Μαθητής και φίλος του «πατέρα του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος» Γιάννη Μαρή, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Λεονταρίτης αποτίει φόρο τιμής στον δάσκαλο και συνοδοιπόρο του. «Τα πολλά πρόσωπα του Ροδόλφου Μπάτη» είναι ένα πολιτικό- αστυνομικό θρίλερ με νουάρ μοτίβα εμπνευσμένο από προηγούμενο έργο του Μαρή, με φόντο τα ταραχώδη πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 και με βάση στοιχεία και αρχεία που αφορούν γεγονότα που καθόρισαν τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.

– Από πού προήλθε η ιδέα για το μυθιστόρημα αυτό; Από ένα μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή που αναφερόταν στην εποχή του Μεσοπολέμου. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ακρόπολις» σε συνέχειες κι είχε μεγάλη επιτυχία. Είχα ρωτήσει τότε τον Γιάννη Μαρή αν σκόπευε να γράψει κάποιο παρόμοιο έργο, τοποθετημένο όμως χρονικά μετά τη ναζιστική κατοχή. Μου απάντησε ότι ήταν ωραία η ιδέα και θα το σκεφτόταν. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε. Έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Σκέφτηκα μετά από πολλά χρόνια να κάνω αυτό που εκείνος δεν πρόλαβε. Και το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλου μου φίλου και δασκάλου στη δημοσιογραφία.

– Σε ποιο βαθμό η αφήγηση βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα; Το ιστορικό υλικό –τα γεγονότα- συμφιλιώνεται με τη λογοτεχνική μορφή μετέχοντας ενεργά στην αφηγηματική λειτουργία του λόγου. Το σκηνικό είναι αληθινό. Πολλές αφηγήσεις των προσώπων του έργου είναι αυθεντικές. Ορισμένα πρόσωπα είναι υπαρκτά. Ακόμη κι ο βασικός ήρωας, ο Ροδόλφος Μπάτης, είναι εμπνευσμένος από πραγματικό πρόσωπο: έναν μεγάλο βιομήχανο που εκπροσωπούσε πασίγνωστη γερμανική εταιρεία, είχε σχέσεις προπολεμικά με αξιωματούχους του Γ’ Ράιχ αλλά και με σημαίνοντες Άγγλους. Κανείς δεν ήξερε το πραγματικό του πρόσωπο. Άνηκε στο περιβάλλον του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, αλλά είχε επαφές και με κομμουνιστές σαν τον Δημήτρη Γληνό. Η ζωή του ήταν πραγματικό μυθιστόρημα. Δεν αναφέρω το όνομά του επειδή η κόρη του ζει, είναι φίλη μου και δεν θα ήθελα να της προξενήσω οποιοδήποτε πρόβλημα.

– Τι είναι αυτό που σας ελκύει στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο; Η δεκαετία του 1950 ήταν πολύ σημαντική για την πορεία της Ελλάδας. Υπήρχαν κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες που διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στα δρώμενα. Τα γεγονότα ήταν συγκλονιστικά και τα πολιτικά πάθη κυριαρχούσαν. Κι ήταν η εποχή που η Αριστερά -με την ευρεία έννοια- έκανε τα πρώτα μουδιασμένα βήματα μέσα στο πολιτικό σκηνικό και σε ατμόσφαιρα δύσκολη γι’ αυτήν.

– Τι θυμάστε από τη συνεργασία και τα συναπαντήματά σας με τον Γιάννη Μαρή; Η γνωριμία μου –επαγγελματική και προσωπική- με τον αλησμόνητο Γιάννη Μαρή- Τσιριμώκο ήταν μακρά και επηρέασε θετικά τη δημοσιογραφική μου πορεία. Επρόκειτο για άνθρωπο εξαιρετικά μορφωμένο, με «μαγική πένα» και δεν είναι τυχαίο ότι τα μυθιστορήματά του αγαπήθηκαν με πάθος από το κοινό. Ενδιαφερόταν πάντα για τα προβλήματα της Κύπρου κι είχε προσωπική φιλία με τον Εθνάρχη Μακάριο και τον ηγέτη της ΕΔΕΚ Βάσο Λυσσαρίδη. Μάλιστα, σκόπευε να γράψει ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου που θα είχε τίτλο «Σφαίρες για τον Αρχιεπίσκοπο». Ο θάνατος δεν τον άφησε. Σκέφτηκα, λοιπόν, κι έγραψα ένα βιβλίο που έχει τον ίδιο τίτλο με την υποσημείωση: «Το μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε ποτέ» (σ.σ. Άγρα, 2018). Εκεί περιγράφω ποια ήσαν τα γεγονότα που έδωσαν έμπνευση στον Μαρή, ενώ καταγράφεται κι η έρευνα που είχε γράψει ο Μαρής για το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στη εφημερίδα «Απογευματινή».

– Με ποιον τρόπο αξιοποιείτε λογοτεχνικά τη δημοσιογραφική σας ιδιότητα; Θα μπορούσε να αποτελεί και μειονέκτημα; Η δημοσιογραφική πείρα βοηθά πολύ στη συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου, διότι ο συγγραφέας έχει συνηθίσει στην οικονομία του λόγου, έμαθε ν’ αποφεύγει περιττές φλυαρίες και να είναι σαφής στο θέμα που διαπραγματεύεται. Μην ξεχνάτε ότι πλείστοι κορυφαίοι της ελληνικής λογοτεχνίας ήταν επαγγελματίες δημοσιογράφοι: από τον Παπαδιαμάντη και τον Κονδυλάκη μέχρι τον Σπύρο Μελά, τον Μυριβήλη, τον Κωστή Μπαστιά, τον Παύλο Παλαιολόγο, τον Ψαθά, τον Τάσο Βουρνά και δεκάδες άλλους που άφησαν τη σφραγίδα τους στα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται, επομένως, για πλεονέκτημα κι όχι για μειονέκτημα.

– Είναι εύκολο για έναν συγγραφέα να διατηρεί τις απαιτούμενες συναισθηματικές αποστάσεις όταν περιγράφει γεγονότα που γνωρίζει από πρώτο χέρι; Συνήθως, ναι. Για κάποιον που δεν έχει παρωπίδες και με την απόσταση του χρόνου, μπορεί να βλέπει πιο ψύχραιμα τα γεγονότα. Του παρέχεται η ευχέρεια να αποδίδει πιο πιστά την «ατμόσφαιρα» ταραγμένων εποχών.

– Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τη δημοσιογραφία εν έτει 2021; Ζούμε στη χειρότερη εποχή μέσα σε σκηνικό που ποτέ δεν θα μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Οι δημοσιογράφοι σήμερα θα πρέπει να ενημερώσουν και να δώσουν στους πολίτες να κατανοήσουν ότι βιώνουμε τη χειρότερη δικτατορία που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Μια δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός, χωρίς αντίπαλο πια, έχει κάνει έφοδο σε όλα τα επίπεδα. Οι ιδεολογικές ταμπέλες είναι κάλπικες. Οι γνήσιες ιδέες νοθεύτηκαν, κυβερνούν οι διεθνείς τραπεζίτες που κατάργησαν όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη και θέλουν να μας οδηγήσουν σε μια αισχρή παγκοσμιοποίηση.