Ο καταξιωμένος συνθέτης, πιανίστας και ενορχηστρωτής πιστεύει ότι η ποιότητα έχει να κάνει με τη συγκίνηση, την αλήθεια και το ήθος.

Έχει να επιδείξει μια αξιοσημείωτη πορεία στον χώρο της μουσικής και του θεάτρου, έχοντας συνεργαστεί μεταξύ άλλων με συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, με κορυφαίους ερμηνευτές, μεγάλους σκηνοθέτες, αλλά και διάσημες ορχήστες και σύνολα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο Θοδωρής Οικονόμου παραμένει, ωστόσο, προσιτός και διψασμένος για νέες προκλήσεις. Η σχέση με τον Κώστα Σιλβέστρο από «δασκάλου- μαθητή» στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, εξελίχθηκε σε «μουσικού- ηθοποιού» για να διαμορφωθεί σήμερα σε «συνθέτη- σκηνοθέτη». Με τον Σιλβέστρο είχαν μεταξύ άλλων συνεργαστεί το 2018 και στο «Cock» στον ΘΟΚ, αλλά και πριν από λίγους μήνες στο παιδικό έργο της Μαριβίτας Γραμματικάκη «Να μην και Θα», μια παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο Σταύρος Σταύρου ήταν 19 ετών όταν πρωτοσυνεργάστηκαν στο τραγούδι «Παράδεισος» που ερμήνευσε η Τάνια Τσανακλίδου. Τον Κύπριο στιχουργό τον πρότεινε το 2018 στο μιούζικαλ «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» που συνέθεσε ο ίδιος και σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο ο σημερινός του καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Μόσχος. Συνεπώς, στο πλαίσιο της οικογενειακής παράστασης «Still: Ένα άγαλμα που γύρισε τον κόσμο», που παρουσιάζεται στο Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας, έχει προκύψει μια δημιουργική ομάδα με ισχυρούς δεσμούς και κοινούς κώδικες.

– Ο παλιός σου μαθητής είναι πλέον ένας πολυβραβευμένος σκηνοθέτης. Ποιους συνειρμούς σου προκαλεί αυτή η σκέψη; Χαίρομαι για τον Κώστα κι είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι έχει βρει τον τρόπο να εμπλέκεται τόσο δυναμικά στον καλλιτεχνικό χώρο. Ο ρόλος του σκηνοθέτη απαιτεί υψηλό αίσθημα ευθύνης. Δεν φτάνει μόνο να είσαι ικανός, πρέπει να είσαι και μεταδοτικός και να απορροφάς την ανασφάλεια από τους συνεργάτες σου. Και με τον Σταύρο έχουμε βρει κοινούς κώδικες. Έχουμε φτιάξει μαζί συρτάρια ολόκληρα από τραγούδια, αλλά επειδή η εποχή για τη μουσική βιομηχανία δεν είναι καλή, είπαμε προς το παρόν να τ’ αφήσουμε. Πιστεύω ότι οι τρεις μας συνθέτουμε μια ιδιαζόντως δημιουργική τριάδα. Κι ο Ανδρέας Κουτσόφτας υπήρξε επίσης μαθητής μου. Η αλήθεια είναι ότι διδάσκω αρκετά χρόνια σε δραματική σχολή κι έχω αρχίσει να κουράζομαι. Αλλά όποτε περνά από το μυαλό μου να φύγω, καμαρώνω κάποιον μαθητή μου κι αυτό με ανατροφοδοτεί.

– Οι ιδιαιτερότητες αυτής της πρότασης πηγάζουν από τους κοινούς σας κώδικες; Αναπόφευκτα. Στην ουσία φτιάξαμε μια δική μας γλώσσα που στηρίζεται πολύ στη μουσική. Το έχω ξανακάνει αυτό με τον Μπομπ Γουίλσον στην «Οδύσσεια» το 2012. Κι εκείνος δουλεύει κατά βάση χωρίς την ύπαρξη λόγου. Τον προσθέτει αργότερα πάνω στη μουσική. Όπως τότε, θα παίζω πάλι ζωντανά στη σκηνή.

