του θανάτου με το να μιλήσουν και ν’ αποκαλύψουν στους βασανιστές τους κρίσιμες πληροφορίες. Δεν το έκαναν, όμως. Προτίμησαν να βιώσουν έναν φρικτό, βασανιστικό θάνατο, παρά να προδώσουν κι αυτό είναι το μεγαλείο τους, αυτό που τους ξεχωρίζει και τους ανάγει σε ήρωες, όπως άλλωστε κι όλους όσοι έθεσαν τότε τη ζωή τους στη διάθεση της πατρίδας.

– Μπορεί κάποιος να συγχωρέσει τον βασανιστή του; Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος ν’ απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση, γιατί δεν έχω βιώσει ποτέ κάτι ανάλογο. Μπορώ να κάνω μόνο υποθέσεις. Εκτιμώ πως δεν υπάρχει μία απάντηση στο ερώτημα, γιατί κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του όρια ανοχής, τους δικούς του τρόπους λύτρωσης από επώδυνες μνήμες. Μελετώντας πάντως όλα όσα βίωσαν οι 14 αγωνιστές, δεν νομίζω ότι αν εγώ προσωπικά ή κάποιος δικός μου άνθρωπος είχε βρεθεί σε μια τέτοια θέση θα μπορούσα να συγχωρέσω. 

* Κεντρική διάθεση: βιβλιοπωλείο «ΕΛΛΑΣ» (22679058). Διατίθεται σε όλα τα βιβλιοπωλεία παγκύπρια.