– Ποια στοιχεία είναι αδιαπραγμάτευτα για μια επιτυχημένη παράσταση; Δεν χρειάζονται πολλά. Ένα ωραίο στόρι- που εμείς το έχουμε. Έχουμε τη μουσική που φτιάχνει κόσμους, τη χορογραφία που δίνει έμπνευση στο σώμα να λειτουργεί μέσα από τη μουσική. Ακόμη, έχουμε δημιουργήσει μια δική μας γλώσσα που όμως όλοι θα την καταλάβουν κι επιφυλάσσουμε μερικά τραγούδια- έκπληξη. 

– Η μουσική δεν είναι ούτως ή άλλως μια γλώσσα; Η μουσική είναι γλώσσα. Αλλά επίσης κι η γλώσσα είναι μουσική. Ο καθένας μιλά με τον δικό του τόνο. Κι αλλιώς μιλά κανείς όταν είναι θυμωμένος, αλλιώς όταν είναι ερωτευμένος, αλλιώς όταν είναι βαριεστημένος, νυσταγμένος, ή ευδιάθετος. Αυτούς τους διαφορετικούς τόνους, λοιπόν, τους εκμεταλλευόμαστε. Επίσης και το σώμα παρουσιάζει διαφορετική τονικότητα ανάλογα με τις συναισθηματικές σου διακυμάνσεις. Είναι χημικές αντιδράσεις όλα αυτά κι η δική μας προσπάθεια είναι να τις βάλουμε στη σκηνή με στόχο να μάτια να βλέπουν και ν’ ακούν.

– Ακούν τα μάτια; Όταν δουλεύαμε με τον Μπομπ Γουίλσον έλεγε συνεχώς ότι το ζητούμενο είναι τα παιδιά κι όλοι οι θεατές να ακούν με τα μάτια. Αυτό που θέλει δηλαδή είναι να κοιτάζουν τόσο ανοιχτά σαν να ακούν με τα μάτια. Αυτό ακριβώς επιδιώκουμε να πετύχουμε, μ’ έναν διαφορετικό βέβαια τρόπο και υπό μια διαφορετική συνθήκη, τρεις συνεργάτες που μπορούμε και συνεννοούμαστε σε μια περίοδο που το να μπορείς να συντονιστείς και να συνεννοηθείς με τους ανθρώπους δεν είναι πια αυτονόητο. Στην covid εποχή έχουμε σκληρύνει κι αποστασιοποιηθεί. Όμως, χωρίς επικοινωνία και συναναστροφή δεν υπάρχει ζωή. Δεν είμαστε άνθρωποι.

– Θα έλεγες ότι η συνεργασία με τον Μπομπ Γουίλσον είναι το πιο καθοριστικό ορόσημο στην πορεία σου, από καλλιτεχνικής σκοπιάς; Σίγουρα είναι ένα μεγάλο ορόσημο στη ζωή μου και σχεδόν συνέπεσε με το πιο καθοριστικό ορόσημο στη ζωή μου. Ο γιος μου γεννήθηκε καθώς κάναμε με τον Ρόμπερτ Γουίλσον 14ωρες καθημερινές πρόβες. Είχαμε όρντινο στις 11 το πρωί, τελειώναμε 1 μετά τα μεσάνυχτα και κάναμε συνολικά 32 πρόβες για την παράσταση. Ο γιος μου γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου κι η πρεμιέρα ήταν προγραμματισμένη για τις 26 του μήνα. Ο Γουίλσον ήταν τεράστιο μάθημα για μένα. Μου έκανε την τεράστια τιμή να μ’ επιλέξει να γράψω τη μουσική και να παίζω ζωντανά στο πιάνο, επί 2,5 ώρες συνεχόμενες σε κάθε παράσταση.

– Ποια εικόνα έχεις διαμορφώσει γι’ αυτόν; Είναι το πιο ώριμο μωρό με το οποίο έχω συνεργαστεί. Λειτουργεί σαν ένα μικρό παιδί που παίζει με το παιχνίδι του. Απλώς ανοίγει τα μάτια και παίζει με τα φώτα, τους ήχους, τους ηθοποιούς. Αρχίζει τα πάντα από τη μουσική και πάνω στη μουσική συνθέτει φώτα, κίνηση και πόζα, όλη αυτή τη φόρμα που την έχει ήδη σκεφτεί αλλά την τελειοποιεί στην πορεία.

– Την ίδια εποχή ετοιμαζόσουν να συνεργαστείς και με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην ανολοκλήρωτη ταινία «Η άλλη θάλασσα», αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Πώς τον θυμάσαι; Έζησα κοντά του για λίγο. Τον εκτιμούσα ήδη ως καλλιτέχνη, αλλά πλέον τον παρατήρησα κι ως άνθρωπο. Με εντυπωσίασε η απλότητά του, η αυστηρότητα στη δουλειά του, η χαρωπότητα εκτός δουλειάς. Δεν ήταν κέρβερος, όπως λέγεται. Απλώς δεν έβαζε ούτε μια σταγόνα νερό στο κρασί του. Έφτανε στο αποτέλεσμα που είχε στο μυαλό του, το σινεμά που οραματίστηκε. Το παράδειγμά του μάς φωτίζει όλους. 

– Η έννοια «τέχνη» αφορά για σένα κάτι συγκεκριμένο; Αν και μουσικός, μου αρέσει το θέατρο και το σινεμά ακριβώς επειδή εκεί γίνεται σύνθεση όλων των τεχνών. Η τέχνη αφορά την έκφραση, τη σκέψη αλλά και το ήθος. Συνήθως, το αποτέλεσμα αντικατοπτρίζει και το είδος του ανθρώπου που πρεσβεύεις. Η κακεντρέχεια και η μοχθηρία δεν κρύβονται.

– Απλοϊκά, αυτό παραπέμπει στον εξής αφορισμό: ο καλός καλλιτέχνης είναι και καλός άνθρωπος. Ισχύει πάντα αυτό; Η έννοια του καλού καλλιτέχνη είναι έτσι κι αλλιώς ρευστή, σχετική. Προσωπικά, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι κάποιος μπορεί να φτιάξει ένα αριστούργημα αν μέσα του είναι σκατάνθρωπος, σάπιος. Ο Τολστόι έλεγε ότι δεν υπάρχει μεγαλείο εκεί που δεν υπάρχει απλότητα, καλοσύνη και αλήθεια. Για να φτάσεις στο ωραίο πρέπει ο τρόπος που ονειρεύεσαι τα πράγματα να έχει μέσα του κάτι μοναδικό, κάτι δικό σου. Πρέπει να υπάρχει ήθος εν πάση περιπτώσει. Από τις συνεργασίες μου με τόσο πολλούς και σημαντικούς ανθρώπους, έχω συμπεράνει ότι τις καλές δουλειές χαρακτηρίζουν οι καλές σχέσεις. Εκεί δεν αντλείς υλικό μόνο από τη δουλειά. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κι έναν σπάνιο, μοναδικό τρόπο να πορεύονται στη ζωή.

– Από την επαφή με όλους αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους τι έχεις συμπεράνει ότι είναι αυτό που τους κινεί; Η ανάγκη για δημιουργία είναι ακαταμάχητη. Η δημιουργία συχνά είναι αυτοσκοπός. Δεν δημιουργείς για να ικανοποιήσεις κάποια άλλη ανάγκη. Κάποιος μπορεί να πει ο τάδε σπουδαίος δημιουργός είναι εγωκεντρικός. Μα όλοι λίγο πολύ δεν είμαστε; Ακόμη κι αυτός που φτιάχνει σάντουιτς θέλει ν’ ακούσει να του λένε πόσο ωραίο το φτιάχνει. Τον ενδιαφέρει πόσο νόστιμο το βρίσκουν. Ο μεγάλος δημιουργός, λοιπόν, κοιμάται, ξυπνάει και πάντα μέσα του υπάρχει κάτι που τον τρώει. Συνήθως αυτό είναι το επόμενο πρότζεκτ και πώς θα το πετύχει.  

– Εσένα τι σε τρώει αυτή τη στιγμή; Μουσική ακούω παντού και συνέχεια. Χαλαρώνω με τη μουσική, αλλά τη βάζω και σε πράγματα στην καθημερινότητά μου, ενορχηστρώνω κόσμους μέσα στο μυαλό μου.

– Την υπόλοιπη μουσική, πέρα από τη δική σου, την ακούς πιο επαγγελματικά και επιστημονικά; Μπορείς να γίνεις απλός ακροατής; Δυστυχώς, άπαξ και μπεις στο τριπάκι αυτό, είναι δύσκολο να είσαι απλός ακροατής, αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος. Ο πατέρας μου είναι λάτρης της κλασικής μουσικής και μπορεί πιο εύκολα να ακούσει κάτι και να καταλήξει αν το απολαμβάνει ή όχι. Είναι μεγάλο χάρισμα να μπορείς να αφεθείς. Αφήνομαι κι εγώ, ενίτοτε. Η μουσική έχει την ιδιότητα να διεγείρει κάποιες ευαίσθητες χορδές μέσα στην ψυχή μας. Κι όσο «επαγγελματικά» κι αν ακούς πια, βρίσκει τον τρόπο να σε ταξιδέψει. Είναι άυλη ευτυχία. Αυτή την αίσθηση της άπιαστης, της άυλης ευτυχίας είναι που προσπαθώ να περάσω και στα παιδιά.

– Αυτός είναι ο ορισμός που θα έδινες για τη μουσική; Θα εστίαζα σ’ αυτή την άυλη πλευρά της, ναι, η οποία σε αγκαλιάζει. Μια άυλη αγκαλιά, καλύτερα. Είναι κάτι που υπάρχει έντονα δίπλα σου, σαν παρουσία, σαν ένα δυνατό σώμα που υπάρχει χωρίς να υπάρχει.

– Για τον δημιουργό δεν είναι και μια προσπάθεια να βάλει σε τάξη το χάος; Οι νότες, οι φράσεις, οι έννοιες, τα «μαθηματικά» της μουσικής προσφέρουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργείς για να δημιουργείς. Ενδιαφέρουσα και φανταστική είναι ακόμη κι η προσπάθεια πολλών να «σπάσουν» αυτό το πλαίσιο. Το ζητούμενο είναι να εξωτερικεύσεις αυτό που σε συγκινεί. Εγώ πιστεύω στη συγκίνηση της τέχνης. Πολλές φορές αρκεί μια νότα. Δεν χρειάζεται να κάνεις χιλιάδες συνδυασμούς, προσδιορισμούς κι εξισώσεις. Για τα μεγάλα τραγούδια και τις διασημότερες μελωδίες πολλές φορές αρκούν 2-3 νότες και 2-3 συγχορδίες.

– Σκαλίζεις καθόλου στην παράδοση; Τα ακούσματα παίζουν σημαντικό ρόλο. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι το οποίο δεν είχε καμία σχέση με την παράδοση, στην Αθήνα, σε αστικό περιβάλλον. Δεν είχα χωριό να πηγαίνω τα σαββατοκύριακα, δεν άκουσα ποτέ κλαρίνα, ζουρνάδες και λύρες. Δεν άκουγαν οι γονείς μας και δεν ακούγαμε ούτε κι εγώ με την αδερφή μου. Άκουγαν όμως πολύ μουσική. Κλασική, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη. Μουσική της Δύσης. Όταν όμως γύρισα από το Λονδίνο έχοντας ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό μου στο Βασιλικό Κολέγιο, η πρώτη μου δουλειά στην πιάτσα της ελληνικής μουσικής ήταν με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Η αείμνηστη Μαρία Δημητριάδη, με την οποία συνεργαστήκαμε, μου είχε πει ότι είναι ο μεγαλύτερος μελωδιστής. Κι είχε δίκιο. Πάντρεψε με μοναδικό τρόπο τα κλασικά δυτικά χρώματα με τα ηχοχρώματα της πατρίδας του και της παράδοσης. Πρόσθεσε κανονάκι, ζουρνά, λύρα στο κλαρίνο, το φλάουτο την κιθάρα, το πιάνο. Προέκυψε ένα φοβερό μείγμα, το «Οροπέδιο», η «Θητεία»- όλα διαμάντια. Κοντά του άκουσα μουσικές και όργανα που δεν ξανακούσει ποτέ. Άκουσα κορυφαίους μουσικούς να παίζουν, τον Πάνο Δημητρακόπουλο, τον Σωκράτη Σινόπουλο, ή κρητικούς λυράρηδες. Ήρθαν σαν επιφοίτηση όλα αυτά. Καταγοητεύτηκα. Έμαθα ν’ αγαπώ όλο το φάσμα και να εκτιμώ τους ανοιχτούς μουσικούς. Μπορεί να μη χρησιμοποιώ πολύ στη μουσική μου αυτά τα στοιχεία, αλλά κατοικοεδρεύουν στην ψυχή μου πια.

– Τι σημαίνει ο όρος «ποιοτική μουσική»; Δεν υπάρχει μία απάντηση. Για τον καθένα ποιότητα σημαίνει κάτι άλλο. Γενικολογώντας κάπως, θα πω ότι ποιοτικό είναι αυτό που μάς συγκινεί, αυτό που εκπέμπει αλήθεια και ήθος. Ούτε μόνο αλήθεια, ούτε μόνο ήθος. Υπάρχουν κι αλήθειες που βρωμάνε, που άπτονται του καιροσκοπισμού, της παραδοπιστίας, της προχειρότητας. Τι να την κάνω μια τέτοια αλήθεια; 

– Γιατί η εποχή μας προτιμά το πρόχειρο, το εύκολο και το φτηνό; Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη μουσική. Είναι και οι ρυθμοί της εποχής. Όλα πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και ν’ αποφέρουν αποτέλεσμα και κέρδος άμεσα.

– Η μουσική βιομηχανία δεν θα βρει αργά ή γρήγορα τρόπο να ανακάμψει; Το συζητάμε εδώ και 15 χρόνια αυτό κι ακόμη δεν έχει σηκώσει κεφάλι. Η τεχνολογία, αν και ευεργετική σε άλλους τομείς της ανθρωπότητας, την έχει κλαδέψει. Και καλπάζει τόσο γρήγορα που όταν η μουσική βιομηχανία κάνει ένα βήμα μπροστά, βρίσκεται ήδη άλλα δύο βήματα πίσω. Δεν είμαι αισιόδοξος. Χρειάζεται να γίνει κάτι ριζικό και ανατρεπτικό. Μιλώ για το τραγούδι, με το οποίο η Ελλάδα είναι συνυφασμένη.

– Η κάμψη στην ποιότητα οφείλεται απαραίτητα στην εξέλιξη της τεχνολογίας; Όχι. Οφείλεται στην παιδεία. Υπάρχει γενικά μια κάμψη στην αισθητική κι αυτό είναι ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα αισθητικής παιδείας. Και δεν εννοώ την εκπαίδευση. Είναι σαν να μη μας νοιάζει πια και τόσο πολύ η ομορφιά, να μην αποτελεί προτεραιότητα. Δεν είμαι της νοοτροπίας «κάθε πέρσι και καλύτερα». Θέλω να πιστεύω πως ό,τι κατεβαίνει σίγουρα θα ανέβει. Εύχομαι ο γιος σου κι ο γιος μου ν’ ανήκουν στη γενιά της ανόρθωσης. 

* Η παράσταση «Still: Ένα άγαλμα που γύρισε τον κόσμο» παρουσιάζεται την Κυριακή 21 Νοεμβρίου, στις 5μ.μ. soldoutticketbox, 22797979

Ελεύθερα, 14.10.21